.

ΣΤΟΧΟΣ 19
Για ένα απλό, αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα

.

Η παρούσα κατάσταση - Οι τάσεις

Το ισχύον φορολογικό σύστημα, παρά τους εκατοντάδες νόμους και τα προεδρικά διατάγματα με τα οποία επιχειρήθηκε ο δήθεν «εκσυγχρονισμός» του από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, παραμένει κοινωνικά άδικο, εξαιρετικά πολύπλοκο και δημοσιονομικά αναποτελεσματικό. Το σημερινό φορολογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από:

Πολύ χαμηλό ποσοστό φορολογικών εσόδων (ως προς το ΑΕΠ), σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.

Μεγάλη αναλογία των έμμεσων φόρων σε σχέση με τους άμεσους.

Υπερφορολόγηση των μισθωτών και συνταξιούχων σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες εισοδήματος.

Πολύ μικρή επιβάρυνση των κερδών από επιχειρηματικές δραστηριότητες, λόγω της μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και του (αδιαφανούς και ανορθολογικού) πλέγματος κινήτρων, προνομίων για μεγάλες επιχειρήσεις, ελαφρύνσεων κ.λπ.

Μεγάλο διαχειριστικό κόστος.

Μεγάλη ταλαιπωρία των πολιτών στις σχέσεις τους με τις φορολογικές αρχές.

Εκτεταμένη ύπαρξη φαινομένων διαφθοράς και συναλλαγής.

Ανικανότητα του Υπουργείου Οικονομικών να δημιουργήσει έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό, να σχεδιάσει μέτρα, ακόμη και να αναλύσει τις επιπτώσεις από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια δημοσιονομική εξέλιξη.

Η φορολογική «μεταρρύθμιση» των κυβερνήσεων της ΝΔ όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα αυτά αλλά τα επιδεινώνει. Η πολιτική που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται στη χώρα μας έχει οδηγήσει σε υπερφορολόγηση των εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις και στην αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στη φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων. Μεταξύ 2004 και 2008:

αυξήθηκαν κατά 42% οι φόροι φυσικών προσώπων (από 7,6 δις ευρώ ανήλθαν στα 10,8 δις ευρώ)

έμειναν στάσιμοι οι φόροι νομικών προσώπων (4,860 δις ευρώ το 2004 έναντι 4,865 δις ευρώ το 2008)

μειώθηκε κατά 25% η συμβολή των φορολογικών εσόδων νομικών προσώπων στα συνολικά φορολογικά έσοδα (από 12% σε 8,9%)

μειώθηκε κατά 21% η συμβολή των φόρων νομικών προσώπων στο ΑΕΠ (από 2,5% σε 1,98%)

Έτσι, σήμερα ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής των επιχειρηματικών κερδών στην Ελλάδα είναι ο τέταρτος χαμηλότερος στην Ευρώπη.

Η στρατηγική μας κατεύθυνση

Στη δική μας αντίληψη, το ζήτημα των εσόδων του κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ανταποδοτικότητά τους. Το θέμα δεν είναι απλώς πώς θα αυξήσουμε τα έσοδα αλλά πώς θα στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος, πώς θα αυξήσουμε τη χρηματοδότηση της παιδείας και της υγείας, πώς θα βελτιώσουμε άμεσα τις χαμηλές συντάξεις, πώς θα ενισχύσουμε τα προκλητικά χαμηλά επιδόματα ανεργίας και την ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων, πώς θα εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης. Τα δύο μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, η κοινωνική δικαιοσύνη και η καταστροφή του περιβάλλοντος, αναδεικνύουν μια σειρά από ερωτήματα:

μπορεί μια πολιτική αύξησης των εσόδων να λειτουργεί ταυτόχρονα υπέρ της αντιμετώπισης αυτών των κεντρικών προβλημάτων;

μπορεί μια πολιτική αύξησης των εσόδων να καθιστά ταυτόχρονα και την κατανομή τους δικαιότερη;

μπορεί μια πολιτική εσόδων να δρα οικολογικά; Μπορούμε δηλαδή να αυξήσουμε τα έσοδα με τρόπο που να παράγει μια οικολογική προστιθέμενη αξία;

η κοινωνική δικαιοσύνη και η προστασία του περιβάλλοντος εναρμονίζονται αυτόματα ή μήπως η εναρμόνισή τους απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων;

Για το ΣΥΡΙΖΑ, τα διλήμματα αυτά μπορούν να επιλυθούν σε θετική κατεύθυνση.

Οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και την κοινωνική ασφάλιση μπορούν να αυξηθούν με τρόπο υγιή, χωρίς δηλαδή αυτό να οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, με μια νέα πολιτική εσόδων.

Τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά και ταυτόχρονα η κατανομή τους να γίνει δικαιότερη αν διευρυνθεί η φορολογική βάση προς περιοχές πλούτου και πηγές εισοδημάτων που σήμερα αποφεύγουν τη φορολόγηση ή νομότυπα απαλλάσσονται από αυτή.

Η οικολογική διάσταση μπορεί και πρέπει να μπει μέσα στο φορολογικό σύστημα, με τρόπο όμως μελετημένο και διαφανή.

Η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στις αρχές του κοινωνικά δίκαιου, οικονομικά αποδοτικού, και διοικητικά πλήρους και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος. Η ανάγνωση του κειμένου του σχεδίου της φορολογικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει αποσπασματικά. Χρειαζόμαστε ένα φορολογικό σύστημα που θα είναι δίκαιο, απλό και αποτελεσματικό. Κύριοι στόχοι της αντιπρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι:

Η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών.

Η αύξηση των εσόδων του δημοσίου.

Η λειτουργία της φορολογικής διοίκησης με ολοκληρωμένο και μακρόπνοο σχεδιασμό που να εντάσσεται στον γενικότερο σχεδιασμό του φορολογικού θεσμικού πλαισίου.

Η αναβάθμιση της διαδικασίας κατάρτισης, συζήτησης, ψήφισης και ελέγχου υλοποίησης του προϋπολογισμού. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την ανάγκη αναζήτησης παρεμβάσεων στις αναδυόμενες νέες φορολογικές μεταρρυθμίσεις της ευρωπαϊκής αγοράς και των επιβαλλόμενων πρωτοβουλιών προώθησης και προσαρμογής μιας κοινωνικά αποδεκτής κοινής ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής, ικανής να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα του φορολογικού ανταγωνισμού, του αποτελεσματικού ελέγχου και της φορολόγησης των υπεράκτιων εταιρειών και της διάλυσης των περιβόητων φορολογικών παραδείσων που ανθούν και στην ΕΕ.

Ένα φορολογικό σύστημα με αναπτυξιακό προσανατολισμό. Το φορολογικό σύστημα μπορεί να υποβοηθήσει, μέσω του αναδιανεμητικού του ρόλου, τον κύριο μηχανισμό που προσανατολίζει τις προτεραιότητες και το χαρακτήρα της ανάπτυξης.

Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης από πηγές που φοροδιαφεύγουν. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι αναγκαία η λογιστική αποτύπωση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, με βάση τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της λογιστικής τυποποίησης, ώστε να υπάρχει ενιαία και αντικειμενική (και δυνάμενη να διασταυρωθεί) μέθοδος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης.

Οι προγραμματικοί μας στόχοι

Φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων και φορολογική κλίμακα

Η διαχρονική μείωση των κλιμακίων φορολόγησης της φορολογικής κλίμακας είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ακύρωση του προοδευτικού της χαρακτήρα. Η μείωση του αριθμού των φορολογικών κλιμάκων και η κατάργηση της κατώτερης φορολογικής κλίμακας είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστεί το όποιο όφελος προέκυψε από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στη φορολογία φυσικών προσώπων. Αντίθετα, ευνοήθηκαν σημαντικά τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα. Για την αλλαγή αυτής της άδικης κατάστασης προτείνουμε:

Η φορολογική κλίμακα να είναι η ίδια για όλα τα φυσικά πρόσωπα (μισθωτοί, επαγγελματίες κ.λπ.), ανεξάρτητα από την πηγή του εισοδήματός τους (μισθοί, ενοίκια, κέρδη, μερίσματα, τόκοι κ.λπ.) και το είδος της εργασίας τους. Τυχόν ειδικά επιδόματα ή πρόσθετες αποζημιώσεις μισθωτών και συνταξιούχων πρέπει να ενσωματωθούν ως αυξήσεις στους μισθούς πριν τη φορολόγησή τους.

Να ενισχυθεί ο προοδευτικός χαρακτήρας της φορολογίας. Θα πρέπει να ελαφρύνει τα χαμηλά και μεσαία κλιμάκια και να μεταφέρει το βάρος στα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουμε:

(α) περισσότερα φορολογικά κλιμάκια,

(β) αύξηση φορολογικών συντελεστών για τα μεγάλα και τα πολύ μεγάλα εισοδήματα,

(γ) αύξηση αφορολόγητου ορίου και

(δ) ετήσια τιμαριθμοποίηση κλιμακίων και αφορολογήτου, με την κατάθεση του προϋπολογισμού.

Βασικός στόχος του φορολογικού συστήματος είναι και η διασφάλιση ότι κανένας πολίτης δεν βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε αυτή την κατεύθυνση, επαναφέρουμε την πρότασή μας για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και προτείνουμε την εισαγωγή αρνητικών φορολογικών συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων το ετήσιο εισόδημα βρίσκεται κάτω από όριο της φτώχειας.

Δεν μπορεί να υπάρχει μόνο προσωπικό αφορολόγητο όριο. Προτείνουμε και την ύπαρξη οικογενειακού αφορολόγητου ορίου. Η πρόταση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αποτελεί αντικίνητρο στην εργασία του/της συζύγου με το μικρότερο εισόδημα

Εκπτώσεις από το εισόδημα και μειώσεις φόρου. Το όλο πλέγμα των εκπτώσεων εισοδήματος και των μειώσεων φόρου πρέπει να αναθεωρηθεί προς τρεις κατευθύνσεις:

(α) Πρέπει να αυξηθούν το όρια των δαπανών που αναγνωρίζονται προς έκπτωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι αυτή τη στιγμή:

Δεν αναγνωρίζονται οι δαπάνες για φάρμακα (κατά το μέρος που βαρύνουν τους ασφαλισμένους).

Αναγνώριση των δαπανών ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης μόνο σε ποσοστό 20% από αυτά που πραγματικά κατέβαλε ο εργαζόμενος, ανώτατο ποσό προς μείωση φόρου 6.000 ευρώ.

Το ανώτατο ετήσιο μίσθωμα κύριας κατοικίας που αναγνωρίζεται προς έκπτωση είναι μόλις τα 1.200 ευρώ (δηλαδή μηνιαίο μίσθωμα 100 ευρώ) και από αυτό γίνεται μείωση φόρου κατά 20%, δηλαδή τελική μείωση φόρου 240 ευρώ.

Αναγνωρίζεται μόνο το 20% από τα δίδακτρα για φροντιστήρια εκπαιδευτικών μαθημάτων ή ξένων γλωσσών, με ανώτατο όριο μείωσης φόρου 220 ευρώ ανά τέκνο.

(β) Οι εκπτώσεις φόρου και οι μειώσεις εισοδήματος δεν πρέπει να γίνονται με τη χρησιμοποίηση σταθερών συντελεστών. Είναι άδικο να αναγνωρίζεις την έκπτωση π.χ. του ενοικίου με σταθερό συντελεστή 20% και για εκείνον που έχει εισόδημα 15.000 ευρώ και για εκείνον που έχει εισόδημα 60.000 ευρώ. Η χρησιμοποίηση στον υπολογισμό των μειώσεων εισοδήματος και των εκπτώσεων φόρου προοδευτικών αντί για σταθερούς συντελεστές θα αυξήσει εν γένει την προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας.

(γ) Πρέπει να αυξηθούν οι μειώσεις φόρου για κάθε παιδί. Ενδεικτικά προτείνουμε 1.500 ευρώ μείωση φόρου για το πρώτο παιδί, 2.000 ευρώ για το δεύτερο, 3.000 για το τρίτο. Ειδικά για τις οικογένειες με τρία και περισσότερα παιδιά, οι μειώσεις πρέπει να αυξηθούν δραστικά και να αποτελέσουν ουσιαστικό κίνητρο για το πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης. Επίσης, πρέπει να υπάρξουν ειδικά κίνητρα για τους φορολογούμενους που να αντιμετωπίζουν το θέμα του τόπου κατοικίας (πχ παραμεθόριες περιοχές), όσο και κίνητρα που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση-ανάδειξη περιοχών με ειδικά πολιτιστικά-τουριστικά χαρακτηριστικά.

Φορολογία νομικών προσώπων

Στο μεγάλο αυτό κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται τα εισοδήματα πολυεθνικών κολοσσών, μεγάλων επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία μαζί με την οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε απόγνωση χιλιάδες οικογένειες. Η μικρή επιχείρηση ήταν και είναι πιο ευάλωτη σε φορολογικούς ελέγχους και αποτελεί τον πιο εύκολο φοροεισπρακτικό στόχο μετά τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.

Πρέπει να αντιστραφεί η τάση μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τη φοροδοτική ικανότητα κάθε επιχείρησης, που σχετίζεται με το μέγεθος, τον κλάδο οικονομικής δραστηριοποίησης, τον τόπο. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουμε:

Αντιστροφή της τάσης μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, με στόχο τη μεσοπρόθεσμη σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 15. Επίσης, μετατόπιση του κέντρου βάρους της φορολόγησης από τα νομικά στα φυσικά (ή και νομικά) πρόσωπα που οικειοποιούνται τελικά τα κέρδη με τη μορφή μερισμάτων, stock options κ.λπ., με τη θέσπιση υψηλότερων συντελεστών στα διανεμόμενα κέρδη.

Ο προσδιορισμός των κερδών των επιχειρήσεων με λογιστικό τρόπο (έσοδα - έξοδα = κέρδος) πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις επιχειρήσεις. Ο λογιστικός προσδιορισμός πρέπει να συνδυαστεί και με τη δυνατότητα μεταφοράς της ζημιάς που πιθανώς προκύπτει σε επόμενη χρήση.

Ο προσδιορισμός των κερδών για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να γίνεται με λογιστικό τρόπο, με ταυτόχρονη όμως απλοποίηση της διαδικασίας τήρησης των βιβλίων τους, έτσι ώστε να είναι εύχρηστα και λειτουργικά για τον επιχειρηματία και τις φορολογικές αρχές. Τα μέτρα αυτά θα μπορέσουν να απελευθερώσουν τον ελεγκτικό μηχανισμό, ο οποίος θα πρέπει επιτέλους να στραφεί στις μεγάλες και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Μέτρα αντικειμενικοποίησης της φορολογίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μπορούν να εφαρμοστούν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το πλαίσιό τους θα είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού διαλόγου και συμφωνίας όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών.

Ωστόσο, σε καμία περίπτωση η αντικειμενικοποίηση της φορολογίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να έχει σχέση με τις γνωστές ισοπεδωτικές και εκβιαστικές λογικές που εφαρμόστηκαν με τα περιβόητα αντικειμενικά κριτήρια παλαιότερα ή με το μέτρο της «συνάφειας», το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Οι θεσμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς για να υπονομεύσουν τη θεμελιακή και διεθνώς παραδεκτή αρχή της αντικειμενικοποίησης της φορολογίας και επιβάρυναν μονόπλευρα και δυσανάλογα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε τη φορολόγησή τους βάσει ενός αντικειμενικοποιημένου συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, στόχος του οποίου θα είναι, εκτός των άλλων, να μειώσει το διοικητικό τους κόστος, είτε τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης με λογιστικό τρόπο.

Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) και Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ)

Η επαναφορά του ΦΑΠ σε ισχύ ήταν ένα μακροχρόνιο αίτημα πολιτικών φορέων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η ατελής εφαρμογή του στη δεκαετία του 1980, καθώς και η απουσία πολιτικής βούλησης για να λειτουργήσουν οι αναγκαίοι μηχανισμοί ελέγχου του φόρου αυτού, ήταν η αιτία για τα πολύ χαμηλά έσοδά του. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τη μετέπειτα κατάργηση του φόρου, που ακύρωσε στην πράξη ελέγχους που είχαν ξεκινήσει ή είχαν ολοκληρωθεί. Ωστόσο, ο αρχικός στόχος του ΦΑΠ, δηλαδή η μεγάλη και η πολύ μεγάλη περιουσία, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.

Η κατάργηση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) και η αντικατάστασή του από το Ενιαίο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΕΤΑΚ) αποτέλεσε μια προκλητική μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τους ιδιοκτήτες μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο σύνολο των πολιτών. Για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, προτείνουμε την επαναφορά του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας με την ύπαρξη πολλών κλιμακίων, όπου το χαμηλότερο θα είναι 6 τοις χιλίοις και θα αυξάνεται κατά μία μονάδα ανά 300.000 ευρώ αντικειμενικής αξίας. Ως αφορολόγητο όριο για τον ΦΑΠ προτείνουμε ατομικό όριο 250.000 ευρώ.

Ο ΦΑΠ πρέπει να αποτελέσει αποκλειστικό έσοδο των ΟΤΑ και πρέπει να είναι το πρώτο βήμα για τη μεταφορά όλων των φορολογιών που σχετίζονται με τα ακίνητα (Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτων κ.λπ.) στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο ΦΑΠ πρέπει να ελέγχεται και να εισπράττεται από τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό του Υπουργείου Οικονομικών, για λόγους υποδομής, διασταυρώσεων και αποφυγής γραφειοκρατικών διατυπώσεων. Είναι αναγκαίο όμως ταυτόχρονα οι φορείς της αυτοδιοίκησης να αποκτήσουν τη δυνατότητα ελέγχου και συνεργασίας με το μηχανισμό αυτό.

Για την βεβαίωση και είσπραξη του ΦΑΠ είναι αναγκαία:

Η αξιοποίηση και η ελεγκτική διασταύρωση μηχανογραφημένων αρχείων του δημοσίου, όπως της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, της ΕΥΔΑΠ και όποιων άλλων τυχόν υπάρχουν (ΑΤΕ, υποθηκοφυλάκεια, Πολεοδομία κ.λπ.)

Ο σχεδιασμός για ελεγκτική αξιοποίηση του Κτηματολογίου.

Η θέσπιση τιμαριθμοποίησης σε τακτά χρονικά διαστήματα της φορολογικής κλίμακας και των αφορολογήτων, καθώς και η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων (επιβολή προστίμων, ποινών κ.λπ.) στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

Προτείνουμε την αύξηση των αφορολόγητων ορίων για τη μεταβίβαση, την κληρονομιά και τη δωρεά ακίνητης περιουσίας. Ο φόρος αυτός πρέπει να έχει στόχο τη μεταβίβαση μεγάλων και πολύ μεγάλων περιουσιακών στοιχείων.

Τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων

Τα τεκμήρια διαβίωσης, στο μέτρο που εντάσσονταν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πάταξης της φοροδιαφυγής, θα μπορούσαν να παίξουν ένα ρόλο στον κατ' αρχήν γενικό προσδιορισμό του φορολογικού εισοδήματος. Ωστόσο, ο προσδιορισμός του εισοδήματος δεν πρέπει να στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε τεκμήρια διαβίωσης. Υπ' αυτή την έννοια, είναι πρώτιστης προτεραιότητας ζήτημα η δημιουργία ενός αξιόπιστου, αντικειμενικού, δίκαιου και αποτελεσματικού μοντέλου λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη διαπίστωση και είσπραξη των φόρων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα τεκμήρια διαβίωσης θα μπορούσαν να δράσουν συμπληρωματικά προκειμένου να αντιμετωπιστούν κραυγαλέες περιπτώσεις φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής.

Ωστόσο, είναι απαράδεκτο να διατηρούνται σε ασυλία ως προς τα τεκμήρια περιπτώσεις όπως η αγορά ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ., η αγορά εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, οι καταβολές για ίδρυση ή και αύξηση κεφαλαίου Ανώνυμης Εταιρείας. Είναι προκλητικό να υπάρχει τεκμήριο για έναν μισθωτό για την αγορά αυτοκινήτου 6.000 ευρώ και να μην υπάρχει για τον κεφαλαιούχο όταν ιδρύει μια ΑΕ με κεφάλαιο 60.000.000 ευρώ!

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να επεκταθούν τα τεκμήρια σε κάθε αλλαγή της περιουσιακής κατάστασης του φορολογουμένου, ώστε να σταματήσουν οι «νόμιμες» διαδικασίες ξεπλύματος χρήματος. Επίσης, οι φοροελεγκτικοί μηχανισμοί να αποκτήσουν τις δυνατότητες και να θεσμοθετηθούν ουσιαστικές διαδικασίες ελέγχου του τεκμηρίου, για τη σύλληψη των τεράστιων ποσών που σήμερα διαφεύγουν.

Φορολογικά κίνητρα, ειδικές φορολογίες, φοροαπαλλαγές

Το σύνολο των φοροαπαλλαγών, των φορολογικών κινήτρων και των ειδικών φορολογικών καθεστώτων (π.χ. εκκλησιαστική περιουσία, εφοπλιστές, βουλευτές) πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τη σκοπιμότητά τους από μηδενική βάση.

Απαιτείται επαναξιολόγηση όλων των φορολογικών - αναπτυξιακών κινήτρων που ισχύουν σήμερα. Καθιέρωση φορολογικών κινήτρων με σαφείς, διαφανείς, ελέγξιμες διαδικασίες και σαφή στοχοθεσία (ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών της χώρας, αύξηση απασχόλησης, αειφόρος ανάπτυξη, ενίσχυση κλάδων και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παράδοση, τον πολιτισμό και την πολιτιστική μας ταυτότητα κ.λπ.).

Πρέπει να υπάρξει πρόσθετη ειδική φορολόγηση όλων των επιχειρήσεων με δραστηριότητα γύρω από τα τυχερά παιχνίδια.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας

Στόχος της πολιτικής μας είναι η αλλαγή της σχέσης άμεσων - έμμεσων φόρων αφενός μέσω της ενίσχυσης των εσόδων από τους άμεσους φόρους και αφετέρου μέσω της μείωσης των έμμεσων φόρων. Αυτό μπορεί να γίνει με δραστικά μέτρα περιορισμού της άδικης έμμεσης φορολογίας, η οποία πλήττει κυρίως τα εισοδήματα που βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο. Προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνουμε την επαναξιολόγηση του ΦΠΑ με τρόπο ώστε να μειώνεται το κόστος για βασικά είδη (όπως είναι π.χ. οι παιδικές τροφές ή τα είδη προσωπικής ανάγκης των ατόμων με αναπηρία) και παράλληλα να παρέχονται κίνητρα για δράσεις ή προϊόντα που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος, τη βιολογική διατροφή, την επισκευή-συντήρηση διατηρητέων κτιρίων κ.ά.

Επίσης, κάθε αύξηση της έμμεσης ή άμεσης φορολογίας πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από ειδική μελέτη η οποία θα αποτιμά με αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο τα προσδοκώμενα έσοδα, τις συνέπειες του μέτρου για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις ομάδες του πληθυσμού που θα επιβαρυνθούν.

Πράσινοι φόροι

Οι λεγόμενοι πράσινοι φόροι, πέρα και ανεξάρτητα από το εισπρακτικό τους αποτέλεσμα, αποτελούν ένα μέσο πολιτικής που η οικολογική κρίση καθιστά αναγκαίο, στο πλαίσιο βεβαίως ολοκληρωμένων πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Αποδεκτοί πράσινοι φόροι είναι εκείνοι που παράγουν ένα ορατό οικολογικό αποτέλεσμα και ταυτόχρονα καθιστούν το φορολογικό σύστημα κοινωνικά δικαιότερο. Ο στόχος των πράσινων φόρων πρέπει να είναι διττός: από τη μια πρέπει να στοχεύουν στην κατανάλωση ρυπογόνων προϊόντων και από την άλλη στην παραγωγή τους (ρυπογόνες βιομηχανίες).

Βάσει των παραπάνω, προτείνουμε:

Οι ρύποι, οι εκπομπές και οι πρώτες ύλες να φορολογούνται ανάλογα με την επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλον.

Μειωμένος ΦΠΑ για τεχνολογίες εξοικονόμησης και ΑΠΕ.

Φορολογικά μέτρα για τη διευκόλυνση των οικιακών εφαρμογών φωτοβολταϊκών. Ο οικιακός καταναλωτής που εγκαθιστά φωτοβολταϊκό σύστημα και διαθέτει την παραγόμενη ενέργεια στο δίκτυο να μη θεωρείται επιτηδευματίας. Ειδικά για τους οικιακούς μικροπαραγωγούς, απαλλαγή από τον ΦΠΑ και τη φορολογία εισοδήματος για τα συγκεκριμένα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση ηλιακού ηλεκτρισμού.

Λειτουργία της φορολογικής διοίκησης

Οποιοδήποτε φορολογικό σύστημα δεν είναι αποτελεσματικό χωρίς αξιόπιστο φορολογικό μηχανισμό και αξιόπιστες γενικά φορολογικές υπηρεσίες. Η λειτουργία γενικά της φορολογικής διοίκησης πρέπει να αντιμετωπισθεί με ολοκληρωμένο και μακρόπνοο σχεδιασμό και να εντάσσεται σαν τμήμα στον γενικότερο σχεδιασμό του φορολογικού θεσμικού πλαισίου. Πρέπει πρώτα να αποσαφηνιστεί τι φορολογικό σύστημα θέλουμε και μετά να καταλήξουμε στη μορφή της οργάνωσης των υπηρεσιών που θα το υλοποιήσουν. Η πρόταση αυτή, όσο απλή και να ακούγεται, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στο Υπουργείο Οικονομικών! Σήμερα χιλιάδες πολίτες δαπανούν καθημερινά πολύτιμες εργατοώρες σε τεράστιες ουρές, σε πολυδαίδαλες διαδικασίες, μέσα σε κτίρια χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας και χωρίς καμία πρόνοια για τα άτομα με αναπηρίες. Ταυτόχρονα, η μηχανοργάνωση των υπηρεσιών καρκινοβατεί, δεν έχει σαφή ημερομηνία λήξης και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ορισμένες φορές απλές ανάγκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ελεγκτές ολοκληρώνουν ελέγχους επιχειρήσεων χωρίς να διαθέτουν όλες τις φορολογικές διασταυρώσεις μηχανογραφικών στοιχείων για τα σχετικά έτη.

Προτείνουμε:

Προγραμματισμό και λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων ώστε σε ένα ορατό βάθος χρόνου οι φορολογικές υπηρεσίες να λειτουργούν χωρίς να απαιτείται η παρουσία του πολίτη στις εφορίες, παρά μόνο για ειδικούς ή έκτακτους λόγους. Προτείνουμε τη συλλογή των στοιχείων που αφορούν τις φορολογικές δηλώσεις των μισθωτών και συνταξιούχων από το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών (από εργοδότες, τράπεζες, ταμεία κ.λπ.). Την αποστολή στον φορολογούμενο προεκτυπωμένης δήλωσης μαζί με τη σχετική εκκαθάριση. Ο φορολογούμενος είτε αποδέχεται τη δήλωση είτε απευθύνεται στην εφορία του για πιθανό λάθος.

Καθιέρωση υποχρέωσης της εφορίας να συλλέγει κάθε δικαιολογητικό ή στοιχείο που της είναι απαραίτητο στην επαφή της με τον πολίτη από άλλες υπηρεσίες - φορείς του δημοσίου (τράπεζες, ταμεία κ.λπ.).

Καθιέρωση ενός μόνο αριθμού που θα αντικαταστήσει τους αριθμούς ταυτότητας, φορολογικού μητρώου, μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) κ.λπ.

Πλήρη μηχανοργάνωση όλων των υπηρεσιών και όλων των διαδικασιών του Υπουργείου Οικονομικών το αργότερο μέσα στο 2012. Ένταξη αυτής της μηχανοργάνωσης σε έναν γενικότερο σχεδιασμό μηχανοργάνωσης του δημόσιου τομέα και δυνατότητα διασύνδεσής του με τράπεζες, μεγάλους οργανισμούς κ.λπ.

Καθιέρωση της λογιστικής τυποποίησης σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις και εφαρμογή πολιτικών που θα εξυγιάνουν τις αδιαφανείς και νόθες λογιστικές πρακτικές.

Διενέργεια κάθε διαδικασίας που αφορά παραλαβή, επεξεργασία, εκκαθάριση και έλεγχο φορολογικών δηλώσεων από δημόσιους υπαλλήλους και δημόσιες υπηρεσίες. Η πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων θα πρέπει να μπορεί να γίνεται και από δημόσιες υπηρεσίες.

Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του κομματισμού

Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής αποτελεί το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζει το φορολογικό σύστημα. Για το ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν σχετίζεται μόνο με την απώλεια εσόδων για το κράτος αλλά κυρίαρχα με τη νοοτροπία που καλλιεργείται στους πολίτες. Χωρίς να παραβλέπουμε τις συνθήκες που τη γενούν, πρέπει να τονίσουμε ότι η φοροδιαφυγή είναι βαθύτατα αντικοινωνική συμπεριφορά και δεν δικαιολογείται, όποιος και αν την υιοθετεί. Κατανοούμε τις αιτίες που τη δημιουργούν, αλλά δεν τη δικαιολογούμε.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας έχουν τεράστια ευθύνη, γιατί επί δεκαετίες εκπαίδευσαν την κοινωνία στο να φοροδιαφεύγει, με αποτέλεσμα η πρακτική της φοροδιαφυγής να αφορά σήμερα εξαιρετικά διευρυμένα κοινωνικά στρώματα.

Η πάταξη της φοροδιαφυγής συνιστά πρωτίστως πολιτική απόφαση. Η ελληνική πολιτεία διαθέτει και τους μηχανισμούς και το προσωπικό προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα. Η δυνατότητα εκτεταμένης φοροδιαφυγής που δόθηκε από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας λειτούργησε ως βαλβίδα ασφαλείας για τον περιορισμό των συνεπειών ενός άδικου φορολογικού συστήματος.

Η ευθύνη για την κατάσταση αυτή ανήκει κυρίως στην εκάστοτε πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία, η οποία φυσικά συντονίζει, επωφελείται και χρησιμοποιεί τον φορολογικό μηχανισμό για συναλλαγές κάθε είδους.

Αναγνωρίζουμε ότι και ένα τμήμα των εργαζομένων στις ελεγκτικές υπηρεσίες έχει ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον γιατρό που παίρνει φακελάκι, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον εφοριακό που λαδώνεται. Δεν είναι αριστερή η άποψη που επιλέγει να κρύψει κάτω από το χαλί τις ευθύνες των εργαζομένων. Δεν είναι αριστερή, διότι έτσι αναπαράγεται ένα ιδιότυπο καθεστώς τρομοκρατίας απέναντι σε όσους επιλέγουν να κάνουν με συνέπεια την δουλειά τους, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που βρέθηκαν στα δικαστήρια και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα υπάλληλοι που επέλεξαν να αντιταχθούν στο σύστημα καταγγέλλοντας αυτές τις πρακτικές. Δεν είναι αριστερή, γιατί αυτή η κατάσταση στοχοποιεί όλους τους εργαζομένους αδιακρίτως και χρησιμοποιείται ως άλλοθι προκειμένου να περάσουν οι πλέον αντεργατικές ρυθμίσεις, που επιδεινώνουν τη θέση τους, να ανοίξει ο δρόμος σε «αδιάφθορους ιδιώτες» και να συκοφαντηθεί καθετί δημόσιο.

Η αντιμετώπιση της διαφθοράς οφείλει να στηρίζεται σε σαφείς δομές και αξιόπιστες και διαφανείς διαδικασίες, όπως είναι:

Η κατάργηση του φορολογικού απορρήτου για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της εφορίας και γνωστοποίηση όσων στοιχείων ζητούνται, εκτός από αυτά που αφορούν την ασφάλεια του πολίτη.

Η παρακολούθηση και τεκμηρίωση των υποθέσεων που επιλέγονται για έλεγχο, των αποτελεσμάτων του ελέγχου, καθώς και της έκβασης της υπόθεσης μέχρι αυτή να οριστικοποιηθεί με συμβιβασμό ή με δικαστική απόφαση.

Η δημιουργία μόνιμου ηλεκτρονικού μητρώου φορολογικών ελεγκτών, στο οποίο θα καταγράφονται και θα παρακολουθούνται διαρκώς η πορεία και το αποτέλεσμα των υποθέσεων που ελέγχθηκαν ή ελέγχονται, η σύνθεση της υπηρεσιακής δομής των υπηρεσιών στις οποίες υπηρέτησε και υπηρετεί ο ελεγκτής, η σύνθεση της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων που ελέγχθηκαν και ελέγχονται, καθώς και των οικονομικών υπευθύνων - λογιστών τους, ανά ελεγκτή.

Η θέσπιση συγκεκριμένου πλαισίου με μετρήσιμα και διαφανή κριτήρια για την αξιοκρατική επιλογή, προαγωγή, μετακίνηση, επιμόρφωση κ.λπ. του προσωπικού των εφοριών. Διασφάλιση αξιοκρατικών διαδικασιών ανέλιξης του προσωπικού βάσει αυστηρών αντικειμενικών κριτηρίων (χρόνια προϋπηρεσίας, ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης, πιθανές εξετάσεις) χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης της πολιτικής ηγεσίας. Η αποκομματικοποίηση της διαδικασίας εξέλιξης του προσωπικού αποτελεί αναγκαίο συστατικό ενός αδιάφθορου συστήματος δημόσιας διοίκησης.

Η αναβάθμιση και διοικητική ανεξαρτησία των οικονομικών επιθεωρητών. Καθορισμός πρότυπων διαδικασιών με στόχο την ουσιαστική τους λειτουργία.

Η ουσιαστική εφαρμογή του πόθεν έσχες για όσους εμπλέκονται στον καταλογισμό και την είσπραξη της φορολογητέας ύλης

Η καθιέρωση κινήτρων στην επιχείρηση για την αποκάλυψη διεφθαρμένων εφοριακών. Καθιέρωση κινήτρων στους ελεγκτές για την αποκάλυψη διεφθαρμένων επιχειρηματιών και λογιστών. Λήψη μέτρων για να μην κατηγορηθούν άδικα πολίτες και να προφυλαχθούν υπάλληλοι από σκηνοθετημένες πρακτικές.

Η καθιέρωση βαθμού συνυπευθυνότητας των προϊσταμένων (επόπτη και διευθυντή) του ελεγκτή που παραπέμπεται για υπόθεση διαφθοράς.

Φορολογικός έλεγχος

Προτείνουμε ο τακτικός φορολογικός έλεγχος να είναι αποτέλεσμα τόσο τυχαίου δείγματος όσο και δείγματος που θα καθορίζεται με βάση το αντικείμενο, την πορεία των οικονομικών στοιχείων διαφόρων κλάδων και την ύπαρξη στοιχείων που τον καθιστούν απαραίτητο. Επιχειρήσεις Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Εργοληπτών Δημόσιων Έργων, καθώς και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στο παραπάνω δείγμα. Προτείνουμε επίσης:

Να διασφαλισθεί τόσο η ακεραιότητα της διαδικασίας επιλογής της επιχείρησης που θα ελεγχθεί όσο και όλου του ελέγχου.

Να έχει ο ελεγκτής σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα στοιχεία από τα αρχεία των φορολογικών υπηρεσιών και τα στατιστικά στοιχεία από ομοειδείς επιχειρήσεις για να μπορεί να οδηγηθεί σε σωστά συμπεράσματα.

Παράλληλα με τον τακτικό φορολογικό έλεγχο, πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν και τα άλλα είδη ελέγχου και οπωσδήποτε οι επανέλεγχοι κάθε μορφής.

Να καθοριστεί πάγια διαδικασία καταγραφής, αξιολόγησης και τροποποίησης των εκπιπτόμενων δαπανών των επιχειρήσεων, σύνηθες πεδίο αυθαίρετων ελεγκτικών διαπιστώσεων και κάθε μορφής συναλλαγών.

Να καταργηθεί η θεώρηση των φορολογικών στοιχείων.

Να καθιερωθούν διαδικασίες ελέγχου του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Η διαδικασία του ελέγχου πρέπει να αποτελεί μια τυποποιημένη διαδικασία βάσει εγγράφων και άλλων στοιχείων που ο ελεγκτής θα έχει στη διάθεσή του. Σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί η μακροχρόνια εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν υιοθετήσει τέτοια συστήματα.

Η χρήση των νέων τεχνολογιών μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στη διαδικασία της διασταύρωσης στοιχείων και στην αυτόματη καταγραφή των ασυνεπειών που εμφανίζονται, έτσι ώστε αφενός να καθίσταται δυσκολότερη η απόκρυψη εισοδημάτων και αφετέρου να μην είναι δυνατή η εκ των υστέρων παρέμβαση του «δαίμονα της εφορίας» για την αλλαγή των στοιχείων. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουμε, εκτός των «παραδοσιακών» στοιχείων που αποτελούν εισροή του συστήματος, να χρησιμοποιηθούν και άλλες πληροφορίες (π.χ. η κατανάλωση ρεύματος, οι καταθέσεις στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του προσωπικού, η συσχέτιση με τους εθνικούς λογαριασμούς του κλάδου κ.λπ.).

Προτείνουμε την αναμόρφωση της διαδικασίας ελέγχου, προκειμένου να περιοριστεί στο ελάχιστο η επαφή του φορολογουμένου με τον ελεγκτή. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι κατά τα πρώτα στάδια του ελέγχου ο ελεγκτής δεν θα γνωρίζει τα στοιχεία (όνομα, διεύθυνση, υπεύθυνος κατά το νόμο) της επιχείρησης ή του φυσικού προσώπου που ελέγχει. Η διαδικασία του ελέγχου πρέπει να αποτελεί μια τυποποιημένη διαδικασία βάσει εγγράφων και άλλων στοιχείων που ο ελεγκτής θα έχει στη διάθεσή του. Σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί η μακροχρόνια εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν υιοθετήσει τέτοια συστήματα.

Σήμερα είναι υποχρεωτικό οποιαδήποτε συναλλαγή ξεπερνά τα 15.000 ευρώ να πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσω προσωπικής επιταγής ή τραπεζικού λογαριασμού. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, μολονότι είναι αναγκαίες ορισμένες βελτιώσεις (κυρίως για την αντιμετώπιση του προβλήματος των πλαστών τιμολογίων), το μέτρο έχει αποδώσει ικανοποιητικά. Στη βάση αυτή, προτείνουμε να επεκταθεί η εφαρμογή του και σε όσες συναλλαγές υπερβαίνουν τις 5.000 ευρώ.

Η υποχρεωτική καταβολή της μισθοδοσίας μέσω τραπεζικού λογαριασμού μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτύπωση των εισοδημάτων και των δαπανών και να αποτελέσει εργαλείο αντιμετώπισης της εισφοροδιαφυγής. Σε αυτή τη βάση, προτείνουμε τη θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των επιχειρήσεων να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους αποκλειστικά μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Τα στοιχεία αυτά θα αποτελούν εισροές του πληροφοριακού συστήματος της εφορίας.

Αποτελεσματική εφαρμογή του πόθεν έσχες για όσους εμπλέκονται στον καταλογισμό και στην είσπραξη της φορολογητέας ύλης.

.