.

ΣΤΟΧΟΣ 20
Για ένα κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς, για τη συμμετοχή των πολιτών

.

Η παρούσα κατάσταση - Οι τάσεις

Στη σημερινή συγκυρία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πρέπει να ξανασκεφτούμε την κοινότοπη αντίληψη ότι ο καπιταλισμός αφορά την αγορά και ο σοσιαλισμός αφορά το κράτος. Το κράτος -με τους θεσμούς του- έχει κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική συσσώρευση: οργανώνει την κοινωνία και την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, οργανώνει όχι μόνο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές μορφές που επενδύουν τις σχέσεις αυτές. Το κράτος είναι λοιπόν ο κεντρικός μηχανισμός που συμπυκνώνει τον κυρίαρχο συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία και ασκεί την εξουσία, κρατώντας πάντα έναν ρόλο-κλειδί στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Το κράτος προήγαγε και τις βασικές πολιτικές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του «λιγότερου κράτους», όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο (ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών), αλλά και στο πολιτικό: μεταφορά αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικούς θεσμούς (εκτός κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου), αλλά και ένα νέο μοντέλο δημοκρατίας που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως τεχνοκρατική διαχείριση.

Tο παραπάνω πλαίσιο εξειδικεύτηκε στο μοντέλο της «Διακυβέρνησης», που υιοθετήθηκε και σε παγκόσμιο επίπεδο (Συναίνεση της Ουάσινγκτον) και στο ευρωπαϊκό (Λευκή Βίβλος του 2001). Η στροφή στη «Διακυβέρνηση» σήμανε καταρχάς μια νέα σχέση δημόσιου-ιδιωτικού, σε βάρος βεβαίως του δημόσιου: ιδιωτικοποιήσεις και συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, απορρύθμιση της αγοράς (αποδυνάμωση των μηχανισμών εποπτείας της), αλλά και μια νέα σχέση κράτους/δημόσιας διοίκησης και πολίτη, όπου ο πολίτης αντιμετωπίζεται απλώς ως πελάτης-χρήστης υπηρεσιών.

Παράλληλα, μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες και ευθύνες από το κράτος και τη γραφειοκρατική διοίκηση προς νεοπαγείς φορείς δημόσιας εξουσίας. Οι κρατικές πολιτικές περιφερειοποιήθηκαν, μεταφέροντας προς τις αποκεντρωμένες αυτοδιοικητικές μονάδες αρμοδιότητες αλλά όχι και τους ανάλογους πόρους ή πραγματικές δυνατότητες άσκησης πολιτικής. Έγινε ευρύτατη χρήση του θεσμού των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών που ενίοτε υποκατέστησαν τη διοίκηση σε θέματα ρύθμισης και εποπτείας Ταυτόχρονα, επεκτάθηκαν θεσμοί κοινωνικού διαλόγου, αλλά και διαμορφώθηκαν δίκτυα πολιτικής θεματικά και επαγγελματικά (κάτι σαν ομάδες πίεσης), δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο συμμετοχής που ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «κοινωνία των πολιτών», αλλά στην πραγματικότητα αποδυνάμωσε την ουσία της δημοκρατικής συμμετοχής, υπονόμευσε τις προϋποθέσεις για μια γνήσια κοινωνία ενεργών πολιτών.

H πολιτική αποπολιτικοποιήθηκε, η δημοκρατική συμμετοχή μεταλλάχθηκε σε έναν απολίτικο «κοινωνικό διάλογο» -υπό τον μεγαλεπήβολο τίτλο «διαβούλευση»- που δεν δεσμεύει την εξουσία, και τα πρωτεία στην ουσιαστική χάραξη των πολιτικών κατευθύνσεων της κοινωνίας πήρε μια ελίτ τεχνοκρατών που δεν υπάγεται σε κοινωνικό έλεγχο από τους πολίτες. Η άλλη όψη της εμπορευματοποίησης κάθε δημόσιου αγαθού, αλλά και της αναίρεσης της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στις πολιτικές επιλογές, ήταν η ένταση του αυταρχισμού, ο περιορισμός των κάθε είδους δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί αυταρχικά ένα κλίμα κοινωνικής συναίνεσης και ειρήνης.

Η κατάσταση στην Ελλάδα: Από την πελατεία στον αμέτοχο πολίτη-πελάτη

Το μοντέλο εφαρμόστηκε και στη χώρα μας, αλλά σε μια κρατική και θεσμική δομή με ιδιαίτερες παθογένειες, που ούτε ο «εκσυγχρονισμός» ούτε και η «επανίδρυση του κράτους» κατάφερε ή επιχείρησε καν να θεραπεύσει.

Εφαρμόστηκε σε ένα κράτος αναποτελεσματικό, όπου οι κρατικές παρεμβάσεις στη διοίκηση, οι κομματικές παρεμβάσεις εν γένει και οι δεσμοί με άλλα κέντρα εξουσίας (ΜΜΕ, οικονομικά συμφέροντα) ήταν -και έγιναν ακόμη περισσότερο- ο κανόνας. Σε ένα κράτος που δημιουργεί μια ανορθολογική πολυνομία ενώ ταυτόχρονα ανέχεται μια γενικευμένη ανομία και επιδεικνύει πλήρη απουσία βούλησης να επιβάλει στοιχειωδώς τους νόμους (ας σκεφθούμε τις εφορίες, τις πολεοδομίες κλπ). Που οργανώθηκε και οργανώνεται με πλήρη αναξιοκρατία, με αυθαιρεσία, χωρίς να δίνει λόγο στην κοινωνία για τις πράξεις του, χωρίς καμία αξιολόγηση της κοινωνικής του αποτελεσματικότητας. Και αυτό το κράτος, τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο συντήρησε τις «παραδοσιακές» δομές υποταγής των πολιτών και μετατροπής τους σε πελάτες του πολιτικού συστήματος, αλλά και αντιμετώπισε επιπλέον τον πολίτη ως πελάτη-χρήστη υπηρεσιών με κερδοσκοπικούς όρους αγοράς. Και επίσης, απολύτως προσαρμοσμένο στα δόγματα του ύστερου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το κράτος έγινε δομικά επιθετικό απέναντι στην κοινωνία, περιστέλλοντας αντί να προασπίζει και να επεκτείνει τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Αυτές οι αντιδημοκρατικές εξελίξεις τροφοδοτούν αλλά και τροφοδοτούνται από την ανεπάρκεια, τον αναχρονισμό και την υποβαθμισμένη λειτουργία των θεσμών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Εκφράσεις του προβλήματος είναι η παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας και η έλλειψη θεσμών ουσιαστικού ελέγχου της, ο υπερσυγκεντρωτικός χαρακτήρας του κράτους και η απουσία περιφερειακής συγκρότησης, η ταύτιση κυβέρνησης και κράτους, το καθεστώς ασυδοσίας που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα ιδιωτικά.

Η στρατηγική μας κατεύθυνση: Εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος και νέα πεδία δημοκρατίας - Για μια νέα ιδιότητα του πολίτη

Με τους προγραμματικούς μας στόχους προτείνουμε ένα διαφορετικό πλαίσιο δημοκρατικής οργάνωσης της συλλογικής ζωής, με δημόσια λογοδοσία, κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο και προγραμματισμό, που θα διασφαλίζονται από τη συνολική αναδιάρθρωση των δημοκρατικών θεσμών. Μόνο έτσι μπορεί να ενθαρρύνεται η ενεργητική συμμετοχή των πολιτών σε κάθε τομέα της ζωής, της παραγωγής, της κοινωνίας. Μόνο έτσι μπορούμε να πετύχουμε μια αναβάθμιση της πολιτικής μέσα από μορφές και διαδικασίες έμμεσης και όπου είναι δυνατό άμεσης συμμετοχής, ώστε να οργανώνεται δημοκρατικά η κοινωνία, αλλά και μια νέα ιδιότητα του πολίτη, που μέσα από την πλήρη κατοχύρωση ουσιαστικών και όχι τυπικών δικαιωμάτων και ελευθεριών θα συμβάλλει στην κοινωνική δικαιοσύνη και τη συλλογική ευημερία. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για την κατάκτηση του κεντρικού πολιτικού μας στόχου: την ανάκτηση του δημόσιου χώρου σε όλες του τις διαστάσεις, από την εργασία και την παραγωγή μέχρι την παιδεία, την πρόνοια, τη διοίκηση και αυτοδιοίκηση, τον πολιτισμό και την καθημερινή ζωή. Γιατί το αξιακό μας πλαίσιο, ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, σημαίνει διαρκή εμπλουτισμό και εμβάθυνση της δημοκρατίας μέχρι τις ύστατες συνέπειές της.

Για τη μετάβαση λοιπόν σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς και δημοκρατικούς θεσμούς, διεκδικούμε τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, που για μας σημαίνει δημοκρατικότερο εκλογικό σύστημα (απλή αναλογική σε όλα τα αιρετά σώματα), κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της πολιτικής από οικονομικά συμφέροντα (έλεγχος του πολιτικού χρήματος), αναβάθμιση της λειτουργίας της Βουλής και γενικά του κοινοβουλίου έναντι της αυτονόμησης της εκτελεστικής εξουσίας και του πρωθυπουργοκεντρικού μοντέλου. Ταυτόχρονα θεωρούμε κομβικό διακύβευμα την υπαγωγή της οικονομίας αλλά και κάθε κοινωνικής δραστηριότητας στην πολιτική, δηλαδή σε διαδικασίες συλλογικής, ισότιμης και δημοκρατικής απόφασης.

Στο πλαίσιο αυτό, διεκδικούμε τον δημοκρατικό έλεγχο του προϋπολογισμού και εν γένει της οικονομικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης, ενώ επιδιώκουμε να επεκτείνουμε τα πεδία δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων τόσο τοπικά και στοχευμένα (τοπική δημοκρατία, τοπικά δημοψηφίσματα, συμμετοχικός προϋπολογισμός) όσο και με τον εμπλουτισμό των εν γένει δημοκρατικών διαδικασιών, με νέες μορφές έμμεσης και άμεσης συμμετοχής ή με την οργανική ενσωμάτωση των κοινωνικών κινημάτων και οργανώσεων (ΜΚΟ κλπ) στις δομές δημοκρατικής συμμετοχής σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Επιδιώκουμε τον ουσιαστικό διαχωρισμό των εξουσιών, την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία, την άμεση απονομή της και την απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτή όλων των πολιτών, τον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας.

Οι προγραμματικοί μας στόχοι

Η δημοκρατία στους θεσμούς

Για την αναβάθμιση της λειτουργίας του κοινοβουλίου

Η τάση προς ένα πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο και προς την αυτονόμηση της εκτελεστικής εξουσίας από τον πολιτικό έλεγχο που ασκείται στο κοινοβούλιο είναι θεμελιακό χαρακτηριστικό του σύγχρονου αυταρχικού κράτους. Ενάντια σε αυτή την αντιδημοκρατική προοπτική, διεκδικούμε την αναβάθμιση της νομοθετικής εξουσίας, της Βουλής, όπου αποτυπώνονται και εκπροσωπούνται οι κοινωνικοί συσχετισμοί και ελέγχεται η εξουσία, διατυπώνοντας μια σειρά προτάσεις όπως:

Η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής να αποτελεί δικαίωμα της μειοψηφίας

Η καταψήφιση του προϋπολογισμού να μη σημαίνει πτώση της κυβέρνησης αλλά η Βουλή να μπορεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του

Η Βουλή να έχει γνώμη για τις εξαγορές δημόσιων επιχειρήσεων μείζονος σημασίας

Οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ να ψηφίζονται με αυξημένη πλειοψηφία. Μετά από 6 μήνες, ο νέος διοικητής κάθε ΔΕΚΟ να είναι υποχρεωμένος να καταθέσει στη Βουλή το σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο

Να αναβαθμιστεί η διαδικασία νομοθετικής πρωτοβουλίας βουλευτών και κομμάτων: θα πρέπει να έρχονται υποχρεωτικά προς ψήφιση όλα τα νομοσχέδια που κατατίθενται, συμπεριλαμβανομένων και όσων καταθέτουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή μεμονωμένοι βουλευτές

Να μην έρχεται σε συζήτηση κανένα νομοσχέδιο εάν δεν συνοδεύεται από τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η Βουλή να ασκεί το δικαίωμα να διατυπώνει αποφασιστική γνώμη σχετικά με τις Κοινοτικές Οδηγίες και Κανονισμούς κατά τη διαπραγμάτευσή τους. Οι υπουργοί, πριν πάνε στις διεθνείς συναντήσεις, να εμφανίζονται στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, όπου και θα διεξάγεται δεσμευτική συζήτηση

Τα Σώματα Ασφαλείας να υπάγονται στον έλεγχο ειδικής επιτροπής του κοινοβουλίου

Όλες οι ψηφοφορίες στη Βουλή να γίνονται κανονικά, δηλαδή να απαιτείται η φυσική παρουσία των βουλευτών και να μην περιορίζεται η διαδικασία στις δηλώσεις των κομμάτων υπέρ ή κατά

Για τον δημοκρατικό έλεγχο του προϋπολογισμού και της οικονομικής πολιτικής

H κατάρτιση, ψήφιση και υλοποίηση του προϋπολογισμού είναι η κεντρική πράξη άσκησης της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται είναι πια εμφανώς προβληματικός, κυρίως επειδή ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες δημοκρατικού ελέγχου των βασικών οικονομικών πολιτικών, οι οποίες όσο πιο ανεξέλεγκτες είναι τόσο γίνονται πιο σκληρά ταξικές. Εμείς εντοπίζουμε τα προβλήματα που προκύπτουν και απαντάμε προτείνοντας συγκεκριμένες παρεμβάσεις.

Στον προϋπολογισμό δεν περιλαμβάνεται ο προϋπολογισμός της περιουσίας του κράτους, όταν σε πολλές χώρες καταρτίζονται ειδικοί προϋπολογισμοί της δημόσιας περιουσίας. Προτείνουμε την πλήρη αποτύπωση της περιουσίας του Δημοσίου στον ετήσιο προϋπολογισμό και την κατάθεση ειδικού ισολογισμού για ό,τι αφορά την κινητή και ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, διότι είναι περιουσία του ελληνικού λαού και όχι ιδιοκτησία της εκάστοτε κυβέρνησης.

Στον Προϋπολογισμό δεν αποτυπώνονται οι υποχρεώσεις του κράτους (προς το ΙΚΑ ή άλλα ασφαλιστικά ταμεία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, εργολάβους που έχουν κατασκευάσει δημόσια έργα, σε φαρμακευτικές βιομηχανίες, σε προμηθευτές των νοσοκομείων κλπ). Εμείς έχουμε εδώ και χρόνια προτείνει να υπάρχει πλήρης λογαριασμός των υποχρεώσεων του κράτους στον Προϋπολογισμό, να καταγράφονται όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από νόμους που ψηφίζει η Βουλή.

Η εκτεταμένη χρήση των ειδικών λογαριασμών, πρακτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ που συνεχίζεται και διογκώνεται από τη Νέα Δημοκρατία, εγείρει ζητήματα δημοκρατικού ελέγχου αλλά και συνταγματικότητας, αφού το Σύνταγμα επιβάλλει όλα τα έσοδα και όλα τα έξοδα του κράτους να καταγράφονται στον προϋπολογισμό. Η ύπαρξη ειδικών λογαριασμών δίνει τη δυνατότητα σε κάθε υπουργό να μοιράζει το δημόσιο χρήμα όπως επιθυμεί, να ασκεί ανεμπόδιστα πελατειακές πολιτικές. Εμείς προτείνουμε να καταργηθούν οι ειδικοί λογαριασμοί, όχι να ενσωματωθούν απλώς στον προϋπολογισμό, και εάν αιτιολογημένα χρειάζεται κάπου να υπάρχει ειδικός λογαριασμός, να δημιουργείται με νόμο που θα δικαιολογεί την αναγκαιότητα του ειδικού λογαριασμού, θα καθορίζει τον τρόπο διαχείρισής του, θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια, θα προβλέπει τις διαδικασίες απολογισμού και ελέγχου.

Προτείνουμε επίσης να κατατίθεται μαζί με τον Προϋπολογισμό το κόστος όλων των φοροαπαλλαγών που θεσμοθετούνται, να υπάρχει ειδική εκτίμηση του κόστους των φοροαπαλλαγών που θεσπίστηκαν προς την Εκκλησία από την τελευταία κυβέρνηση Σημίτη μέχρι σήμερα.

Διεκδικούμε να υιοθετηθεί ένα μεσο-μακροχρόνιο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, το οποίο θα έρχεται και θα ψηφίζεται από τη Βουλή όπως προβλέπει το Σύνταγμα, και στη βάση αυτή να υπάρξει και μακροχρόνιος, μεσοχρόνιος δημοσιονομικός ορίζοντας ή πολυετείς προϋπολογισμοί.

Δεν υπάρχει αξιολόγηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών ή του αποτελέσματος των πολιτικών (όταν π.χ. αποφασίζεται να γίνει μια φοροαπαλλαγή προς τις επιχειρήσεις, διότι έτσι θα αυξηθούν οι επενδύσεις). Έχουμε εδώ και χρόνια προτείνει σε όλες τις πολιτικές, εφόσον πρόκειται για τη διάθεση δημόσιου χρήματος, να υπάρχει και προληπτική αξιολόγηση, πρόβλεψη και εκ των υστέρων αξιολόγηση.

Αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής στον έλεγχο του Προϋπολογισμού. Η Ελληνική Βουλή δεν μπορεί να ελέγξει τον Προϋπολογισμό και δεν έχει κανένα ρόλο στην κατάρτισή του. Διεκδικούμε την καθιέρωση διαδικασίας Συμμετοχικού Προϋπολογισμού και στην Αυτοδιοίκηση και στο κράτος.\

Ειδικότερα, ζητάμε να εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για ουσιαστικό έλεγχο του Απολογισμού και του Γενικού Ισολογισμού του κράτους μέσω της Επιτροπής της Βουλής του αρ. 31 Α του Κανονισμού της Βουλής (δυνατότητα παρακολούθησης της πορείας εκτέλεσης του προϋπολογισμού, επιστημονικοτεχνική στήριξη), όπως και να συγκροτηθεί επιτροπή εκπροσώπων κοινωνικών φορέων (οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ΓΣΕΕ, ΣΕΒ) μέσω των ερευνητικών ιδρυμάτων τους (ΙΝΕ, ΙΟΒΕ κλπ), η οποία θα παρακολουθεί τα στοιχεία ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού και θα υποβοηθά την επιτροπή στην διαμόρφωση γνώμης

Για την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος

Μία από τις βασικές παθογένειες του δικομματισμού είναι η διαφθορά - με πιο πρόσφατα «κρούσματα» τα σκάνδαλα της SIEMENS και του Βατοπεδίου. Εμείς θεωρούμε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να ασκεί κριτική με όρους σκανδαλολογίας ή ηθικολογίας, αλλά με όρους αυστηρά πολιτικούς. Θεωρούμε ότι το κύριο είναι πως η πολιτική διαφθορά, οι αδιαφανείς συναλλαγές, υπονομεύουν και νοθεύουν το δημόσιο αγαθό εν γένει, καθώς το ιδιωτικό συμφέρον και η ιδιοτέλεια παρεισφρέουν στη δημόσια και πολιτική σφαίρα. Έτσι καλλιεργείται και μια ανάλογη κουλτούρα σε ολόκληρη την κοινωνία και στους πολίτες (σε εφορίες, νοσοκομεία κλπ.), που οφείλουμε επίσης να αναδεικνύουμε και να καταγγέλλουμε, μακριά βέβαια από ισοπεδωτικές λογικές. Η συνολική λογική της αγοραίας υπονόμευσης του δημόσιου χώρου δεν είναι παρά το δομικό αποτέλεσμα ενός συστήματος που χρησιμοποιεί το κράτος υπέρ της αγοράς και του ιδιοτελούς συμφέροντος των λίγων. Αυτό το σύστημα είναι αντίπαλός μας. Ταυτόχρονα, όμως, προτείνουμε μια σειρά άμεσα και συγκεκριμένα μέτρα θεσμικής θωράκισης της πολιτικής ζωής από παρόμοιες παρεμβάσεις και δοσοληψίες:

Την αλλαγή του νόμου 3023/2002 περί χρηματοδότησης κομμάτων, ώστε να απαγορεύεται η χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων από πάσης φύσεως επιχείρηση, η καθοιονδήποτε τρόπο συμμετοχή πολιτικών κομμάτων στο εταιρικό κεφάλαιο επιχειρήσεων (με εξαίρεση τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με τη διάδοση ιδεών και πολιτικών απόψεων και αμιγώς δραστηριοποιούνται στον κλάδο των εκδόσεων ή των ραδιοτηλεοπτικών μέσων υπό την προϋπόθεση ότι τα κόμματα κατέχουν την πλειοψηφία του εταιρικού κεφαλαίου), η οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και του ελληνικού δημοσίου, πλην των προβλεπομένων επιχορηγήσεων, η καθοιονδήποτε τρόπο χρηματοδότηση από ξένες κυβερνήσεις.

Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των κομμάτων: Να εφαρμοστεί πλήρως το εθνικό λογιστικό σχέδιο για λόγους διαφάνειας και πραγματικής απεικόνισης της οικονομικής κατάστασης των κομμάτων, να αναβαθμιστεί το έργο της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 με την ενίσχυση και της υποδομής και των αρμοδιοτήτων (και με ανακριτικές αρμοδιότητες), να θεωρείται κακουργηματική πράξη ποινικά κολάσιμη η κατάθεση ψευδών στοιχείων των εισοδημάτων ή της περιουσίας του κόμματος. Τέλος, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι εσκεμμένα και με την ανοχή του κόμματος έχουν εισρεύσει στα ταμεία του χρήματα κατά παράβαση της νομοθεσίας, να θεσπίζονται και να επιβάλλονται κυρώσεις σε όλα τα πρόσωπα των κομμάτων τα οποία ενέχονται στην παράνομη συναλλαγή καθώς και στο κόμμα, με τη στέρηση του συνόλου της κρατικής επιχορήγησης του έτους.

Η κρατική επιχορήγηση, οι συνδρομές και οι ενισχύσεις προς τα κόμματα να γίνονται με ονομαστικά και θεωρημένα κουπόνια.

Την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών (3126/2003) και την κατάργηση της ειδικής παραγραφής, διότι ο νόμος εισάγει ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ των πολιτικών προσώπων εις βάρος των πολιτών που κατηγορούνται για τις ίδιες πράξεις.

Εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ (2003) για τα μέτρα ενάντια στη διαφθορά, στο σκέλος που αφορά την κατάργηση των εξαιρέσεων που έχουν σχέση με το πολιτικό προσωπικό (υπουργοί, βουλευτές, στελέχη ΟΤΑ) σε αδικήματα όπως η δωροδοκία των δημόσιων λειτουργών.

Σε ό,τι αφορά τις προμήθειες του Δημοσίου προτείνουμε:

(α) Tην πλήρη δημοσιοποίηση κάθε σύμβασης του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Την ανάθεση σε Ανεξάρτητη Αρχή της αρμοδιότητας ελέγχου των συμβάσεων του Δημοσίου, ενώ η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής θα έχει τη δυνατότητα άσκησης του προβλεπόμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου στην εν λόγω ΑΔΑ. Να απαγορεύεται η ανάληψη προμηθειών ή η συμμετοχή σε διαγωνισμούς του δημοσίου εταιρειών των οποίων η μητρική εταιρεία εδρεύει σε χώρα που δεν θεωρεί ποινικά κολάσιμη την πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας στην αλλοδαπή.

(β) Να θεσμοθετηθεί υποχρεωτική ρήτρα σε όλες τις συμβάσεις του ελληνικού δημοσίου ή δημοσίων επιχειρήσεων στην οποία θα προβλέπεται ότι σε περίπτωση δωροδοκίας ή αθέμιτου επηρεασμού δημόσιου λειτουργού που έχει σημαντική θέση στην διαδικασία της προμήθειας, το ελληνικό δημόσιο θα έχει δικαίωμα να αποκλείει κάθε μελλοντική συμμετοχή του προμηθευτή σε συμβάσεις του δημοσίου και να αναστέλλει κάθε πληρωμή ή άλλου είδους οικονομική απαίτηση του προμηθευτή.

(γ) Να απαγορεύεται σε πρόσωπα που διετέλεσαν μέλη ελληνικής κυβέρνησης να συμμετέχουν σε διοικητικό συμβούλιο ή σε διευθυντική θέση επιχειρήσεων-προμηθευτών του ελληνικού δημοσίου, εκτός αν έχει παρέλθει μια πλήρης δεκαετία από την άσκηση των καθηκόντων τους.

(δ) Να θεσπίζεται η υποχρέωση του δημοσίου ή των δημοσίων επιχειρήσεων να προβαίνουν στη δήμευση της περιουσίας του φυσικού προσώπου που έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στα προϊόντα του εγκλήματος, σύμφωνα με την Σύμβαση του ΟΗΕ για την πάταξη της διαφθοράς.

Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές

Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές αποτελούν ιδιαίτερο θεσμό, που αναπτύχθηκε ακριβώς λόγω της αδυναμίας να δοθούν πολιτικές απαντήσεις στις μόνιμες παθογένειες του διοικητικού μηχανισμού, στη συγκεντρωτική και γραφειοκρατική του οργάνωση, αλλά και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης της «Διακυβέρνησης», που προώθησε συγκεκριμένους μετασχηματισμούς στο κράτος. Οι ΑΔΑ δημιουργήθηκαν καταρχήν για να προστατεύσουν τον ευαίσθητο τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ελευθεριών εκεί που ο εντεινόμενος αυταρχισμός της εκτελεστικής εξουσίας δεν προστατεύει με ουδέτερο και αντικειμενικό τρόπο τις ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα.

Με αυτή την έννοια, οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν στοιχείο εμπλουτισμού της δημοκρατίας και ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας διοίκησης. Εμείς θεωρούμε ότι οι ΑΔΑ είναι σήμερα περίπου «αναγκαίο κακό», απέναντι στις τάσεις αυταρχικοποίησης του κρατικού μηχανισμού. Μπορούν όμως, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, να λειτουργήσουν ως μορφές μεταβατικές προς μια κοινωνία που θα λειτουργεί με βάση και στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία. Με αυτή την έννοια, υπερασπιζόμαστε τις Ανεξάρτητες Αρχές όταν για παράδειγμα δέχονται, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, επιθέσεις και αμφισβητήσεις, τόσο από κυβερνητικά στελέχη όσο και από δημόσιους φορείς, με χαρακτηριστική την περίπτωση τόσο της επίθεσης κατά της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, για την υπόθεση των φυγοστράτων και των μηχανισμών παρακολούθησης των πολιτών («κάμερες»), όσο και του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν ασκούμε κριτική σε αποφάσεις ή απόψεις τους με τις οποίες διαφωνούμε.

Ωστόσο, είμαστε εντελώς αντίθετοι στην ίδρυση ΑΔΑ όταν αυτό σημαίνει ότι μεταβιβάζονται σε αυτές, ενόψει της «απελευθέρωσης των αγορών», αρμοδιότητες ελέγχου και ρύθμισης της οικονομικής ζωής και της «ελεύθερης αγοράς» που θα πρέπει να βρίσκονται στα χέρια του κοινοβουλίου και να είναι ευρύτερες. Αυτό συνέβη πράγματι με ΑΔΑ όπως η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Ρυθμιστική Αρχή Θαλάσσιων Ενδομεταφορών και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Οι συγκεκριμένες ΑΔΑ δεν κατοχυρώνονται καν συνταγματικά (όπως το ΕΣΡ, ο ΑΣΕΠ, Ο Συνήγορος του Πολίτη, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, με το Σύνταγμα του 2001 και τον ν. 3051/2002), με αποτέλεσμα ο έλεγχός τους να είναι ανεπαρκέστατος: δεν κατοχυρώνεται η προσωπική ανεξαρτησία των μελών τους, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι για αυτές δεν εφαρμόζεται ο νόμος 3051/2002 αλλά οι δικοί τους ιδρυτικοί νόμοι, οι οποίοι προβλέπουν τον διορισμό των μελών τους με υπουργική απόφαση ή προεδρικό διάταγμα, δηλαδή από την κυβέρνηση, χωρίς εγγυήσεις και έλεγχο από το κοινοβούλιο (εκτός από τη γνώμη της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής).

Αντιθέτως, θεωρούμε ότι η εμπειρία από Αρχές όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, το ΕΣΡ, ο ΑΣΕΠ, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών είναι καταρχάς θετική, όσον αφορά την προστασία και κατοχύρωση δικαιωμάτων που αδυνατεί ή επιλέγει να μην προστατέψει η κεντρική εξουσία και η διοίκηση. Θεωρούμε όμως ότι η ίδρυση ΑΔΑ θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ και προσοχή, μόνο όταν αυτό επιβάλλεται από ιδιαίτερους λόγους, και πάντοτε με ειδική μέριμνα να υπόκεινται στον ουσιαστικό και πραγματικό έλεγχο της Βουλής. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος θα πρέπει να είναι άμεσος, με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (που μπορούν να φτάνουν μέχρι την παύση των μελών των ΑΔΑ), αλλά να είναι σαφής και ο δικαστικός έλεγχος των διοικητικών τους πράξεων.

Η δημοκρατία στην πράξη

Απλή αναλογική και διαδικασίες πολιτικής συμμετοχής για μια ουσιαστική δημοκρατική αντιπροσώπευση

Αναγκαίο βήμα (αλλά όχι αρκετό από μόνο του) για τον συνολικό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος είναι η αλλαγή του εκλογικού συστήματος με την καθιέρωση της απλής αναλογικής, αίτημα κεντρικό και διαχρονικό από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, διεκδικούμε την καθιέρωση της ποσόστωσης των δύο φύλων στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, σε κάθε περιφέρεια και όχι απλώς στο σύνολο της Επικράτειας.

Πάγια θέση μας είναι η καθιέρωση ενός πάγιου εκλογικού συστήματος, με το οποίο θα επιτυγχάνεται η αντιστοιχία ψήφων του εκλογικού σώματος και βουλευτικών εδρών των κομμάτων και θα δίνεται η δυνατότητα εκπροσώπησης στη Βουλή όλων των υπαρκτών πολιτικών τάσεων και δυνάμεων που παίρνουν μέρος στις εκλογές. Τέτοιο εκλογικό σύστημα είναι η απλή αναλογική.

Ποτέ σχεδόν ο εκλογικός νόμος δεν απέβλεψε στην πιστή αποτύπωση της λαϊκής βούλησης. Και αυτό πάντοτε στο όνομα της εξασφάλισης αυτοδύναμης σταθερής και ισχυρής κυβέρνησης. Όμως κυβερνήσεις που στηρίζουν την αυτοδυναμία τους στην εκλογική τεχνική, ούτε αυτοδύναμες είναι ούτε ισχυρές.

Το σύστημα που προτείνουμε επιφέρει επί το αναλογικότερο αλλαγή στα ισχύοντα στις μονοεδρικές περιφέρειες, στους βουλευτές επικρατείας , αλλά και στις β΄ και γ΄ κατανομές, κατά τις οποίες ακολουθεί τη μέθοδο των μεγαλύτερων αχρησιμοποίητων υπολοίπων. Έτσι όλα τα κόμματα διεκδικούν έδρες στη δεύτερη και τρίτη κατανομή.

Εισηγούμαστε επίσης την κατάργηση της αποκλειστικής ρήτρας του 3%, που δεν συμβιβάζεται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ακόμη, τα έγκυρα ψηφοδέλτια που έλαβε κάθε κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων σε ολόκληρη την επικράτεια, θεωρούνται ως ψήφοι που δόθηκαν και για το «ψηφοδέλτιο υποψηφίων επικρατείας» του αντίστοιχου κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων. Οι βουλευτικές έδρες κατανέμονται στα κόμματα ή στους συνασπισμούς κομμάτων που παίρνουν μέρος στις εκλογές σε συνάρτηση με την εκλογική τους δύναμη σε όλη την επικράτεια.

Ταυτόχρονα διεκδικούμε όχι μόνο την κατοχύρωση αλλά και την επέκταση της απλής αναλογικής σε όλες τις διαδικασίες εκλογής αιρετών σωμάτων, σε κάθε επίπεδο (τοπικό, περιφερειακό κλπ).

Η απλή αναλογική μπορεί βέβαια να υλοποιεί την πραγματική ισότητα της ψήφου, που είναι απαραίτητο στοιχείο μιας δημοκρατικής πολιτείας, ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της. Εμείς πιστεύουμε ότι στο δρόμο για έναν δημοκρατικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας πρέπει να διεκδικούμε και να δημιουργούμε τέτοιες δομές και διαδικασίες στις οποίες οι πολίτες θα συμμετέχουν ισότιμα και θα συναποφασίζουν δημοκρατικά (και δεσμευτικά για την εκάστοτε εξουσία) για τις πολιτικές επιλογές που τους αφορούν: στη γειτονιά, στον δήμο, την κοινότητα, στους χώρους εργασίας και παραγωγής, στο σχολείο, σε αναπτυξιακούς θεσμούς κοκ. Μόνο μια τέτοια ευρύτατη διαδικασία εισαγωγής στοιχείων δημοκρατίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (όπως αποτυπώνονται και σε πολλά σημεία του προγράμματός μας) μπορεί να στηρίξει ουσιαστικά τομές όπως η απλή αναλογική, να δημιουργήσει τους όρους πραγματικής συμμετοχής -ενάντια στην αφηρημένη «διαβούλευση»- και να μετασχηματίσει ριζικά τους κοινωνικούς συσχετισμούς.

Ανάπτυξη θεσμών άμεσης και τοπικής δημοκρατίας

Κεντρικός στόχος της πολιτικής μας παρέμβασης, αλλά και της αντίληψής μας για τη δημοκρατική μετάβαση στον σοσιαλισμό, είναι όχι μόνο η εμβάθυνση των θεσμών αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και η ανάδειξη, δίπλα και παράλληλα σε αυτούς, διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας.

Προτείνουμε την ανάπτυξη διαδικασιών αμεσοδημοκρατικής κατάρτισης του προϋπολογισμού σε τοπικό επίπεδο, με αξιοποίηση των διεθνών παραδειγμάτων από δήμους της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης και του Καναδά.

Οι διαδικασίες αυτές ξεκινούν από Γενικές Συνελεύσεις του Δήμου και θεματικές συνελεύσεις για ειδικά θέματα (π.χ. κυκλοφοριακό) στις οποίες οι κάτοικοι και οι τοπικοί φορείς καταθέτουν τις προτάσεις τους. Σε δεύτερη φάση, οι προτάσεις αυτές ψηφίζονται από τις συνελεύσεις και όσες εγκρίνονται εντάσσονται στον προγραμματισμό του Δήμου. Φυσικά η συγκεκριμένη διαδικασία θα προκύψει από τη συμμετοχή των ανθρώπων, αλλά θα έχει και ως προϋπόθεση να ανακατανεμηθούν οι κατάλληλοι πόροι (βλ. περισσότερες λεπτομέρειες για τη λειτουργία του «Προϋπολογισμού των πολιτών» και τη διεθνή εμπειρία στο Παράρτημα)

Προτείνουμε και διεκδικούμε ουσιαστικούς συμμετοχικούς θεσμούς προκειμένου να διασφαλίζεται η γνήσια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Έτσι εισηγηθήκαμε και επιμένουμε να αναθεωρηθεί το άρθρο 44 του Συντάγματος και να κατοχυρωθεί το λεγόμενο λαϊκό δημοψήφισμα: να μπορούν δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, με την πρωτοβουλία ενός συγκεκριμένου, όχι ευκαταφρόνητου, αριθμού πολιτών, να ζητούν την πρωτογενή έκφρασή τους στο πλαίσιο του λαϊκού δημοψηφίσματος για τα μεγάλα ζητήματα του τόπου - εκτός βέβαια από τα ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, που δεν μπορεί να τίθενται υπό διαπραγμάτευση σε δημοψήφισμα και να καθορίζονται από τις εκάστοτε κοινωνικές πλειοψηφίες. Διεκδικούμε επίσης την καθιέρωση της λεγόμενης λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, δηλαδή να μπορεί να προτείνει ο ελληνικός λαός (λ.χ. με συλλογή υπογραφών) συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις για ζητήματα τα οποία είναι μείζονος κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος.

Η εισαγωγή στον Νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, με επιμονή της ΚΕΔΚΕ (άρθρα 214-218), των τοπικών δημοψηφισμάτων, της χάρτας των δικαιωμάτων των δημοτών και, με δειλά έστω βήματα, διαδικασιών κοινωνικής διαβούλευσης, παρέχει τη δυνατότητα σε προοδευτικές τοπικές αρχές να προχωρήσουν σε διαδικασίες ενθάρρυνσης της συμμετοχής των πολιτών και των φορέων τους στον προγραμματισμό της τοπικής ανάπτυξης.

Η δημοκρατία θεμέλιο του Συντάγματος

Για τη συνταγματική υπεράσπιση, κατοχύρωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας

Οι πολιτικές παρατάξεις που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια επιχείρησαν να παρουσιάσουν μεγαλεπήβολες «μεταρρυθμίσεις» χρησιμοποιώντας ως όχημα διαδοχικές προτάσεις αναθεώρησης του Συντάγματος (το ΠΑΣΟΚ το 2001 και η ΝΔ το 2006). Πολιτική πρακτική ανεύθυνη, ωστόσο, διότι αφενός «εμπαίζει» τους θεσμούς και διαταράσσει τη σταθερότητα που οφείλει να διέπει τον συνταγματικό χάρτη της χώρας. Αφετέρου, και οι δύο αναθεωρήσεις έθιξαν ή επιχείρησαν να θίξουν βασικές δημοκρατικές κατακτήσεις του πολιτεύματος, κατοχυρωμένες στη συνείδηση της κοινωνίας μας, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα, απέκρουσαν αναγκαίες θεσμικές αλλαγές που θα αποτελούσαν βήμα για μια πιο δίκαιη και δημοκρατική πολιτεία.

Απέναντι στη θεσμική υποβάθμιση, ο ΣΥΡΙΖΑ προάσπισε πριν απ' όλα τη συνταγματική σταθερότητα των βασικών αρχών που διέπουν την ελληνική πολιτεία, ενάντια στις επιπόλαιες «μεταρρυθμίσεις». Επιπλέον, με την κρίσιμη συμμετοχή και παρέμβασή του σε ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες, συνέβαλε ώστε να αποκρουστούν οπισθοδρομικές προτάσεις που έθιγαν τον ίδιο τον πυρήνα μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας, όπως συνέβη με το νικηφόρο κίνημα για τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16 που κατοχυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας. Τέλος, πρότεινε επεξεργασμένες θέσεις και διεκδίκησε, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, ορισμένες νέες συνταγματικές ρυθμίσεις που μπορούν να δημιουργήσουν τις θεσμικές προϋποθέσεις για μια πολιτεία αληθινά δημοκρατική, με γενική ελευθερία, κοινωνική ευημερία, ισότητα και αλληλεγγύη.

1. Παιδεία

Υπερασπιστήκαμε το άρθρο 16 του Συντάγματος και στη Βουλή και στο πλαίσιο της ευρύτατης κοινωνικής αντίδρασης που προκάλεσε η πρόταση αναθεώρησής του.

Υποστηρίζουμε τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και διεκδικούμε τη συνταγματική του αναβάθμιση, ενάντια σε κάθε απόπειρα να δοθεί η δυνατότητα σε ιδιωτικά συμφέροντα να ιδρύουν πανεπιστήμια χωρίς καν να διασφαλίζονται οι στοιχειώδεις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και ο δημόσιος έλεγχός τους.

2. Περιβάλλον

Υπερασπιστήκαμε την πρωτοποριακή και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα προστασία του περιβάλλοντος που κατοχύρωνε το άρθρο 24 (ήδη από το Σύνταγμα του 1975), ενάντια σε προτάσεις αναθεώρησης που επιχειρούσαν τη διάκριση μεταξύ δάσους και δασικής έκτασης, όταν είναι επιστημονικά βεβαιωμένο ότι αυτός ο διαφορετικός χαρακτηρισμός είναι εξαιρετικά δυσχερής όσο και επικίνδυνος.

Στην προοπτική του οικολογικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, διεκδικούμε την ενίσχυση του άρθρου 24 ενάντια σε κάθε απόπειρα να ελαχιστοποιηθούν οι συνταγματικοί περιορισμοί και ο έλεγχος προκειμένου οι χωροταξικοί και πολεοδομικοί σχεδιασμοί να γίνονται ερήμην της αναγκαίας προστασίας του περιβάλλοντος.

3. Εθνική και λαϊκή κυριαρχία

Αποκρούσαμε την αναθεώρηση του άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία προέβλεπε ότι κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την εκχώρηση αρμοδιοτήτων της χώρας μας σε υπερεθνικά όργανα, και εν προκειμένω στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

Αντιπαραθέτουμε τη δική μας θέση, ότι γι' αυτά τα ζητήματα μόνο ο κυρίαρχος λαός πρέπει να αποφαίνεται και μάλιστα στο πλαίσιο ενός δημοψηφίσματος. Σε καμία περίπτωση ο σαφής ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός δεν μας εμποδίζει να διεκδικούμε ότι για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη συμμετοχή της χώρας, όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά σε κάθε υπερεθνικό όργανο, χρειάζεται η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και της λαϊκής βούλησης.

4. Ασυμβίβαστο

Υποστηρίξαμε προτάσεις που θεωρούμε ότι αναβαθμίζουν το δημοκρατικό πολίτευμα, ψηφίζοντας για παράδειγμα την αναθεώρηση του άρθρου 57 του Συντάγματος για την κατάργηση του απολύτου ασυμβιβάστου.

Θεωρούμε ότι η καθιέρωση του απόλυτου ασυμβιβάστου τείνει να διαμορφώσει μια αντιδημοκρατική πολιτική «ελίτ», δηλαδή να ασχολούνται με τη συλλογική πολιτική δράση κυρίως οι ανεπάγγελτοι, οι γόνοι πλουσίων οικογενειών ή πολιτικών οικογενειών, αποκλείοντας τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας που δεν έχει τις ανάλογες προϋποθέσεις.

5. Βασικός μέτοχος

Δεν διστάσαμε να υποστηρίξουμε μαχητικά προτάσεις όπως η κατοχύρωση του άρθρου 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος, για τη διαφάνεια στον χώρο των ΜΜΕ και με ιδιαίτερη αναφορά στον λεγόμενο «βασικό μέτοχο».

Διεκδικούμε την κατοχύρωση ανάλογων -και αυστηρότερων- ρυθμίσεων, διότι πιστεύουμε ότι θίγονται βασικές αρχές της δημοκρατίας όταν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης παρεμβαίνουν, διαμορφώνουν τη δική τους πολιτική, προφανώς όχι για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Πολύ περισσότερο όταν το καταφέρνουν αξιοποιώντας ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε εταιρίες που συνδέονται και με το Ελληνικό Δημόσιο αναφορικά με την εκτέλεση δημοσίων έργων, συμβάσεις προμηθειών και συμβάσεις προσφοράς υπηρεσιών προς το Δημόσιο.

6. Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα

Διεκδικούμε τη συνταγματική και θεσμική κατοχύρωση προτάσεων που μπορούν να δημιουργήσουν τους όρους μετάβασης σε μια κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης και ευημερίας. Τέτοια είναι η πρότασή μας για την καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, η οποία, σε συνδυασμό και με το άρθρο 22 του Συντάγματος που αναφέρεται στο κοινωνικό κράτος, αφορά όχι μια γενικόλογη αναφορά αλλά τη συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση για την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε αξιοπρεπή διαβίωση και μάλιστα με τρόπο που θα καθιστά το δικαίωμα αυτό αγώγιμο: δηλαδή να μπορεί ο πολίτης, αξιοποιώντας τη συνταγματική επιταγή, να αναζητεί με προσφυγή του στα δικαστήρια το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

7. Αυτοδιοίκηση

Διατυπώνουμε και διεκδικούμε συγκεκριμένες συνταγματικές προβλέψεις για το βασικό κύτταρο της δημοκρατίας, αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στον πολίτη: την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι το Σύνταγμα πρέπει να κατοχυρώνει την αυτοδιοίκηση με διττό χαρακτήρα: και με την έννοια της τοπικής δημοκρατίας και με την έννοια της τοπικής αυτονομίας. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ο μοχλός που μπορεί να προωθήσει την αναγκαία περιφερειακή συγκρότηση και αποκέντρωση του κράτους και να ενδυναμώσει δημοκρατικά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, προϋπόθεση μιας δημοκρατικής κοινωνίας

Η παρέμβαση της Εκκλησίας στα πράγματα της δημοκρατικής πολιτείας, καθώς και η στενή διαπλοκή της με το κράτος, συχνά στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ανάγεται στην ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι παθογένειες αυτής της σύμφυσης ήταν πάντοτε εμφανείς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια οξύνθηκαν ιδιαίτερα: με την εθνικιστική και οπισθοδρομική πολιτική παρέμβαση της προηγούμενης ηγεσίας της ελληνικής Εκκλησίας, με τη σκανδαλώδη οικονομική και παρα-οικονομική δραστηριότητα της Εκκλησίας και των μοναστηριών.

Σήμερα, λοιπόν, θεωρούμε ότι έχει δικαιωθεί απολύτως και έχει καταστεί ώριμο κοινωνικό αίτημα η πάγια θέση μας ότι για μια σύγχρονη και δημοκρατική πολιτεία είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, και σε συνταγματικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, αγωνιζόμαστε μαζί πλέον με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών και διεκδικούμε ορισμένα δημοκρατικά αυτονόητα:

Τον συνταγματικό χωρισμό κράτους-εκκλησίας: Έχουμε επανειλημμένως προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 3.1 του Συντάγματος, προκειμένου να αναπροσδιοριστούν οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και να επέλθει ο χωρισμός τους υπό καθεστώς αμοιβαίου σεβασμού.

Τη διασφάλιση της θρησκευτικής ουδετερότητας της χώρας, με παράλληλη εξίσωση όλων των θρησκευτικών δογμάτων, των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά. Αυτό σημαίνει την εξάλειψη κάθε είδους διακρίσεων ανάμεσα στους πολίτες με βάση τις θρησκευτικές τους δοξασίες (σε ζητήματα δημόσιας διοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης κλπ). Σημαίνει επίσης όμως και την παροχή όλων των προϋποθέσεων ελεύθερης άσκησης κάθε θρησκευτικής πίστης (λ.χ. δημιουργία λατρευτικών χώρων για τους πολίτες όλων των δογμάτων), ή την καθιέρωση του πολιτικού όρκου ή την αναγνώριση του δικαιώματος καύσης των νεκρών.

Την κατάργηση της πλήρους φοροαπαλλαγής των εισοδημάτων της Εκκλησίας από ακίνητα. Θεωρούμε ότι η Εκκλησία θα πρέπει να υπάγεται κανονικά και χωρίς εξαιρέσεις ή χαριστικές ρυθμίσεις στο φορολογικό καθεστώς που ισχύει για όλους τους πολίτες της χώρας, για όσους διαθέτουν περιουσία και αναπτύσσουν οικονομική δραστηριότητα. Θα πρέπει επίσης να επανεξεταστούν τα χρυσόβουλα και όλοι οι συναφείς τίτλοι με τους οποίους δίνονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην Εκκλησία και στις μονές.

Την επέκταση των αποτελεσμάτων του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό, ενδεικτικά, σημαίνει:

(α) Κατάργηση του υποχρεωτικού εκκλησιασμού και της πρωινής προσευχής στο σχολείο

(β) Κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και αντικατάστασή του από μάθημα επιστημονικού και όχι κατηχητικού προσανατολισμού, στο πλαίσιο του οποίου θα διδάσκεται η αναγκαία γνώση περί της ιστορίας και της φιλοσοφίας των θρησκειών του κόσμου.

(γ) Διαχωρισμό των θρησκευτικών υποθέσεων από το Υπουργείο Παιδείας και υπαγωγή τους σε άλλο υπουργείο (π.χ. στο υπουργείο Εσωτερικών).

Δημοκρατία και δικαιοσύνη

Η Δικαιοσύνη στην υπηρεσία της κοινωνικής δικαιοσύνης

Η δικαιοσύνη σε μια δημοκρατική πολιτεία είναι ανεξάρτητη. Οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Η δικαστική εξουσία συγκροτείται με διακριτή αυτονομία από τις άλλες εξουσίες. Αναγκαία προϋπόθεση κάθε δημοκρατίας που σέβεται τον εαυτό της είναι οι δικαστικοί της λειτουργοί να απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία ώστε να συμβάλλουν στην απονομή δικαιοσύνης με κοινωνική ευαισθησία. Δικαιοσύνη που δεν εκδικείται, που προασπίζεται τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών, που συμβάλλει στην προάσπιση του δημόσιου χώρου, του δημοσίου συμφέροντος και στην επέκταση των αξιών κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το δικομματικό σύστημα έκανε τα πάντα για να καταστρατηγήσει ή να υπονομεύσει τις παραπάνω αρχές, με φαινόμενα και πρακτικές όπου:

η επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων ουσιαστικά γίνεται από την εκτελεστική εξουσία

η δικαστική ιεραρχία στη συνέχεια ανταποδίδει την εύνοια της κυβερνητικής επιλογής με τη σύνταξη και αποστολή εγκυκλίων με συστάσεις σε σημαντικές υποθέσεις, οι οποίες επηρεάζουν τη δικαιοδοτική κρίση των δικαστηρίων

ασκείται ασφυκτικός έλεγχος σε δικαστικούς λειτουργούς, που στην πράξη ακυρώνουν την ελεύθερη δικαστική κρίση τους και την έκφραση της γνώμης τους επί ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία της δικαιοσύνης

συστηματικά επιχειρείται ο επηρεασμός και ο έλεγχος της δικαιοσύνης μέσα από παρα-πολιτικές, παρα-δικαστικές διαδικασίες

η αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας των δικαστηρίων αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας, δηλαδή της αδυναμίας διεξαγωγής της δίκης και απόδοσης δικαιοσύνης

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει οξύνει τα παραπάνω προβλήματα, καθώς επανάφερε το θεσμό του «Διορισμένου Προϊσταμένου» και κατάργησε τον Ν. 2171/1993, που θέσπιζε την αυτοδιοίκηση των μεγάλων Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της χώρας και αποτέλεσε ένα σημαντικό, αν και ατελές, βήμα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και της Δικαιοσύνης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντα σε συνεννόηση με το σύνολο των φορέων των λειτουργών της δικαιοσύνης, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για:

Να ξεπεραστεί το σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας που χαρακτηρίζει το δικαιϊκό μας σύστημα.

Να εξασφαλίσει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, από τις ιδέες και τις αντιλήψεις του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και άλλων εξουσιαστικών και παρα-εξουσιαστικών κέντρων.

Να επαναφέρει και να επεκτείνει τον θεσμό της εκλογής όλων των μελών του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης των δικαστηρίων από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων.

Να αμβλύνει τις ιεραρχικές και γραφειοκρατικές και συγκεντρωτικές δομές της δικαιοσύνης.

Να ενδυναμώσει το διάλογο μεταξύ δικαστών, δικηγόρων και δικαστικών υπαλλήλων, ο οποίος με την σειρά του θα συμβάλει την αποτελεσματικότητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας.

Να βαθύνει και να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών.

Να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά οι κατασταλτικοί θεσμοί και μηχανισμοί του κράτους, οι οποίοι θα πρέπει να τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο της νομιμότητας.

Να ενισχύσει το θεσμό των λαϊκών δικαστών (ενόρκων) στην απονομής δικαιοσύνης

Οι θέσεις μας πιο συγκεκριμένα:

Όχι στο διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, αλλά εκλογή από ευρύ εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο τον κύριο λόγο θα έχουν οι δικαστές.

Για την επίσπευση της εκδίκασης υποθέσεων απαιτείται αύξηση του αριθμού των δικαστών για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων αλλά και αύξηση του προσωπικού των δικαστηρίων με προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, με την καθιέρωση ειδικών διαδικασιών στο πλαίσιο του ΑΣΕΠ με συγκεκριμένη χρονική δέσμευση.

Μείωση στα παράβολα που απαιτούνται για την εκδίκαση υποθέσεων, ιδίως στις υψηλότερες βαθμίδες (Άρειος Πάγος), διότι καθιστούν απαγορευτική την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των πολιτών που δεν διαθέτουν τα επαρκή οικονομικά μέσα.

Διασφάλιση της προσήκουσας μισθολογικής μεταχείρισης των δικαστών με τον καθορισμό ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν τις αποδοχές τους.

Δυνατότητα εξέλιξης ορισμένου αριθμού τακτικών διοικητικών δικαστών στο ΣτΕ

Καθορισμός με σαφήνεια του τρόπου εισδοχής και εξέλιξης των λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, με εξαίρεση τη συμμετοχή τους σε ΑΔΑ, στην παροχή εκπαίδευσης σε δικαστικούς λειτουργούς και δημόσιους υπαλλήλους και την εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.

Η θητεία του Προέδρου του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η θητεία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας να μην μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών ετών.

Διεύρυνση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου με τη συμμετοχή δικαστών όλων των βαθμίδων. Το όργανο αυτό δεν πρέπει να είναι ενιαίο για όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης.

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να κατοχυρωθεί ως ιδιαίτερο σώμα της διοίκησης, με κατοχύρωση της υπηρεσιακής κατάστασης των λειτουργών του, προστατευμένο από παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.

Για τον εκδημοκρατισμό των Σωμάτων Ασφαλείας

Τα δραματικά γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη, η δολοφονία ενός μαθητή από Ειδικό Φρουρό και η στάση της Αστυνομίας τις ημέρες που ακολούθησαν, έχουν προβληματίσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, σχετικά με το πώς εκπαιδεύεται, οργανώνεται και λειτουργεί η Ελληνική Αστυνομία, και ιδίως ορισμένες «ειδικές» μονάδες της όπως τα ΜΑΤ και οι Ειδικοί Φρουροί. Πάντοτε υπό τις διαταγές μιας πολιτικής ηγεσίας που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Αστυνομίας βασικά ως όργανο βίαιης καταστολής σε βάρος των πολιτών που κινητοποιούνται και εκφράζουν συλλογικά τις διεκδικήσεις τους απέναντι στις αντι-κοινωνικές πολιτικές της κυβέρνησης.

Δεν είναι κολακευτικό για την ποιότητα της δημοκρατίας μας να διαπιστώνουμε ότι σήμερα, δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας, είναι κοινωνικά ώριμο το αίτημα για εκδημοκρατισμό των Σωμάτων Ασφαλείας, που εμφανώς δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Γνωρίζουμε βέβαια ότι τα Σώματα Ασφαλείας είναι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του καπιταλιστικού κράτους, το οποίο όλο και περισσότερο σήμερα καταφεύγει σε αυτούς για να περιφρουρεί αυταρχικά τις πολιτικές του επιλογές. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι την ίδια στιγμή, είναι ανάγκη να επιδιώξουμε να επεκτείνουμε το πολιτικό και αξιακό μας πλαίσιο και σε αυτούς τους μηχανισμούς. Οφείλουμε δηλαδή σήμερα να διατυπώσουμε το αίτημα για μια Αστυνομία που θα υποτάσσεται στις δημοκρατικές αρχές και θα έχει τον κοινωνικό ρόλο που της αναλογεί, προστατεύοντας και όχι καταστέλλοντας τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών (βλ. και Στόχο 1). Το αίτημα, ταυτόχρονα, για μια Αστυνομία ορθολογικά διαρθρωμένη, κοινωνικά αποτελεσματική, που επιπλέον θα σέβεται τους ίδιους τους ανθρώπους που τη στελεχώνουν ως εργαζόμενους και ως πολίτες, με τα ανάλογα δικαιώματα.

Πρόκειται για διαδικασία σύνθετη και δύσκολη, για την οποία όμως καταθέτουμε σήμερα συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις και προϋποθέσεις.

Καταρχάς απαιτείται συνολική αλλαγή πλεύσης, έτσι ώστε να απεγκλωβιστεί η Αστυνομία από τη λογική του «εχθρού λαού». Ο αστυνομικός χρειάζεται την κοινωνική αναγνώριση αλλά και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Διεκδικούμε λοιπόν, πριν απ' όλα, να καταργηθεί ο αποκλειστικός έλεγχος της αστυνομίας από την κυβέρνηση και να ανατεθεί στη διακομματική επιτροπή της Βουλής για τα Σώματα Ασφαλείας. Έτσι ώστε να τεθεί η Αστυνομία υπό ουσιαστικό πολιτικό και δημοκρατικό έλεγχο, έξω από κάθε λογική προέκτασης του κυβερνητικού μηχανισμού, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Απαιτούμε σύγχρονη, δημοκρατική και αποτελεσματική αστυνομία για τη δημόσια ασφάλεια των πολιτών. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και απεγκλωβισμό των αστυνομικών από εξωαστυνομικά καθήκοντα (σήμερα απασχολούνται τουλάχιστον 20.000 αστυνομικοί σε θέσεις εξωαστυνομικών καθηκόντων, όπως φυλάξεις παραγόντων της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, γραφειοκρατία, ειδικές δυνάμεις, ΜΑΤ, ΥΜΕΤ κλπ), την ίδια στιγμή που έχουν μείνει άδεια τα αστυνομικά τμήματα. Εμείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουμε αντιθέτως στο «κύτταρο» της ΕΛ.ΑΣ. που λέγεται αστυνομικό τμήμα, με επαρκές αστυνομικό προσωπικό με επιστημονική εκπαίδευση και εξειδίκευση.

Τα πρόσφατα γεγονότα κατέδειξαν με τραγικό τρόπο την ανεπαρκή εκπαίδευση των Σωμάτων Ασφαλείας αναφορικά με τη χρήση μη βίαιων μέτρων επιβολής του νόμου, το χειρισμό των όπλων και την εκτίμηση των κινδύνων. Μόνη απάντηση είναι η μέριμνα για τη σωστή εκπαίδευση των αστυνομικών και όλων των μελών των Σωμάτων Ασφαλείας: από τη σωστή εκπαίδευση στη χρήση των όπλων (σε ποια όρια και με ποιες -αυστηρές- προϋποθέσεις) μέχρι το πώς οφείλουν να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο και τη διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο στα καθημερινά τους καθήκοντα όσο και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με ιδιαίτερη έμφαση σε μη βίαια μέτρα επιβολής του νόμου, καθώς και γνώση των ποινών που το ποινικό και διοικητικό δίκαιο επισείουν για την παραβίασή τους.

Απαιτούμε σύγχρονους τρόπους διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, αξιοποίηση της εμπειρίας και της γνώσης και μεταφορά της στις νεότερες γενιές με ενιαίο τρόπο λειτουργίας και δράσης. Απαιτούμε να σπάσει το σημερινό «ρουσφετολογικό» αναξιοκρατικό σύστημα κρίσεων των αξιωματικών και να αντικατασταθεί από ένα αντικειμενικό σύστημα που θα μετράει προσόντα, γνώσεις, ικανότητες, εμπειρία. Ειδικότερα:

(α) Προτείνουμε την κατάργηση του υπάρχοντος βαθμολογίου που γεμίζει την Ελλάδα στρατηγούς και αξιωματικούς τινάζοντας τα κοινωνικά ταμεία στον αέρα (πχ Μετοχικό Ταμείο Στρατού)

(β) Προτείνουμε επίσης τη δημιουργία Σχολής Στελεχών Διοίκησης της Αστυνομίας. Δηλαδή τη στελέχωση της Αστυνομίας με λιγότερα και ικανότερα στελέχη, μετά από χρόνια εμπειρίας που θα αναδεικνύονται από τη δουλειά τους, την εμπειρία τους και την επιστημονική τους κατάρτιση, την κοινωνική αποδοχή και όχι από την πλήρη κομματικοποίηση.

Η Αστυνομία σήμερα αποτελείται από πολλά σώματα: ΕΛ.ΑΣ., συνοριοφύλακες, ειδικούς φρουρούς κλπ, πράγμα που σημαίνει πολυδιάσπαση και κατασπατάληση δυνάμεων. Είναι αναγκαία η πλήρης ένταξη όλων των ειδικών σωμάτων στην ΕΛ.ΑΣ., με την κατάλληλη εξομοίωση-εκπαίδευση και την κατάργηση του θεσμού του Ειδικού Φρουρού και της Συνοριοφυλακής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ο αστυνομικός είναι και αυτός εργαζόμενος και πρέπει να διεκδικήσει τα εργασιακά του δικαιώματα, τη στιγμή που ο μισθός του δεν του φθάνει για να ζει αξιοπρεπώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί μία Αστυνομία στην οποία οι εργαζόμενοι θα απολαμβάνουν πλήρη συνδικαλιστικά και πολιτικά δικαιώματα και δεν θα επιχειρείται η φίμωσή τους με αυταρχικούς πειθαρχικούς κώδικες (όπως αυτός που ισχύει σήμερα), ούτε θα απειλούνται με διώξεις όταν τολμούν να διατυπώσουν δημόσια την άποψή τους και την κριτική τους.

Διεκδικούμε ειδικότερα την εφαρμογή του ν. 1264/82 (για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες) και στην ΕΛΑΣ και αντίστοιχα τροποποίηση του ν. 2265/94.

Διεκδικούμε να αναβαθμιστεί οικονομικά και μισθολογικά το προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. αλλά και των Σωμάτων Ασφαλείας εν γένει, να αναγνωριστεί η εργασία του ως επικίνδυνη και ανθυγιεινή (προεκλογική εξαγγελία της ίδιας της ΝΔ, που όμως έμεινε στα χαρτιά), να αυξηθούν οι αποζημιώσεις για την πέραν του πενθημέρου και για τη νυχτερινή απασχόληση.

Ένα από τα βασικότερα λειτουργικά προβλήματα σε όλα τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία, Πυροσβεστικό Σώμα, Λιμενικό Σώμα) είναι η έλλειψη προσωπικού. Σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικού υπάρχει μια σειρά συναφών με τα εργασιακά ζητημάτων, τα οποία απαιτούν άμεση επεξεργασία και λύση: υπεραπασχόληση, μετακινήσεις πέραν του αναγκαίου, περικοπή αδειών και αναπαύσεων, έλλειψη επαρκών μέσων ατομικής προστασίας για τις δασικές πυρκαγιές, μη εφαρμογή κανόνων υγιεινής και ασφάλειας για τις πυροσβεστικές εγκαταστάσεις. Τέλος, παρατηρούνται καθυστερήσεις πληρωμών δασικού επιδόματος, εκτός έδρας αποζημιώσεων, εξόδων μετάθεσης, πληρωμής ανταλλακτικών και εργασιών οχημάτων, συντήρησης, επισκευής, καθαριότητας πυροσβεστικών καταστημάτων.

Απαιτούμε αυστηρό πλαίσιο ρύθμισης της λειτουργίας εταιριών φύλαξης (security κλπ.) και απορρίπτουμε κάθε σκέψη για οπλοφορία των υπαλλήλων τους ή για ανάθεση αστυνομικών αρμοδιοτήτων, διότι έτσι δημιουργούνται ιδιωτικές αστυνομίες. Απορρίπτουμε εξίσου την ανάθεση αρμοδιοτήτων στη Αστυνομίας σε δημοτικούς αστυνομικούς και ζητάμε αυστηρό πλαίσιο για την εκπαίδευσή τους.

Διεκδικούμε, τέλος, να σταματήσει επιτέλους η απαράδεκτη και απάνθρωπη κατάσταση που επικρατεί στους περισσότερους χώρους κράτησης. Να εφαρμοστούν με αυστηρή επιτήρηση οι όροι υγιεινής και ασφάλειας που θα πρέπει να ισχύουν τόσο για το αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στις συγκεκριμένες υπηρεσίες όσο και για όσους «φιλοξενούνται» σε αυτούς τους χώρους.

.