.

ΣΤΟΧΟΣ 17
Για την ενίσχυση του εισοδήματος - Για την καταπολέμηση της ακρίβειας - Για την εξάλειψη της φτώχειας

.

Η παρούσα κατάσταση - Οι τάσεις

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, θέτοντας ως μοναδικό κριτήριο αποτελεσματικότητας την κερδοφορία, αποτυγχάνει να ικανοποιήσει το αίτημα για κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη, ενώ αντίθετα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και εντείνει τα φαινόμενα φτώχειας και αποκλεισμού. Αυτός ο εγγενής χαρακτήρας του συστήματος υπηρετείται και από συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες στη χώρα μας εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Ο πλούτος που παράχθηκε στη χώρα και τα κέρδη από την οικονομική ανάπτυξη δεν μοιράστηκαν σε όλους, αφού οι εργαζόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματική στασιμότητα του εισοδήματός τους, μέσα σε συνθήκες επισφάλειας και κακοπληρωμένης εργασίας. Όπως προκύπτει από το σύνολο σχεδόν των σχετικών μελετών, οι μισθοί των εργαζομένων επί χρόνια αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό απ' ό,τι η παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα στους εργαζόμενους να καταλήγει ολοένα και μικρότερο μέρος του παραγόμενου πλούτου.

Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ, από 58% την περίοδο 1981-1985, έφτασε το 44% την περίοδο 2004-2006.

Την ίδια περίοδο αυξήθηκε σημαντικά η απόδοση του κεφαλαίου, εμφανίζοντας πλέον τιμές που συγκρίνονται με τη «χρυσή εποχή» της δεκαετίας του '60.

Με άλλα λόγια, οικονομική ανάπτυξη είχαμε, επιπλέον πλούτος παράχθηκε, αλλά τα κέρδη της ανάπτυξης δεν μοιράστηκαν σε όλους. Οι εργαζόμενοι έχασαν και οι μέτοχοι των επιχειρήσεων κέρδισαν.

Το 40% των μισθωτών στην Ελλάδα έχουν ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές μικρότερες των 1.080 ευρώ και το 22% μικρότερες των 830 ευρώ (από τις αποδοχές αυτές θα πρέπει να αφαιρέσουμε τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και το φόρο εισοδήματος). [Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 2007]

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα υστερεί κατά 17% του μέσου όρου της ΕΕ των 15. [Eurostat 2007]

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει ο μικρότερος μεταξύ των χωρών της Ευρώπης των 15. Στην ΕΕ ο μέσος κατώτατος μισθός ανέρχεται σε 1.184€ το μήνα και στην Ελλάδα σε μόλις 701 €, ενώ στην Ιρλανδία (την οποία η κυβέρνηση δηλώνει ότι έχει ως πρότυπο σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις) ο κατώτατος μισθός είναι 1.570 € το μήνα. [στοιχεία Eurostat]

Ταυτόχρονα, παρά τη μεγάλη παραγωγή πλούτου, τα τελευταία χρόνια εντείνεται και το φαινόμενο της φτώχειας στη χώρα μας. Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι αρχίζει να εμφανίζεται και το φαινόμενο του «εργαζόμενου-φτωχού».

Στη χώρα μας, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σήμερα στο 20,1% και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ των 27, μετά τη Λετονία, ενώ αυξημένο είναι και το ποσοστό αυτών που ζουν σε συνθήκες ακραίας ανέχειας (σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 7,24% των Ελλήνων ζει με λιγότερο από 10,5 ευρώ την ημέρα). [ΕΣΥΕ 2007]

Η φτώχεια πλήττει ιδιαίτερα τους μακροχρόνια άνεργους αλλά και νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, εργαζόμενους με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, συνταξιούχους, ηλικιωμένους, γυναίκες και άτομα που ανήκουν σε «μειονεκτούσες» κοινωνικές ομάδες, όπως τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρίες, οι χρήστες ουσιών, τα οροθετικά άτομα, οι πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες, οι άστεγοι, οι φυλακισμένοι, οι αποφυλακισμένοι και οι ανήλικοι παραβάτες, όσοι ανήκουν σε εθνοτικές ή θρησκευτικές μειονότητες, οι παλιννοστούντες, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ενώ σκληρά δοκιμάζεται και ο αγροτικός πληθυσμός της υπαίθρου.

Σε συνθήκες φτώχειας ζει το 34,4% των ανέργων και το 14,2% των εργαζομένων, γεγονός που πιστοποιεί την ύπαρξη στη χώρα μας μιας μεγάλης κατηγορίας «εργαζόμενων φτωχών». [ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2003]

Οι χαμηλόμισθοι, οι νέοι, οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι υπό καθεστώς μερικής ή προσωρινής απασχόλησης εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά φτώχειας με αυτά των ανέργων, γεγονός που δείχνει πού έχει οδηγήσει η πολιτική των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων και της μερικής απασχόλησης. [ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2003]

Αυξημένα ποσοστά φτώχειας εμφανίζονται επίσης στους ηλικιωμένους, τους ανασφάλιστους και τους χαμηλοσυνταξιούχους: 26,5% των συνταξιούχων ζει σε συνθήκες φτώχειας. [ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2003]

Αν και τα κονδύλια για την κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα είναι συγκρίσιμα με αυτά άλλων μεσογειακών χωρών της ΕΕ, παρουσιάζουν τη μικρότερη αποτελεσματικότητα στη μείωση της φτώχειας στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η μείωση που επιτυγχάνεται είναι μόλις 6,5%, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό μείωσης στην ΕΕ των 15 είναι 24,9%.

Ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους και η συνεχιζόμενη σήμερα επιθετική στρατηγική ιδιωτικοποιήσεων είχε ως αποτέλεσμα την πραγματική διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Η απόσυρση του κράτους και του δημόσιου ελέγχου από τομείς στρατηγικής σημασίας, η εμπορευματοποίηση βασικών δημόσιων αγαθών (ενέργεια, υγεία, εκπαίδευση, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες κλπ.), είχε συνέπεια την πλήρη εγκατάλειψη κάθε κοινωνικής διάστασης και λειτουργίας των αντίστοιχων φορέων.

Η ανάγκη για ρεύμα προσιτό σε όλους υποχώρησε μπροστά στο αίτημα υψηλής κερδοφορίας της ΔΕΗ, η ανάγκη για φτηνές και αξιόπιστες μεταφορές υποχώρησε μπροστά στα αιτήματα των εφοπλιστών, η πρόσβαση σε ολοκληρωμένες υπηρεσίες υγείας υποχώρησε μπροστά στα συμφέροντα των ιδιωτικών θεραπευτηρίων ενώ η ισότιμη πρόσβαση στην παιδεία υπονομεύθηκε από την υποχρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Οι αυξήσεις των δαπανών σε μια σειρά υπηρεσίες καθοριστικές για την καθημερινή ζωή των πολιτών, μαζί με την εκτόξευση της ακρίβειας σε βασικές ανάγκες (διατροφή, στέγαση), οδηγούν σε μια έξαρση της φτώχειας, με σχετικούς αλλά και απόλυτους όρους. Ιδίως ένα πλήθος κοινωνικών κατηγοριών (μακροχρόνια άνεργοι, νέοι, γυναίκες, ηλικιωμένοι, μετανάστες κλπ.) πλήττεται όχι μόνο από τις διευρυνόμενες ανισότητες αλλά και από τη στέρηση βασικών αγαθών, πράγμα που προκαλεί ποικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Με άλλα λόγια, πέρα από την υστέρηση του χρηματικού εισοδήματος (μισθός) σε σχέση με την μεγέθυνση του ΑΕΠ και την αύξηση της παραγωγικότητας, εξίσου σημαντικός παράγοντας για τη διεύρυνση των ανισοτήτων ήταν η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, η εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών, η μείωση δηλαδή του «κοινωνικού μισθού».

Οι προγραμματικοί μας στόχοι

Η πλήρης άρση των ανισοτήτων είναι βέβαια, εξ ορισμού, ένας στόχος ασύμβατος με τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής, της κατανάλωσης, της ζωής των ανθρώπων. Απαιτεί βαθιά αλλαγή στους σκοπούς και τα κίνητρα του οικονομικού συστήματος, στις κοινωνικές σχέσεις, στην παιδεία και στον πολιτισμό. Ταυτόχρονα, όμως, ο βαθμός και η ένταση των ανισοτήτων δεν προκύπτουν αυτόματα από τη φύση μόνο του καπιταλιστικού συστήματος. Εξαρτώνται από τους κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων, ενώ μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το βαθμό κινητοποίησης των κοινωνικών δυνάμεων και τις πολιτικές ρυθμίσεις που αυτές επιβάλλουν με τη δράση τους.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η διεκδίκηση αιτημάτων και οι μικρές ή μεγαλύτερες νίκες που επιτυγχάνουν οι κοινωνικές διεκδικήσεις αποτελούν βήματα προς την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Πρόκειται για κατακτήσεις που πρέπει να τύχουν υπεράσπισης από τους εργαζόμενους όταν απαιτείται, κατακτήσεις που πρέπει να διευρυνθούν και να βαθύνουν προκειμένου να μην αποτελούν απλές «δικλείδες ασφαλείας» ενός δομικά άδικου και άνισου συστήματος, αλλά κινητήρια δύναμη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Με όλα αυτά κατά νου -αλλά και για να στηριχθούν άμεσα τα θύματα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού- ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει τους παρακάτω στόχους, που είναι άμεσα διεκδικήσιμοι και με ρεαλιστικούς όρους άμεσα υλοποιήσιμοι.

Αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών, με δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου

Περιορισμός του χρηματικού κόστους ζωής και των δαπανών των νοικοκυριών μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού μισθού, δηλαδή μέσω της απο-εμπορευματοποίησης στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της αναβαθμισμένης παροχής βασικών κοινωνικών αγαθών

Καταπολέμηση της ακρίβειας

Εξάλειψη της φτώχειας, όχι με μέτρα «φιλανθρωπίας» αλλά με την κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων για τα ευάλωτα και αποκλεισμένα μέλη της κοινωνίας μας

Αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών

Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών μπορεί και πρέπει να προέλθει από δύο αλληλοσυμπληρούμενες διαδικασίες. Η πρώτη αφορά την ενίσχυση των εισοδημάτων τους και η δεύτερη τη μείωση του κόστους διαβίωσης, η οποία όμως δεν σημαίνει και μείωση της κατανάλωσης αγαθών, προϊόντων και υπηρεσιών.

Αύξηση των μισθών

Για πολλά χρόνια οι αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, εάν δεν ήταν αρνητικές, ήταν οριακά θετικές και τις περισσότερες φορές υπολείπονταν της αύξησης του συνολικού εθνικού εισοδήματος. Σήμερα ο κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 701 € το μήνα και παραμένει ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ των 15. Είναι προφανές ότι το ποσό αυτό, όπως άλλωστε και τα 330 € της σύνταξης του ΟΓΑ ή τα 230 € του ΕΚΑΣ, δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν αποδεκτή ποιότητα ζωής.

Αποτελεί επίσης απαράδεκτο φαινόμενο ότι σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν μισθοί και συντάξεις που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυτή την κατάσταση. Εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ προτείνουμε ότι η αύξηση των μισθών και των συντάξεων θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε τρεις βασικές αρχές:

Κανένας μισθός και καμία σύνταξη δεν μπορεί να είναι κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι όποιες συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ξεκινούν από αυτό το δεδομένο.

Θα πρέπει να προσδιοριστεί ένα ελάχιστο εισοδηματικό όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κανένας μισθός και καμία σύνταξη δεν πρέπει να βρίσκεται κάτω από αυτό το όριο.

Ως μεσοπρόθεσμος στόχος πρέπει να τεθεί η σύγκλιση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων εργαζομένων και συνταξιούχων με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπώς και η σχετική αύξηση μισθών και συντάξεων.

Σε κάθε περίπτωση, η κύρια σύνταξη θα πρέπει να είναι ίση με το 80% των συντάξιμων αποδοχών του τελευταίου χρόνου ασφάλισης και η επικουρική ίση με το 20% του συντάξιμου μισθού, αναπροσαρμοζόμενες και οι δύο σύμφωνα με τις ετήσιες αυξήσεις των μισθών.

Μείωση του κόστους διαβίωσης

Η αποκατάσταση ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας θα έχει ως άμεση συνέπεια την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων. Η μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για υγεία, ως αποτέλεσμα ενός ποιοτικά αναβαθμισμένου δημόσιου συστήματος υγειονομικής πρόνοιας και περίθαλψης, η μείωση των ιδιωτικών δαπανών για εκπαίδευση ως αποτέλεσμα της ελεύθερης πρόσβασης και της εξασφάλισης των απαραίτητων δομών υποστήριξης των σπουδών, η μείωση της δαπάνης στέγασης και θέρμανσης ως αποτέλεσμα των πολιτικών στήριξης της κοινωνικής κατοικίας κλπ. θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων.

Προκειμένου να περιοριστεί το κόστος ζωής για τους εργαζόμενους είναι αναγκαία η απο-εμπορευματοποίηση των συλλογικών αγαθών, συνεπώς η άμεση ανάσχεση των ιδιωτικοποιήσεων. Στο βαθμό που μία δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται ή λειτουργεί πλέον με κερδοσκοπικά κριτήρια, είναι φανερό ότι σε κλάδους που οι τιμές ήταν χαμηλές για λόγους κοινωνικής πολιτικής, αλλά και επειδή δεν επιδιωκόταν οικονομικό κέρδος από τη λειτουργία της επιχείρησης, οδηγούμαστε σε αυξήσεις τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε βασικές επιχειρήσεις που οι τιμές εξαρτώνται από αποφάσεις της κυβέρνησης παρατηρούμε αυξήσεις τιμών πάνω από το γενικό επίπεδο του πληθωρισμού, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη ΔΕΗ. Επιπρόσθετα, στο βαθμό που υποχρηματοδοτούνται τομείς του Δημοσίου, όπως για παράδειγμα η υγεία και η παιδεία, οδηγούνται όσοι μπορούν να ανταπεξέλθουν (ακόμη και με δάνεια) στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η τάση μειώνει το διαθέσιμο εισόδημά τους για άλλα αγαθά, και συνεπακόλουθα διογκώνει την ακρίβεια.

Ενδεικτικά, σ' αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει:

Επαναφορά του δημόσιου ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας (ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες κλπ.).

Υποστήριξη της δημόσιας δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες.

Υποστήριξη και διεύρυνση του δημόσιου δωρεάν συστήματος υγείας- πρόνοιας.

Εξασφάλιση επαρκών και ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών για τη φροντίδα και τη μέριμνα.

Κοινωνική πολιτική στέγασης: Ειδικά σε σχέση με την πολιτική στέγασης, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει από καιρό διατυπώσει τους βασικούς άξονες της πολιτικής του. Υπάρχει ανάγκη ο ΟΕΚ να μετεξελιχθεί σε ένα ενεργητικό εργαλείο παραγωγής κοινωνικής στέγης, προνομιακής δανειοδότησης στοχευμένων ομάδων του πληθυσμού προκειμένου να αποκτήσουν δική τους στέγη, ενεργητικής και πολύπλευρης στήριξης της νέας γενιάς. Αυτή η στήριξη οφείλει να αναπτύσσεται σε όλο το φάσμα της στεγαστικής πολιτικής (από την παραγωγή κατοικίας έως τη δανειοδότηση και την εγγύηση για αγορά στέγης και την επιδότηση ενοικίου).

Διεύρυνση και εμβάθυνση του πεδίου της κοινωνικής πολιτικής,έτσι ώστε να καλύπτει και περιοχές που σήμερα είτε δεν καλύπτονται καθόλου είτε καλύπτονται υποτυπωδώς. Το χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα είναι η φροντίδα ηλικιωμένων, χρόνια πασχόντων αλλά και η οικογενειακή πολιτική. Η ανάπτυξη ολοκληρωμένων πολιτικών σε αυτούς τους τομείς, εκτός από τις προφανείς θετικές συνέπειες που θα έχει για τους ίδιους τους πολίτες που τις έχουν ανάγκη, θα σημαίνει και σημαντική μείωση των σχετικών ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών, οι οποίες υποκαθιστούν την ανυπαρξία δημόσιας πολιτικής.

Καταπολέμηση της ακρίβειας

Είναι διαπιστωμένο ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη διατροφής από τα πλουσιότερα. Από το 2005 και μετά ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (συνεπώς και ο πληθωρισμός) των φτωχών νοικοκυριών είναι σταθερά υψηλότερος από τον μέσο όρο. Κατά τα έτη 2006 και 2008, μάλιστα, ο πληθωρισμός των φτωχών ήταν αυξημένος κατά μισή μονάδα. Το 2008, για την υπέρβαση αυτή ευθύνονταν σχεδόν αποκλειστικά οι δαπάνες για διατροφή και στέγαση.

Ο πληθωρισμός των τροφίμων αποτελεί το 1,6% του συνολικού πληθωρισμού των φτωχών, έναντι 1,2% του μέσου όρου, και ο πληθωρισμός της δαπάνης για στέγαση (ως αποτέλεσμα της αύξησης κατά 22,2% των δαπανών θέρμανσης) αποτελεί το 1,7% του πληθωρισμού των φτωχών έναντι 1,1% του μέσου όρου.

Η κυβέρνηση εξήγγειλε 41 μέτρα καταπολέμησης της ακρίβειας, που κανένα δεν βάζει φραγμό στην αισχροκέρδεια, ούτε ανακουφίζει το λαϊκό εισόδημα. Οι επιλεκτικές μειώσεις τιμών ορισμένων εταιρειών σε συγκεκριμένα είδη αποτελούν μικρό κλάσμα των μεγάλων ανατιμήσεων που είχαν προηγηθεί. Οι «συμφωνίες κυρίων» δεν είναι καινούριες. Έγιναν και στο παρελθόν, από τις κυβερνήσεις Σημίτη, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν κατηγορούμε, όμως, την κυβέρνηση μόνο επειδή δεν παίρνει μέτρα κατά της ακρίβειας. Την κατηγορούμε ότι τροφοδοτεί την ακρίβεια με συγκεκριμένους τρόπους. Τα τελευταία χρόνια είχαμε αυξήσεις:

17% στη ΔΕΗ (από τον Αύγουστο του 2006 μέχρι σήμερα, ενώ αναμένεται νέα αύξηση 7%)

45% στην εισφορά στην ΕΡΤ

80% στις συνήθεις καταναλώσεις.

Η κυβέρνηση όχι απλώς δεν αντιμετωπίζει την ακρίβεια αλλά η πολιτική της, όπως και των προηγούμενων κυβερνήσεων, την τροφοδοτούν.

Το πρόβλημα των καρτέλ είναι υπαρκτό και λόγω της κρίσης μπορεί να πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι κρίσεις συχνά οδηγούν σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και γενικώς αυξάνουν τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Άρα τα καρτέλ και τα μονοπώλια μπορεί να ενισχυθούν.

Απέναντι στο πρόβλημα αυτό δεν αρκούν κάποια επιμέρους θεσμικά μέτρα, όπως η αναγκαία κατά τα άλλα ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα μονοπώλια, τα καρτέλ, τα ολιγοπώλια, δεν συνιστούν απλώς ατέλειες ή στρεβλώσεις των αγορών, αλλά είναι οργανικό αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια δεν είναι μόνο άρνηση του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και «παιδιά» του. Είναι εκδηλώσεις της εγγενούς στον καπιταλισμό τάσης για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η τάση αυτή κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες ενισχύθηκε, απελευθερώθηκε από παλιούς περιορισμούς, έγινε αχαλίνωτη. Στην Ελλάδα δυνάμωσε επί των τελευταίων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, ενώ επί ΝΔ έγινε αληθινό τσουνάμι ασυδοσίας και κερδοσκοπίας.

Ως απάντηση στο πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να θεωρείται ο λεγόμενος «ελεύθερος» ή «υγιής» ανταγωνισμός, αλλά ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα στηριχθεί σε μια στρατηγική αποεμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών, ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου σε επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, διεύρυνσης της δημόσιας σφαίρας, θέσπισης νέων πολιτικών πλαισίων στη λειτουργία των αγορών και στη σχέση επιχειρήσεων και κοινωνίας.

Στον τραπεζικό τομέα, για παράδειγμα, έχει καταστεί πλέον προφανές ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε μείωση των επιτοκίων από την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, όταν αυτός ακριβώς ο ανταγωνισμός για τη μεγιστοποίηση των κερδών ευθύνεται για τη σημερινή κρίση. Τη μείωση των επιτοκίων θα τη διεκδικήσουμε μέσα από την επιβολή νέων κριτηρίων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, με επανακαθορισμό του ρόλου του και των κριτηρίων αποτελεσματικότητάς του. Με επανεθνικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και γενικότερα ισχυρή δημόσια παρουσία και κοινωνικό έλεγχο στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Στους τομείς της παιδείας, της υγείας, της φροντίδας και της μέριμνας και άλλων δημόσιων αγαθών, η λύση δεν βρίσκεται στον ανταγωνισμό των φορέων παροχής αυτών των υπηρεσιών, αλλά αντίθετα στη συνεργασία τους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, στην αποεμπορευματοποίηση, την αποκατάσταση της λειτουργίας τους ως δημόσιων, μη ανταλλάξιμων, μη εμπορεύσιμων αγαθών, η αξιολόγηση και η αποτελεσματικότητα των οποίων πρέπει να γίνεται με όρους κοινωνικής αποτελεσματικότητας και όχι με όρους κέρδους και αγοράς.

Στους τομείς της ύδρευσης, του ηλεκτρισμού, των αερομεταφορών, των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, όπου η ασφάλεια και η δυνατότητα πρόσβασης έχουν καθοριστική σημασία, η λύση δεν βρίσκεται στον τυφλό κερδοσκοπικό ανταγωνισμό, αλλά στη δημόσια παρουσία και τον κοινωνικό έλεγχο.

Τέλος, στις αγορές των εμπορευμάτων, η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε σχέση με τις τιμές δεν είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά τους απέναντι στις φορολογικές αρχές, τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, την περιβαλλοντική νομοθεσία, τις επιθεωρήσεις εργασίας και την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας. Αν μια κυβέρνηση όπως η σημερινή ανέχεται ή και ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, αν αδιαφορεί για την τήρηση της περιβαλλοντικής και της εργατικής νομοθεσίας, είναι παράδοξο να περιμένουμε ότι θα βάλει χαλινάρι στην κερδοσκοπία και την κερδοσκοπική άνοδο των τιμών. Χρειάζεται, επομένως, και εδώ, ένα νέο πολιτικό πλαίσιο που θα στηρίζει τη συλλογική οργάνωση των εργαζομένων, θα διευρύνει το ρόλο των συνδικάτων και θα προωθεί τον κοινωνικό έλεγχο στην οικονομία, μέσα από διαφανείς, αποτελεσματικούς και συμμετοχικούς θεσμούς.

Βασικό στοιχείο για την παρακολούθηση της ακρίβειας είναι η δημιουργία των απαραίτητων στατιστικών δεικτών. Εμείς έχουμε εδώ και καιρό προτείνει ότι η ΕΣΥΕ πρέπει να καταρτίσει και να δημοσιεύει μαζί με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (δείκτης πληθωρισμού) και έναν ειδικό δείκτη πληθωρισμού που θα αφορά τα χαμηλότερα νοικοκυριά και θα υπολογίζει τις αυξήσεις των τιμών βάσει των ιδιαίτερων καταναλωτικών προτύπων-αναγκών. Αυτός ο δείκτης (πληθωρισμός των φτωχών) θα αποτελεί το πραγματικό κριτήριο της αύξησης του κόστους διαβίωσης των φτωχότερων νοικοκυριών και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις διαπραγματεύσεις για μισθούς ή συντάξεις, σε όλα τα μέτρα παρέμβασης στην αγορά. Πέραν των παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει:

Παροχή επιδόματος θέρμανσης.

Παροχή έκτακτων βοηθημάτων σε περιόδους αύξησης της ακρίβειας, ιδιαίτερα για τους μακροχρόνια ανέργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους χαμηλόμισθους.

Δημιουργία ειδικού «δείκτη τιμών καταναλωτή», ο οποίος θα παρακολουθεί την εξέλιξη του κόστους διαβίωσης των φτωχότερων νοικοκυριών («δείκτης πληθωρισμού των φτωχών»). Στη βάση αυτού του δείκτη θα προσδιορίζονται οι ελάχιστες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και συντάξεων.

Συντονισμό των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους (ΕΦΕΤ, Γενικό Χημείο του Κράτους, υπουργείο Γεωργίας, φοροεισπρακτικοί-φοροελεγκτικοί-εισφοροελεγκτικοί μηχανισμοί κλπ.). Όλοι αυτοί οι θεσμοί μπορούν να βοηθήσουν, αν υπάρχει πολιτική βούληση.

Αυστηρό κοστολογικό έλεγχο σε όλα τα στάδια διύλισης και εμπορίας των πετρελαιοειδών. Να τεθεί οροφή στις τιμές τους από τη διύλιση και το εμπόριο μέχρι τον καταναλωτή.

Πάγωμα των τιμολογίων των ΔΕΚΟ. Να ανακληθεί η απόφαση για νέα αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ και να ματαιωθούν οι σχεδιασμοί για ρήτρα καυσίμου και ρύπων στα τιμολόγια της ΔΕΗ.

Παροχή ουσιαστικού διορθωτικού ποσού στους μισθωτούς και συνταξιούχους, οι οποίοι υφίστανται τη σκληρή πολιτική λιτότητας.

Δραστική μείωση της ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή.

Είσοδο των συνεταιρισμών σε όλο το κύκλωμα παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας αγροτικών προϊόντων.

Εξάλειψη της φτώχειας

Η φτώχεια, όμως, δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο την έλλειψη βασικών αγαθών (τροφή, στέγη, περίθαλψη κλπ.), αλλά δημιουργεί μια γενικότερη κατάσταση ανελευθερίας και αδυναμίας συμμετοχής στις βασικές κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές και εργασιακές λειτουργίες του κοινωνικού βίου. Οδηγεί έτσι στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό αποκλεισμό, πλήττοντας την αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση και την ψυχική ηρεμία των ατόμων που την υφίστανται.

Τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, επίσης, αποκόπτονται από την παραγωγική διαδικασία και από τον κοινωνικό κορμό της χώρας, περιορίζεται η δυνατότητα διεκδίκησης και πολιτικής παρέμβασής τους και σταδιακά στερούνται βασικών κατακτήσεων της σύγχρονης ζωής (παιδεία, υγεία, ψυχαγωγία, άθληση κλπ.). Η περιθωριοποίηση και η απομόνωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύει την ισότιμη και δημοκρατική πρόσβαση και συμμετοχή όλων στους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς, διευρύνοντας έτσι το δημοκρατικό κοινωνικό έλλειμμα.

Για την αντιμετώπιση της φτώχειας είναι αναγκαίο να ξεφύγουμε από τη λογική της «φιλανθρωπίας» και των «στατιστικών μεγεθών» και να τη δούμε ως πρόβλημα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός μέρους της κοινωνίας μας, γεγονός που προσβάλλει συνολικά τον πολιτισμό μας.

Πρέπει επίσης να αντιληφθούμε ότι σήμερα έχουμε τα μέσα να την αντιμετωπίσουμε, αρκεί φυσικά να επιθυμούμε να αξιοποιήσουμε τον παραγόμενο πλούτο για αυτό το σκοπό. Με αυτή την έννοια, πυροσβεστικά μέτρα όπως το Ταμείο Καταπολέμησης της Φτώχειας, που εξαγγέλλει κατά καιρούς η κυβέρνηση, δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου, αλλά μόνο στον περιορισμό του σε «ανεκτά» από το σύστημα όρια.

Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι την ίδια ώρα περιορίζεται η χρηματοδότηση επιστημονικών ερευνών για το ζήτημα της φτώχειας (ΕΚΚΕ, ΙΝΕ), με αποτέλεσμα να μειώνεται η γνώση μας γύρω από τους μηχανισμούς που την προκαλούν και να περιορίζονται οι δυνατότητες του κράτους να ασκήσει ορθολογική, επιστημονικά ορθή και αποτελεσματική πολιτική.

Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπάρχει κανένα «ανεκτό» επίπεδο φτώχειας, ιδίως σε μια κοινωνία τέτοιων κραυγαλέων ανισοτήτων όπως η ελληνική.

Γι' αυτό το λόγο, επιβάλλεται ο σχεδιασμός μιας ολοκληρωμένης πολιτικής που θα αναγνωρίζει τόσο τις εισοδηματικές όσο και τις ποιοτικές διαστάσεις του φαινομένου και θα αντιμετωπίζει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό που αυτή συνεπάγεται ως ενιαίο και αδιαίρετο δίπτυχο. Μια πολιτική που θα αρθρώνεται γύρω από τους τομείς της απασχόλησης, της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης και θα λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για τις περισσότερο ευάλωτες στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδες. Στο πλαίσιό της, εκτός από τη γενική μέριμνα που θα πρέπει να ληφθεί π.χ. για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και την αναβάθμιση του συστήματος υγείας, είναι αναγκαίο να υπάρξουν και στοχευμένα μέτρα, σε κάθε τομέα, για την αντιμετώπιση της φτώχειας.

Θεσμοθέτηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποτελεί ένα σύνολο μέτρων -μεταβατικού και επείγοντα χαρακτήρα- με στόχο τον άμεσο μετριασμό ακραίων καταστάσεων στέρησης. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και βασικό εργαλείο στο ευρύτερο πλαίσιο μιας πολιτικής που επιδιώκει να εξασφαλίσει το δικαίωμα στην ασφάλιση, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην προστασία της οικογένειας, στη στέγαση, στην απασχόληση, στην οικονομική και κοινωνική στήριξη των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών. Συνεπώς η λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν εξαντλείται στη διάσταση του χρηματικού εισοδήματος αλλά επεκτείνεται σε αυτό που έχουμε αποκαλέσει «κοινωνικό μισθό». Η χρηματική όψη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν αποτελεί παρά μία μόνο όψη του «κοινωνικού μισθού», οι άλλες όψεις του μπορούν να αναγνωστούν μέσα από τα μέτρα πολιτικής για την εκπαίδευση, την υγεία, τη φορολογική πολιτική κλπ.

Επιπλέον, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποτελεί μια έμπρακτη αναγνώριση από την πλευρά του κράτους ότι είναι υποχρεωμένο, μέσα από τον τρόπο που οργανώνει την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, να διασφαλίζει επαρκές εισόδημα σε όλους τους πολίτες. Γι' αυτό και πρόκειται για ένα μέσο καθολικής εφαρμογής, χωρίς εξαιρέσεις ή διακρίσεις, ως ένα κοινωνικό δικαίωμα χωρίς το οποίο για κάποιους δεν είναι δυνατή η απόλαυση και η ακώλυτη ενάσκηση των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων.

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν υποκαθιστά το πάγιο αίτημα για σταθερή και πλήρη απασχόληση για όλους. Ούτε έρχεται σε αντίθεση με τη θέση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μακροχρόνια ανέργων, για το ύψος του επιδόματος ανεργίας και την επιμήκυνση του χρόνου χορήγησής του. Η θεσμοθέτησή του δεν αναιρεί την ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης επιμέρους ειδικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού που πλήττουν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως τα άτομα με αναπηρίες, οι πολύτεκνες και μονογονεϊκές οικογένειες κλπ., ούτε έρχεται να μειώσει άλλα επιδόματα. Μπορεί, όμως, να λειτουργήσει ως δίχτυ προστασίας, και κυρίως με έναν τρόπο που αφήνει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας και αξιοπρέπειας στα άτομα που το λαμβάνουν, σε σχέση με τα μέχρι σήμερα επιδόματα και παροχές.

Διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης όλων στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς

Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μεγιστοποιεί τον κίνδυνο της φτώχειας, ενώ, από την άλλη μεριά, η φτώχεια αποτελεί έναν από τους κυριότερους μηχανισμούς συντήρησης και αναπαραγωγής των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και μία από τις βασικότερες γενεσιουργές αιτίες των φαινομένων του αναλφαβητισμού και της σχολικής εγκατάλειψης. Εκτός από μια γενική πολιτική προάσπισης του δημόσιου, δωρεάν, δημοκρατικού και κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, για την αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού απαιτείται και μια σειρά από στοχευμένα μέτρα, όπως η οικονομική ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικά μαθητών και φοιτητών, η σημαντική αύξηση του αριθμού των φοιτητικών εστιών, η δημιουργία σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης υποστηρικτικών δομών και υπηρεσιών ψυχοπαιδαγωγικής και συμβουλευτικής στήριξης των ατόμων που ανήκουν σε μειονεκτούσες ομάδες (μαθητές με αναπηρία, παιδιά μεταναστών, άτομα με ψυχικές παθήσεις κλπ.).

Φορολογική πολιτική

Η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης διευρύνει τις φορολογικές ανισότητες, ενισχύει την ανισοκατανομή των φορολογικών βαρών και περιορίζει τους διαθέσιμους δημόσιους πόρους και τη δυνατότητα χρηματοδότησης των δημόσιων λειτουργιών και υποδομών του κοινωνικού κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει μια δημοκρατική και δίκαιη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, βασική διάσταση της οποίας είναι η ουσιαστική αντιμετώπιση της φτώχειας (βλ. αναλυτικά Στόχο 19).

Μείωση των δαπανών στέγασης, θέρμανσης και μόνωσης

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, μισό εκατομμύριο νοικοκυριά (το 12% του πληθυσμού) αδυνατούν να εξασφαλίσουν επαρκή θέρμανση και μόνωση της κατοικίας τους, ενώ χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας, κυρίως ηλικιωμένοι, ζουν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της «ενεργειακής φτώχειας», ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει τη χορήγηση επιδόματος θέρμανσης στα φτωχότερα νοικοκυριά. Παράλληλα, με ένα πολιτικό σκεπτικό που συνδυάζει την κοινωνική ευαισθησία με τη μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος, εισηγείται τη χορήγηση επιδόματος μόνωσης στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, με σκοπό την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών τους και την οριστική επίλυση των προβλημάτων θέρμανσης των χώρων κατοικίας τους. Για την κάλυψη, τέλος, των επειγουσών στεγαστικών αναγκών του πληθυσμού είναι αναγκαία η στήριξη του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, η αύξηση του αριθμού των δικαιούχων και η επίσπευση των σχετικών διαδικασιών.

Δωρεάν διάθεση στα φτωχότερα στρώματα των βασικών αγαθών διαβίωσης

Σήμερα, λόγω της γενικότερης ακρίβειας και της ιδιωτικοποίησης στρατηγικών τομέων της οικονομίας, χιλιάδες άνθρωποι αδυνατούν να καλύψουν στοιχειώδεις βιοτικές τους ανάγκες και δεν έχουν πρόσβαση σε μια σειρά από κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης όλων στα βασικά κοινωνικά αγαθά και η λειτουργία των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων υπέρ των κοινωνικών αναγκών και συμφερόντων, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την εξασφάλιση πρόσβασης όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση σε μια ελάχιστη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών (ενέργεια, νερό, επικοινωνίες, συγκοινωνίες).

Δωρεάν φάρμακα

Η αποδιάρθρωση του ΕΣΥ και η μονοπώληση ευρύτατων τομέων του κλάδου υγείας από το ιδιωτικό κεφάλαιο είχαν ως αποτέλεσμα την υπέρογκη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία και την αδυναμία μεγάλης μερίδας των πολιτών να εξασφαλίσει την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την κατάργηση της συμμετοχής στα φάρμακα για τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους άνεργους, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα, καθώς και για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

.