Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
15/05/2008

Ομιλία ΦΩΤΗ ΚΟΥΒΕΛΗ στην αναθεώρηση του Συντάγματος

στα άρθρα 78 παρ.6, 79 παρ.1,88παρ.2εδ.γ΄καιδ΄, 90 παρ.5, 95 παρ.1, 98 παρ.1 εδ.β΄, 100 και118 παρ.5,101 και ερμηνευτική δήλωση, 102 παρ.1 εδ.δ΄103 παρ.9, 104 παρ.3, 101 Α, 108 παρ.1 και 2, 111 παρ.6 και προσθήκη στο άρθρο 5

ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σʼ αυτήν την όντως καταληκτική συνεδρίαση, αισθάνομαι την υποχρέωση να επαναφέρω την πρόταση του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς για την καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.

Βεβαίως, οι διαμορφούμενοι συσχετισμοί δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτή αυτή η πρόταση, αλλά είμαι υποχρεωμένος να επαναθέσω το θέμα, διότι πιστεύω ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σε μία περίοδο, όπου πράγματι το εισόδημα των εργαζομένων πλήττεται και διευρύνεται ο χώρος της φτώχειας.

Και η Πλειοψηφία έχει τη δυνατότητα μέχρι την τελική διαδικασία της ψηφοφορίας να επανεξετάσει τη θέση της και να δεχθεί την πρόταση την οποία ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς κάνει για την καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.

Επισημαίνω ότι η τελευταία πρόταση, και όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει σχέση με την πρόταση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., με το δεδομένο ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας κάνει μία γενική αναφορά στα ζητήματα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά δεν διαμορφώνει στοιχεία αγώγιμου δικαιώματος, σε σχέση με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Επί των άρθρων, λοιπόν, της ενότητας που σήμερα συζητάμε, συμφωνούμε ότι θα πρέπει οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου να δίδονται με ειδικό τυπικό νόμο, προκειμένου να μπορεί και η Βουλή των Ελλήνων να ελέγχει ακριβώς το περιεχόμενο, το χαρακτήρα και τη σκοπιμότητα των εγγυήσεων που το Ελληνικό Δημόσιο δίδει προς τρίτους και να παύσει να υπάρχει αυτή η αδιαφανής κατάσταση, η οποία στο πρόσφατο όσο και στο απώτερο παρελθόν έχει ταλανίσει την πολιτική ζωή.

Χάνεται, όμως, μία ευκαιρία. Χάνεται η ευκαιρία με συνταγματική ρύθμιση να απαγορευθεί η ύπαρξη των ειδικών λογαριασμών, ένα πρόσθετο στοιχείο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αδιαφάνειας. Θυμηθείτε στο πρόσφατο παρελθόν ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς γνωστοποίησε -και δεν διαψεύστηκε αυτή η γνωστοποίηση- ότι υπήρχαν περίπου εκατόν είκοσι ειδικοί λογαριασμοί έξω από τον έλεγχο του Προϋπολογισμού, έξω από τον έλεγχο ακόμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Να, λοιπόν, η δυνατότητα που χάθηκε, με δεδομένη την άρνηση της Πλειοψηφίας να δηχθεί σε επίπεδο συνταγματικής ρύθμισης να καταργηθεί η δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας ειδικών λογαριασμών.

Επίσης, συμφωνούμε με τη ρύθμιση που προτείνεται με την αναθεώρηση του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Συντάγματος που αφορά στη διαδικασία του Προϋπολογισμού.

Βεβαίως, δεν είναι ακριβώς η πρόταση την οποία είχε προτείνει ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά επιτέλους είναι ένα βήμα προς θετική κατεύθυνση που απομακρύνει, αν θέλετε, εκείνη τη διαδικασία που μετέτρεπε τη Βουλή σε ένα όργανο παρακολουθηματικό της πρότασης της Κυβέρνησης -και ειδικότερα του αρμόδιου Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών- για τα ζητήματα του Προϋπολογισμού και καθήλωνε τη Βουλή σε μία διαδικασία θετικής ή αρνητικής ψήφου γενικώς και αορίστως, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αυτή η Βουλή, αυτό το κυρίαρχο σώμα, να μετακινεί κονδύλια ή να προτείνει –έστω- τη μετακίνηση και την αλλαγή κονδυλίων του Προϋπολογισμού.

Θα ψηφίσουμε τη σχετική πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

Σε ό,τι αφορά το άρθρο 88 παράγραφος 2, αναφορικά με το Ειδικό Δικαστήριο, το λεγόμενο «Μισθοδικείο», και τη μεταφορά της αρμοδιότητάς του στο Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν θα ψηφίσουμε τη σχετική πρόταση, διότι διαφωνούμε με την ύπαρξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Και επαναφέρω την παλαιά θέση που είχαμε διατυπώσει και στην αναθεωρητική διαδικασία του Συντάγματος, το έτος 2001. Δεν χρειάζεται κανένα ειδικό δικαστήριο για τις αποδοχές των δικαστών. Η ίδια η συντεταγμένη Δικαιοσύνη με τις υπάρχουσες δομές της να κρίνει τα δικαιώματα, σε σχέση με τις αποδοχές των δικαστών και μάλιστα, με διαδικασίες οι οποίες θα είναι διαφανέστατες και υποκείμενες στον κοινωνικό έλεγχο.

Θυμηθείτε την πρόσφατη απόφαση του λεγομένου «Μισθοδικείου», η οποία έτυχε της αποδοκιμασίας της ελληνικής κοινωνίας, ακριβώς διότι προήλθε από ένα Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο λειτούργησε, θα έλεγα, με απόψεις και αντιλήψεις μιας ιδιότυπης όσο και απαράδεκτης αλληλεγγύης σε σύγκριση με την κοινωνική πραγματικότητα.

Σε ό,τι αφορά στο άρθρο 90 για την ηγεσία του Δικαστικού Σώματος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πράγματι υπάρχει ένας αρρωστημένος ομφάλιος λώρος ο οποίος συνδέει την εκτελεστική εξουσία με το χώρο της Δικαιοσύνης, με το δεδομένο ότι η εκάστοτε ηγεσία του Δικαστικού Σώματος διορίζεται από την Κυβέρνηση, από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Και αυτός ο διορισμός γίνεται, όπως έγινε άλλωστε πολλές φορές, ιμάντας μεταφοράς απόψεων, επιλογών και εντολών από το χώρο της εκτελεστικής εξουσίας στο χώρο της δικαστικής εξουσίας. Και αυτός ο ομφάλιος λώρος πρέπει να αποκοπεί, δυστυχώς.

Και στο σημείο αυτό χάνεται η δυνατότητα να υπάρξει συνταγματική ρύθμιση, η οποία θα υπηρετεί με σαφήνεια τη διάκριση των εξουσιών. Kαι όπως αυτή η διάκριση των εξουσιών καταγράφεται ως αναγκαία βάση ενός πολιτικού συστήματος που το βλέπουμε να πλήττεται, να υπονομεύεται και να συρρικνώνεται από δημοκρατικής άποψης, ακριβώς για το λόγο ότι η διάκριση των εξουσιών, η διάκριση των λειτουργιών του πολιτεύματος υφίσταται κατʼ όνομα, αλλά όχι κατʼ ουσία.

Διαφωνούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με την ίδρυση ειδικών τμημάτων στο χώρο των δικαστηρίων. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για την ίδρυση Eιδικού Tμήματος στο Συμβούλιο Επικρατείας και μάλιστα με συνταγματική πρόβλεψη. Μπορεί περίφημα –δεν το εμποδίζει το Σύνταγμα- να υπάρξει τμήμα το οποίο θα επιλαμβάνεται των υποθέσεων στις οποίες αναφέρεται η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.

Θέλω να σας εξομολογηθώ τη μεγάλη μου ανησυχία όσο και το φόβο που έχω από την ίδρυση ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια. Εκεί διαμορφώνονται λογικές στεγανού. Εκεί διαμορφώνονται δυνατότητες επηρεασμού αυτών των ειδικών τμημάτων των δικαστηρίων, ενός επηρεασμού πολιτικού χαρακτήρα, που είναι δυνατόν να εκτρέπει τη δικαιοσύνη από την οφειλόμενη αντικειμενικότητα όσο και ουδετερότητα που πρέπει να εξασφαλίζει έναντι της εκτελεστική εξουσίας. Ο λόγος για το Συνταγματικό Δικαστήριο. Δεν θα επαναλάβω όσα επίμονα εδώ και καιρό, εδώ και χρόνια υποστηρίζω.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας έχει μια εξαιρετικά επιτυχή διαδρομή. Δεν προέκυψε κανένα ζήτημα και ειλικρινά άκουγα με απορία τον εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, τον συνάδελφο κ. Παναγιωτόπουλο, να ομιλεί περί του ενδεχομένου αντιθέτων αποφάσεων και αντιφάσεων σε σχέση με εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις και την ανασφάλεια –δική του η διατύπωση, όχι δική μου- δικαίου που μπορεί να προκύψει.

Δεν προέκυψε ποτέ, μα ποτέ τέτοιο ζήτημα! Σε δύο περιπτώσεις που είχαμε δύο αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου με το Συμβούλιο της Επικρατείας επελήφθη ταχύτατα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και έλυσε τη διαφορά. Υποστήριξα και υποστηρίζω την άποψη ότι το τυχόν Συνταγματικό Δικαστήριο θα σημάνει εγκατάσταση δικαιοπολιτικού συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού στο χώρο της δικαιοσύνης.

Και τούτο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι θα παρεμβαίνει τη δεδομένη στιγμή, θα εμποδίζει το διάχυτο έλεγχο και θα διαμορφώνει νομολογία υποχρεωτική για όλα τα δικαστήρια, και αυτό είναι στοιχείο που δεν υπηρετεί την επί της ουσίας δημοκρατική –με την κυριολεξία του όρου- λειτουργία του όλου συστήματος της δικαιοσύνης.

Γίνονται σκέψεις –βάσιμες υποστηρίζω εγώ- ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο αναζητεί την πολιτική του εξήγηση και ερμηνεία στο γεγονός ότι το Συμβούλιο Επικρατείας παρενέβη εξαιρετικά δυναμικά με αποφάσεις του Ε΄ Τμήματος και εμπόδισε την προσβολή του περιβάλλοντος.

Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτή η δικαιολογητική βάση των προτεινόντων την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία. Υπάρχουν και άλλες σκοπιμότητες. Υπάρχουν και άλλα μεγέθη, τα οποία οδηγούν σε αυτήν την επιλογή ενός συγκεντρωτικού ελέγχου της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, δηλαδή της ποιότητας του περιεχομένου των αποφάσεων που θα εκδίδονται, προφανέστατα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για κρίσιμα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα των συμβασιούχων που πρόσφατα απασχόλησε την ελληνική κοινωνία. Άλλες αποφάσεις το Πρωτοδικείο και το Εφετείο.

Παρενέβη ο Άρειος Πάγος με δύο αντιφατικές και αντίθετες μεταξύ τους αποφάσεις της Ολομελείας για να υποστηρίξει ότι δεν είναι δυνατόν να τραπεί η σύμβαση των λεγομένων συμβασιούχων σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Επέλεξα ένα χαρακτηριστικό για να επιχειρηματολογήσω για το τι σημαίνει εγκατάσταση ενός δικαιοπολιτικού συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού στο χώρο της δικαιοσύνης.

Συμφωνούμε, δεν έχουμε αντίρρηση να αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 101 του Συντάγματος έτσι ώστε ο νομοθέτης και η διοίκηση όταν δρουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, να έχουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους ως υποχρέωση την ανάπτυξη της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας. Κι αυτό έχει κάποιες συνέπειες θετικού χαρακτήρα αναφορικά με διοικητικές πράξεις ή και νόμους που τυχόν ψηφιστούν αναφορικά με τη στήριξη της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας.

Επιτρέψτε μου, όμως, στην παρένθεση να υποστηρίξω ότι ψηφίζουμε τη σχετική πρόταση, ότι σε τίποτα η υπάρχουσα συνταγματική τάξη και πάλι δεν εμπόδισε τις κυβερνήσεις που έχουν παρελάσει από τούτο τον τόπο, χρόνια ολόκληρα, να έχουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους τη νησιωτική και ορεινή Ελλάδα. Δηλαδή με άλλα λόγια εκείνο το οποίο προέχει είναι ο χαρακτήρας της ασκούμενης πολιτικής.

Εν πάση περιπτώσει, είναι μια διάταξη προσθετική και εμείς την ψηφίζουμε.

Είμαστε αντίθετοι με την τροποποίηση του άρθρου 103 αναφορικά με τη δυνατότητα που θέλει η πλειοψηφία να δώσει, να εντάσσονται στη δομή της δημόσιας διοίκησης και στο βαθμολόγιο της δημόσιας διοίκησης οι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι συμβασιούχοι βεβαίως πρέπει να εξασφαλίσουν τη μόνιμη παρουσία τους στο χώρο της διοίκησης και να σταματήσει αυτή η ταλαιπωρία, την οποία υφίστανται. Ακόμη δεν έχει τελειώσει το θέμα. Αναμένονται αποφάσεις και ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Αυτό, όμως, είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Εκείνο το οποίο προέχει είναι να μη σχετικοποιηθεί η έννοια της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και με τον τρόπο αυτό σχετικοποιείται, διότι εκ πλαγίου εισέρχονται στη δομή της δημόσιας διοίκησης οι εκάστοτε προσλαμβανόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Θα σας έλεγα περαιτέρω ότι πρέπει η δημόσια διοίκηση να απαλλαγεί από τέτοια βάρη, τα οποία συνιστούν στοιχεία πολιτικών σκοπιμοτήτων αλλά και στοιχεία πελατειακών σχέσεων. Έχει ανάγκη υπαλλήλων η δημόσια διοίκηση; Στη βάση των καταγεγραμμένων αναγκών να προχωρά στην προκήρυξη της θέσης και από εκεί και πέρα με αντικειμενικά, με αξιοκρατικά στοιχεία να γίνεται η οποιαδήποτε πρόσληψη. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί στοιχείο που απομακρύνει τη δημόσια διοίκηση και από τις ανάγκες της και κυρίως από τη διεκδίκηση να λειτουργεί αντικειμενικά, αξιοκρατικά και αποτελεσματικά.

Είναι επίσης αναγκαίο να επισημάνουμε ότι σήμερα η έννοια της μονιμότηατς των δημοσίων υπαλλήλων είναι επίσης σχετική με το δεδομένο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι είναι δυνατόν αν καταργηθεί μια συγκεκριμένη θέση, να χάνει την ιδιότητα του υπαλλήλου ο δημόσιος υπάλληλος, ή αν υποκύπτει η δημόσια διοίκηση και δεν εφαρμόζει το νόμο, τότε είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Εάν επίσης ο δημόσιος υπάλληλος υποπέσει σε πειθαρχικά αδικήματα, ελεγχθεί για πλημμελή ή παράνομη συμπεριφορά, τότε και πάλι η μονιμότητα δεν τον καλύπτει. Επομένως, για ποια απόλυτη μονιμότητα βγαίνουν και ομιλούν κάποιοι;

Σε ό,τι αφορά το άρθρο 104 του Συντάγματος, να και πάλι η παρούσα συνταγματική ρητορεία. Έχει υποχρέωση, λέει, ο δημόσιος υπάλληλος να εξυπηρετεί τον πολίτη και να υπέχει και προσωπική ευθύνη για τις πράξεις και τις ενέργειές του.

Γιατί χρειάζεται αυτό να τεθεί ως συνταγματική διάταξη; Η υποχρέωση του υπαλλήλου να συμπεριφέρεται ευπρεπώς προς τον πολίτη, να τον εξυπηρετεί, η υποχρέωση του δημοσίου υπαλλήλου να είναι αποτελεσματικός στην άσκηση των καθηκόντων του είναι προβλεπόμενη υποχρέωση από την κείμενη νομοθεσία. Όπως επίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και ο υπάλληλος για παράνομες συμπεριφορές και πράξεις έχει συγκεκριμένη ευθύνη επίσης προβλεπόμενη από το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα. Αν με ρωτήσετε πόσες φορές αξιοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 105 του εισαγωγικού νόμου του αστικού κώδικα για να αναζητηθεί η ευθύνη του παρανομούντος υπαλλήλου θα σας πω ότι ενθυμούμαι ελάχιστες, για να μην πω ελαχιστότατες. Αυτό, όμως, είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Και ποιο είναι αυτό το ζήτημα; Είναι το ζήτημα ότι η δημόσια διοίκηση δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε συντεταγμένα με την οφειλόμενη νομιμότητα και με την οφειλόμενη υποχρέωση ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις προς τον Έλληνα πολίτη.

Αλλά η συζήτηση για τη δημόσια διοίκηση είναι μεγάλη. Σε κάθε περίπτωση η δημόσια διοίκηση δεν έχει ανάγκη των ρυθμίσεων που προτείνονται στην παρούσα αναθεωρητική διαδικασία το άρθρο 103 του Συντάγματος. Η δημόσια διοίκηση έχει ανάγκη από την αλλαγή της δομής της από την αξιοκρατία, από την αντικειμενικότητα, από την ένταξή της στην παραγωγική διαδικασία αυτού του τόπου.

Σας ευχαριστώ.