Μολών λαβέ, Ιμπραήμ, μακαρονά…

 

Στην εποχή της κυριαρχίας των media, όταν το Χόλυγουντ παίζει «Τροία» και «300», είναι εύλογο οι κάθε λογής προβεβλημένοι των Μέσων Ενημέρωσης να θέλουν να αποδείξουν πόσο Έλληνες είναι. Είναι γι΄ αυτούς πολύ πιο ασφαλές, αν ακολουθήσουν το «πολιτικά ορθό» της εποχής. Μαζί τους και όλοι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι «ελληνάρες» μαϊντανοί των τηλεοπτικών δελτίων. Είναι η εποχή που το «συναμφότερον» της νεοκλασικής ορθοδοξίας πουλάει πάλι και μάλλον περισσότερο από το όποιο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα αλλαγής των βιβλίων ιστορίας.

 

Παρόλα αυτά, όμως, το πρόβλημα με το περιβόητο πια βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού παραμένει για πολλούς άλλους λόγους, αλλά και γιατί φαίνεται ξανά να αναζωπυρώνεται η ιδεολογική διαμάχη γύρω από το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας ως λαός. Δυστυχώς σε αυτήν την διαμάχη οι συγγραφείς του βιβλίου δεν μπόρεσαν να μας οδηγήσουν ένα βήμα μπροστά κι ας επαίρονται για την προοδευτική τους αντίληψη.

 

Πού βρισκόμαστε ιδεολογικά; Στον Παπαρηγόπουλο ή στο Θουκυδίδη; Στην αντίληψη της ιστορίας ως αφήγησης με εθνική σκοπιμότητα ή ως επιστήμης που διερευνά την ανθρώπινη φύση; Στην ιστορία ως διαδοχή πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων ή στο «μακρά διάρκεια» του BRAUDEL; Στην ιστορία ως αποτέλεσμα της δράσης προσώπων, ηγετών και ηρώων ή στην ιστορία των κοινωνιών; Στην ιστορία του εθνικού μύθου και του πολεμικού του έπους ή στην ιστορία των λαών;

 

Η απάντηση είναι ότι αυτό που φαίνεται να συναρπάζει την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι η εθνική επιβεβαίωση. Το «να γίνουμε Ευρώπη», να κερδίσουμε την αναγνώριση, να μας παραδεχτούν οι «προοδευμένοι», συνεχίζει να συγκλονίζει το νεοέλληνα και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση από το 1979 και μετά, οπότε ουσιαστικά έπαψε κάθε συζήτηση περί αμφισβήτησης του βασικού δόγματος της συνέχειας του ελληνικού έθνους, όπως αυτό διατυπώθηκε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά τι έχουμε να δείξουμε στους ευρωπαίους πέρα από αυτό που τόσα χρόνια μάθαμε ότι έχουμε παραπάνω απ’ αυτούς, πέρα δηλαδή από τα «μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο» και τον εθνικό μας τσαμπουκά, δηλαδή, το Λεωνίδα μας, τον Κολοκοτρώνη μας μαζί με τους εθνικούς μας καημούς και τις συμφορές, για τις οποίες αυτοί, οι ξένοι συνήθως είναι υπεύθυνοι; Τελικά αυτό που μας κάνει περήφανους είναι ακόμα ο Κολοκοτρώνης και ο Χρυσόστομος Σμύρνης. Αυτήν την τεράστια αντίφαση ανάμεσα στη δυτική μας προσδοκία και την ανατολική μας νοοτροπία δεν καταφέραμε τελικά να την υπερβο9ύμε εδώ και διακόσια χρόνια και είναι αμφίβολο αν τελικά θα τα καταφέρουμε.

 

Γι’ αυτό και δε μας φτάνει να διαβάζουμε στη σχολική μας ιστορία ότι κερδίσαμε την ελευθερία μας με επανάσταση από τους Οθωμανούς, αλλά ότι ο Κολοκοτρώνης τα ‘χωσε στον Ιμπραήμ ως γνήσιος απόγονος του Λεωνίδα που κι αυτός τα είχε χώσει στον Ξέρξη και μάλιστα με ατάκες που θα ζήλευε κι ο Καπουτζίδης. Δε μας φτάνει να διαβάζουμε ότι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος έληξε με νίκη των Ελλήνων, αλλά ότι οι Ιταλοί μακαρονάδες φάγανε χιόνι και τους πετάξαμε στη θάλασσα… Έτσι μας αρέσει να διαβάζουμε την ιστορία, όπως είναι γραμμένη η Ιλιάδα, γεμάτη αριστείες ανδρών, δηλαδή τσαμπουκάδες. Εξάλλου είναι τα μοναδικά πράγματα για τα οποία μπορούμε να είμαστε περήφανοι.

 

Την ίδια ώρα οι Τούρκοι ψάχνουν να κάνουν χολιγουντιανό τον Ατατούρκ, για να μάθει ο κόσμος το δικό τους καμάρι και την περηφάνια τους, κάποιοι Σλαβομακεδόνες συνεχίζουν να φαντασιώνονται περίπατο καβάλα στον απόγονο του Βουκεφάλα στην Θεσσαλονίκη και κάποιοι Αλβανοί νιώθουν στενά τα σύνορά τους χωρίς το Κόσσοβο. Θα τελειώσει ποτέ η αυταπάτη της εθνικής ολοκλήρωσης των λαών της Βαλκανικής; Θα τελειώσουν ποτέ οι ανταγωνισμοί; Απ’ ότι φαίνεται όχι, αφού ο νέος κόσμος της παγκοσμιοποίησης τους αναζωπυρώνει, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στα δίκτυα των αγωγών πετρελαίου, των αυτοκινητοδρόμων και των σιδηροδρόμων. Κι’ όπως είναι γνωστό ο εθνικισμός του γείτονα κάνει και τους ντόπιους εθνικιστές να ξεσπαθώνουν.

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το να αμφισβητήσεις τον εθνικό μύθο απαιτεί τόλμη, ιδεολογική συνέπεια, κοινωνικούς συμμάχους και πολιτικά ερείσματα. Η συγγραφική ομάδα φαίνεται να είχε μόνο το τελευταίο. Το αποτέλεσμα είναι ένας συμβιβασμός. Ιδεολογικά το βιβλίο από τη μια συνεχίζει τη γραμμή Παπαρρηγόπουλου, της απόλυτης συνέχειας δηλαδή του «ελληνικού έθνους» δια μέσου των αιώνων, πράγμα αυτονόητο βέβαια για ένα σχολικό βιβλίο που εκφράζει την κυρίαρχη ιδεολογική αντίληψη για την εικόνα του εαυτού μας. Από την άλλη όμως αλλάζει το κυρίαρχο μέχρι σήμερα «ηρωικό» ύφος και περικόπτει από την ιστορική αφήγηση τις «αριστείες» και τα κατορθώματα των «επωνύμων» τις ιστορίας, στα πλαίσια ενός κοσμοπολίτικου εκσυγχρονισμού, που επιδιώκει να στρογγυλέψει τις ακρότητες της ιστορικής αφήγησης. Αυτό υποτίθεται πως το κάνει στο όνομα μιας άλλης αντίληψης για την ιστορία, όχι γεγονοτολογικής, αλλά κοινωνικής και πιο συνολικής, όχι μυθολογικής, αλλά κριτικής και πιο ψύχραιμης. Η καινοτόμα, όμως, αυτή πρόθεση τελικά δε δικαιώνεται από το αποτέλεσμα, καθώς δεν αλλάζει το βασικό ιστορικό δόγμα: στα πλαίσια του δόγματος αυτού, της «συνέχειας του έθνους», η αντίληψη για την ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι γεγονοτολογική και όχι συνολική ή κοινωνική ή της «μακράς διάρκειας». Έτσι η βασική δομή της αφήγησης παραμένει διαδοχή γεγονότων, χωρίς όμως το λαϊκό αλατοπίπερό τους.

 

Και κάτι τελευταίο για το επίμαχο θέμα της μικρασιατικής καταστροφής. Η καταστροφή της Σμύρνης έγινε, η Σμύρνη κάηκε. Ο συγγραφέας έχει πολλές επιλογές: Η μια είναι να παρουσιάσει το γεγονός ως αποτέλεσμα της έμφυτης θηριωδίας των Τούρκων. Θα συνέβαλε έτσι στην καλλιέργεια του εθνικού μύθου και θα είχε φανεί καθαρά η επιλογή του. Η άλλη είναι να παρουσιάσει το γεγονός ως συχνό και συνηθισμένο αποτέλεσμα της αγριότητας του οποιουδήποτε πολέμου, ή πάλι ως απόδειξη του πώς η ανθρώπινη ζωή έρχεται πάντα σε δεύτερη μοίρα γι’ αυτούς που σχεδιάζουν κινήσεις πάνω στο γεωπολιτικό χάρτη. Θα είχε κάνει τότε μια άλλη, αλλά σαφή ιδεολογική επιλογή. Το ίδιο, αν είχε αποφασίσει να το παρουσιάσει ως αποτέλεσμα της δράσης του ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης.

 

Ο συγγραφέας μια μόνο επιλογή δεν έχει για την καταστροφή της Σμύρνης: να την αποσιωπήσει. Κι όμως αυτό έκαναν οι συγγραφείς του βιβλίου δίνοντας την εντύπωση ή ότι προχωρούν ανερμάτιστοι ή ότι υποχωρούν άτολμοι σε πιέσεις και συμφωνίες με θολό το ιδεολογικό τους πρόταγμα. Από αυτήν την άποψη το εκσυγχρονιστικό εγχείρημά τους είναι πολύ δύσκολο να βρει υποστηρικτές.

 

Χρήστος Μωραΐτης

εκπαιδευτικός

 

Βήμα διαλόγου