Λιάνα Τσιρίδου

Ομοιομορφία και ταξικότητα στην εκπαίδευση

 

Η γνωστή μαρξιστική ρήση «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του» θα μπορούσε να είναι σύνθημα, απόλυτα ταιριαστό, και των μαθητών του ταλαίπωρου ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Για τους υποστηρικτές μιας περισσότερο ουμανιστικής και λιγότερο μαρξιστικής παράδοσης ισχύει το ότι είναι άδικο να μεταχειρίζεσαι με τον ίδιο τρόπο ανθρώπους άνισους μεταξύ τους. Όποια διατύπωση κι αν προτιμάει κανείς, πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Η ισοπέδωση, η ομοιομορφία δεν είναι δημοκρατία. Κι αυτό ισχύει και στην εκπαίδευση.

 

Εξηγούμαι: εδώ και διακόσια περίπου χρόνια η ιδέα ενός δημόσιου, δωρεάν σχολείου, προσιτού σε όλους, συνδέθηκε άρρηκτα με το αίτημα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, των αστικοδημοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων του 19ου αιώνα, της μπολσεβίκικης επανάστασης του 1917, του ‘κράτους πρόνοιας’ της σοσιαλδημοκρατίας της εποχής μας. Διατρέχει δηλαδή τη σκέψη και τη δράση όλων των αριστερών-δημοκρατικών κινημάτων, όλων των αποχρώσεων.

 

Ποιος υποστήριξε ποτέ μέσα σε όλο αυτό το δημοκρατικό, αριστερό  ρεύμα ότι το δημόσιο και δωρεάν για όλους εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι και ομοιόμορφο ‘ καθ’ άπασαν την επικράτειαν’;

 

Η ιδέα της ομοιομορφίας πηγάζει από άλλα ρεύματα, φιλελεύθερα-γραφειοκρατικά ή συντηρητικά. Ιστορικά συνδέθηκε με την οργάνωση συγκεντρωτικού κράτους, που λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένη επικράτεια, οριοθετημένη από σύνορα απαραβίαστα και στην οποία ασκείται εθνική κυριαρχία. Είναι δηλαδή η ιδέα αυτή συνδεδεμένη με την ανάδυση ‘εθνικού κράτους’, το οποίο βεβαίως προϋποθέτει ομοιογενή εθνικό πληθυσμό. Το ομοιόμορφο εκπαιδευτικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε ακριβώς για να πετύχει αυτή την ομοιογένεια: να διδάξει την εθνική γλώσσα, την εθνική ιστορία, τον εθνικό πολιτισμό. Για την επιτυχία αυτού του στόχου απευθύνεται σε όλους με τον ίδιο τρόπο, τα ίδια βιβλία, τα ίδια προγράμματα μαθημάτων. Δεν απαιτείται διαφοροποίηση από περιοχή σε περιοχή. Αυτό το πρότυπο ισχύει μέχρι σήμερα, παρόλο που πλάι στους εθνικούς στόχους έχουν προστεθεί και άλλοι, οικονομικοί, όπως η εκπαίδευση και κατάρτιση για τη στελέχωση θέσεων του κρατικού μηχανισμού και της διαδικασίας της  παραγωγής. Η ομοιομορφία εξακολουθεί να παίζει το ρόλο της: « ένα κράτος, ένας νόμος, ένα εκπαιδευτικό σύστημα». Βρισκόμαστε μέσα στο σύστημα ιδεών και αξιών του εθνικισμού και του εθνικού κράτους όπως, το γέννησε ο 19ος αιώνας και το ωρίμασε ο 20ος.

 

Ο 21ος όμως αιώνας μπαίνει με άλλες απαιτήσεις. Ακόμα κι αν τον εξετάσει κανείς με τα γυαλιά των κεντροαριστερών κυβερνήσεων της Ευρώπης, καταλαβαίνει ότι αυτό το ομοιόμορφο και συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα υφίσταται ρωγμές. Η αποκέντρωση, η πολυπολιτισμική εκπαίδευση, η δια βίου εκπαίδευση, τα διαφοροποιημένα κατά περιοχή προγράμματα στην τεχνική εκπαίδευση και πολύ περισσότερο η προϊούσα ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, τα σχέδια για την Ευρώπη των περιφερειών και η ίδια η αποψίλωση του εθνικού κράτους από οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες δεν βάζουν θαυμαστικό αμφισβήτησης δίπλα στο αρραγές μέχρι σήμερα ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα;  Στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων η εκπαιδευτική πολιτική της Ν.Δ έρχεται να ενισχύσει την ομοιομορφία μέσα από την αξιολόγηση  των μαθητών με προκρούστειου τύπου πανελλαδικές εξετάσεις , και των εκπαιδευτικών μέσω του πιο συγκεντρωτικού και αυταρχικού μηχανισμού που γνώρισε η εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Στόχος; Να ελαχιστοποιηθεί η απόκλιση, να καταργηθεί η ιδιαιτερότητα της σχολικής μονάδας, να επιτευχθεί η πολυπόθητη ομοιομορφία. Αντίφαση; Αναμφίβολα ναι,  από την άλλη, όμως, με τον τρόπο αυτό οι πολυδιαφημιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση έρχονται να πετύχουν μια βασική επιδίωξη της κυβέρνησης: την ένταση της ταξικότητας στο χώρο της εκπαίδευσης και τον αποκλεισμό των λιγότερο ευνοημένων.

 

Μέχρι σήμερα η ομοιομορφία περιορίζονταν στο περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης. Όλοι διδάσκονταν τα ίδια πράγματα. Εκεί όμως εξαντλούνταν. Δεν τα διδάσκονταν με τον ίδιο τρόπο, διότι παρενέβαινε ο παράγοντας άνθρωπος-δάσκαλος. Και δεν αξιολογούνταν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Στη διαδικασία της διδασκαλίας και αξιολόγησης του μαθητή εφαρμόζονταν πάντα, από καταβολής εκπαίδευσης, μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων και κριτηρίων, που έπαιρνε υπόψη της την προσωπικότητα του μαθητή, το γενικό μορφωτικό του επίπεδο (ή αυτό της τάξης), τα πιθανά οικογενειακά προβλήματα, τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της κοινωνικής του θέσης. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονταν η τυποποίηση και ο φορμαλισμός, που  τα τελευταία χρόνια έβρισκαν πρόσφορο έδαφος μόνο στα μαθήματα που αφορούσαν τις πανελλήνιες εξετάσεις, όπως επέβαλλε η ανάγκη για αντικειμενική βαθμολόγηση. Συγχρόνως ο δάσκαλος λειτουργούσε ως παράγοντας εξισορρόπησης των ανισοτήτων (οικονομικών – κοινωνικών – μορφωτικών) μεταξύ των μαθητών. Με άλλα λόγια το εκπαιδευτικό σύστημα ζητούσε από τον καθένα αυτό που μπορούσε, προσφέροντάς του από τα αναγκαία αυτά που μπορούσε να δεχθεί.

 

Αυτή η κατάσταση ανατρέπεται όλο και πιο πολύ, καθώς το Λύκειο κινείται όλο και πιο πολύ στην τροχιά των πανελληνίων εξετάσεων, χάνει το ρόλο του ως αυτόνομη μορφωτική βαθμίδα. Και θεμελιώνεται σταδιακά ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολύ πιο συγκεντρωτικό, άνισο, άδικο, τελικά πολύ πιο ταξικό από ποτέ. Η ταξικότητα δεν έλειπε βέβαια από κανένα προηγούμενο εκπαιδευτικό σύστημα, περιορίζονταν όμως στην εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα σκληρές συνέπειες, αφού ακόμη και κάποια παιδιά μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων μπορούσαν, προσπαθώντας δυο και τρεις φορές, να πετύχουν σε κάποια ανώτερη σχολή και να διεκδικήσουν με καλύτερους όρους – έστω και σε συνθήκες ανεργίας – μια θέση στον καταμερισμό εργασίας. Τώρα η ταξικότητα με πολύ σκληρό τρόπο μεταφέρεται χαμηλότερα, ακόμη και στην απόκτηση του απολυτηρίου του Λυκείου, αφού το Λύκειο μετατρέπεται όλο και πιο πολύ σε φροντιστήριο, σε σκαλοπάτι για την πολυπόθητη εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Έτσι, ακόμη και η απόκτηση του απολυτηρίου – σε μια εποχή που είναι ώριμο πια το αίτημα για δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση - γίνεται μια πολύ δύσκολη διαδικασία για όσους δε διαθέτουν χρήμα, μορφωτικό κεφάλαιο, υπομονή και επιμονή – απαραίτητες για πολύωρη μελέτη διαρκείας.

 

Για να ολοκληρωθεί η μετατροπή της εκπαίδευσης ως στρόφιγγα κοινωνικής επιλογής, τα τελευταία χρόνια προωθείται συστηματικά και επίμονα από τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού (και όχι μόνο) ο παραλληλισμός της με προϊόν. Εφόσον λοιπόν ονομάζεται η εκπαίδευση καταναλωτικό προϊόν, χρειάζεται να υπάρχουν κάποιοι δείκτες, κάποια μετρήσιμα μεγέθη για τη σύγκριση κόστους-ποιότητας.  Και βεβαίως κάποιος πρέπει να βάζει και να ελέγχει τους δείκτες αυτούς. Με αυτό συνδέεται η πρόταση του ΥΠΕΠΘ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Στις περισσότερες χώρες που εφαρμόζονται αντίστοιχα αξιολογικά συστήματα, με εξέχοντα παραδείγματα τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών τους μονάδων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιδόσεις των μαθητών τους σε κάποιου είδους εθνικές εξετάσεις. Αν οι μαθητές πάνε καλά σε αυτές τις εξετάσεις, ο εκπαιδευτικός και το σχολείο κρίνονται θετικά. Αν όχι, κρίνονται αρνητικά και μάλιστα από αυτή την κρίση εξαρτώνται και οι κρατικές χρηματοδοτήσεις στο συγκεκριμένο σχολείο.    Εξαναγκάζονται οι εκπαιδευτικοί με αυτό τον τρόπο να παραμείνουν  προσανατολισμένοι στην εξετασιοκεντρική διδασκαλία και στην επίτευξη ποσοτικών στόχων, χωρίς καθόλου περιθώρια διδακτικής αυτονομίας και χωρίς βεβαίως την πολυτέλεια να «καθυστερούν» με τους πιο αδύναμους μαθητές. Περισσότερο επιτηρητές και βαθμολογητές και λιγότερο επιστήμονες, δάσκαλοι, εμπνευστές.

 

Συγκεντρωτισμός, ομοιομορφία και τυποποίηση είναι, λοιπόν, χαρακτηριστικά που δεν  συνάδουν με την εποχή μας κατά κοινή ομολογία. Όμως χρησιμοποιούνται προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος για μια εκπαίδευση πιο ταξική, λιγότερο προσιτή σε όλους, για ένα εκπαιδευτικό σύστημα  που να βασίζεται και να αναπαράγει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτή η πολιτική επιλογή ταιριάζει μόνο σε όσους δεν απειλούνται από την κοινωνία των δυο τρίτων, που ολοταχώς βαίνει προς κοινωνία των δυο τετάρτων. Kαι κρύβει μέσα της βασικές αντιφάσεις, οι οποίες θα επισημοποιήσουν γρήγορα την αποτυχία της, φανερή εξάλλου ήδη, για όσους βλέπουν λίγο πιο μακριά.     

 

Λιάνα Τσιρίδου

Βήμα διαλόγου