Skip to main content.
18/05/2008

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ ʼ68 ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Σαράντα χρόνια μετά την έξαρση των νέων κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ʼ60, βρισκόμαστε σε διαφορετική περίοδο. Δεν άλλαξαν, απλώς, οι εποχές στων καιρών τα γυρίσματα. Έχουμε μπει σε διαφορετική ιστορική φάση, με νέες αντιθέσεις, νέες εξουσίες και αντιφάσεις, που την προσδιορίζουν.

Οι Μάηδες της δεκαετίας του ʼ60, όσα διαδραματίστηκαν σʼ αυτά τα σαράντα χρόνια (έτσι θέλω να αναφερθώ στο σύνολο των εξεγέρσεων της νεολαίας, από το ελληνικό φοιτητικό κίνημα του 15% και του 114, τη νέα αριστερά των ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Λατινική Αμερική, την Αν. Ευρώπη), εκφράσανε και διαμορφώσανε την κουλτούρα της αντίστασης κι εναντίωσης στον ιεραρχικό τύπο των κοινωνιών, της αμφισβήτησης του αυταρχικού μοντέλου της εκπαίδευσης, της απελευθέρωσης από το συμβατικό τρόπο της πολιτικής, της μη αλλοτρίωσης από τον καταναλωτικό κι εκμεταλλευτικό προσανατολισμό της οικονομίας, της αντίστασης στο γραφειοκρατικό κι αυταρχικό μηχανισμό της εξουσίας, της αποκάλυψης του υποκριτικού συντηρητισμού στις ανθρώπινες σχέσεις.

Η διάχυτη πίεση της ελευθερίας και του υποκειμενικού αυθορμητισμού, αλλά και η εξουθενωτική κόπωση από την προσαρμογή στα κατεστημένα, οδήγησαν στην εξέγερση για ένα διαφορετικό κώδικα προσωπικής και συλλογικής στάσης ζωής.  

Πολλά από τα νέα κοινωνικά κινήματα των επόμενων δεκαετιών, επηρεάστηκαν καθοριστικά. Κυρίως με τη διεύρυνση του δημοσίου χώρου της πολιτικής, την πολιτικοποίηση της καθημερινότητας και των προσωπικών εκδηλώσεων κι εμπειριών των πολιτών, με την αξίωση της συμμετοχής, της αντιπροσώπευσης και του ελέγχου.

Και σήμερα, τα νέα κοινωνικά κινήματα, που αμφισβητούν το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, που κυριαρχεί στο παγκόσμιο κι ευρωπαϊκό πεδίο, προβάλλουν νέες ανάγκες συμμετοχής, συναπόφασης κι ελέγχου, αλλά και διεκδικούν το διαφορετικό τύπο κοινωνιών, οικονομιών και πολιτικής διακυβέρνησης, που θα ρυθμίζει τον ακραίο καταναλωτισμό και τον αναγκαστικό μονόδρομο της προσαρμογής στην ηγεμονία της αγοράς.

Σε παγκόσμια κλίμακα έχει εκδηλωθεί η οικονομική κρίση, η κοινωνική και θεσμική αναδίπλωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η έκπτωση της πολιτικής και η υποκρισία της διεθνούς κοινότητας, ο ανισόρροπος τύπος ανάπτυξης και η μετάλλαξη του πολίτη σε θεατή της ζωής του και καταναλωτή του εαυτού του.

Ο νεοφιλελευθερισμός των ανταγωνισμών της παγκόσμιας αγοράς και των διεθνών χρηματοπιστωτικών μηχανισμών, που καταναλώνει ρητορείες περί της διαρκούς ηγεμονίας του, ως του τελικού κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος διακυβέρνησης, βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα όλων των οικονομισμών, που διεκδίκησαν το χαρακτήρα της δογματικής επιβολής στις κοινωνίες. Η μετάλλαξη της αντιπροσωπευτικής θεσμικής δημοκρατίας σε μεταδημοκρατία των διαχειριστικών μηχανισμών, ο κίνδυνος παρατεταμένης ύφεσης των χρηματοπιστωτικών οικονομιών, η μεταποίηση των συλλογικών αγαθών σε εμπορεύσιμα κερδοσκοπικά προϊόντα, μαζί με τις καταστροφές στο περιβάλλον κι άλλα πολιτικοκοινωνικά αίτια, αλλάζουν τις κοινωνικές δομές κι επιβάλλουν την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και την αναζήτηση νέου ρυθμιστικού κι εποπτικού ρόλου του κράτους, στο όνομα της διπλής στρατηγικής για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική συνοχή.     

Για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, θέλω να αναφερθώ σε τρεις επισημάνσεις.

Το πρώτο αφορά τη συνολική στρατηγική για την Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά είναι σήμερα η μόνη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη που μπορεί να πάρει στα χέρια της την ιδέα της πολιτικής ενοποίησης με κοινωνικά, δημοκρατικά και οικολογικά χαρακτηριστικά.

Η σαφής πρόταση για ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς, που θα εξασφαλίζουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και ταυτόχρονα την προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της αγοράς, απαιτεί θεωρητικό και πολιτικό σχεδιασμό. Πρέπει να επεξεργαστούμε ένα πρόγραμμα πρωτοβουλιών, προτάσεων και δράσεων, ώστε η Ενωμένη Ευρώπη να βρει τη στρατηγική και πολιτική της οντότητα.

Η εναλλακτική πρόταση στον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό, είναι υπόθεση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και αν δεν την αναλάβει, τότε κοινωνίες, λαοί, πολίτες, κυβερνήσεις, θα παραδέρνουν στα σημερινά αδιέξοδα που βασανίζουν όλους, με την Ευρώπη ανήμπορη να διαδραματίσει ιστορικό ρόλο έναντι της ηγεμονικής υπερεξουσίας των ευρωατλαντικών δομών.

 Το δεύτερο πρόβλημα είναι το θέμα των σχέσεων Σοσιαλδημοκρατίας και Ευρύτερης Αριστεράς. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία βιώνει μια μεγάλη αντίφαση. Εγκλωβίστηκε στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο και αυτό τη φέρνει σε σύγκρουση με τις παραδόσεις της και με τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλησε ιστορικά να εκφράσει. Έχασε τη μεταρρυθμιστική της αξιοπιστία και προσαρμόστηκε στη διεκπεραίωση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.

Αλλά και η πέραν της Σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά, βρίσκεται σε υποχώρηση κι αμηχανία, γιατί δεν έχει αφομοιώσει τα ιστορικά τραύματα που την καθόρισαν, ούτε έχει απογαλακτιστεί από παραδοσιακές οπτικές και στερεότυπα προσέγγισης κι ανάλυσης του κοινωνικού γίγνεσθαι, στη σημερινή εποχή.

Τώρα είναι που αρχίζει η περίοδος όπου μπορεί να υπάρξει ανακατανομή δυνάμεων και ρόλων ανάμεσα στην Αριστερά και στη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτό απαιτεί μια στρατηγική σύνθετη και αποτελεσματική, μια στρατηγική διαρκών πρωτοβουλιών. Δεν είναι θέμα βολονταρισμού, αλλά πολιτικής αντιμετώπισης όλων των κοινωνικών αναστατώσεων, των δημοκρατικών ελλειμμάτων, των αναπτυξιακών στρεβλώσεων, των οικονομικών κρίσεων, των περιβαλλοντικών καταστροφών και των πολιτισμικών αναδιπλώσεων, που σωρεύει στις κοινωνίες και την παγκόσμια οικονομία, ο άκρατος ανταγωνισμός της αγοράς.

Το τρίτο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη της δυναμικής των κοινωνικών κινημάτων, για να αλλάξει η σημερινή Ευρωπαϊκή κοινωνία, για να αλλάξει η κομματική κουλτούρα, για να αλλάξει η δομή των πολιτικών συστημάτων και των κομμάτων, για να αλλάξουν οι τρόποι δημοκρατικής συμμετοχής, αντιπροσώπευσης, λήψης αποφάσεων κι ελέγχου. Τα κόμματα και οι ανοιχτές κοινωνίες των πολιτών, οι διαδικασίες λήψης κι υλοποίησης των αποφάσεων, απαιτούν διαρκείς αλλαγές.

Τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο που έρχεται σήμερα να ταράξει κάπως το πολιτικό τέλμα που υπάρχει στην Ευρώπη. Είναι βασικός παράγοντας ανανέωσης της πολιτικής, αναδιάρθρωσης της δημοκρατίας και αναγέννησης της Αριστεράς που θέλει να βάλει την κοινωνία πάνω από την αγορά, που θέλει να βάλει τις ελευθερίες επάνω από τους ανταγωνισμούς, που θέλει να βάλει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη.

Ως προς την Ελλάδα, γίνεται φανερό ότι έχει κλείσει ο μεταπολιτευτικός κύκλος, ότι ο συλλογικός μας βίος φτωχαίνει σε όλα τα επίπεδα.

Όλες οι έρευνες επισημαίνουν εκλογική συμπίεση του δικομματισμού, πολιτική αποδυνάμωση των ηγεμονικών πλειοψηφιών και του μονοκομματικού κυβερνητισμού, κοινωνική απονομιμοποίηση των προγραμματικών διακηρύξεων, αποθεσμοποίηση του δημοσίου βίου.

Γίνεται ορατό ότι στην πλειοψηφία τους οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα, πιστεύουν ότι είναι εξαρτημένο, διαβρωμένο, αναποτελεσματικό κι υποκριτικό, έναντι των πραγματικών προβλημάτων της χώρας και των αναγκών των πολιτών.

Επίσης, εκδηλώνονται σκληρές και προκλητικές αντιφάσεις στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, με την ανεργία, την ακρίβεια, την ανέχεια, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα αναδιανομής εισοδημάτων και κοινωνικής στήριξης. Μεγαλώνουν οι κοινωνικές ανισότητες, μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των λίγων νεόπλουτων και των πολλών νεόφτωχων, χωρίς να υπάρχει πεποίθηση και μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης κι αλληλεγγύης.

Τέλος, η συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος και των μέσων επιρροής της κοινής γνώμης, δίνει στα εξωθεσμικά κέντρα τη δύναμη να παίζουν καθοριστικό ρόλο στις εκλογές και στη διαμόρφωση της πολιτικής καθημερινότητας και του γενικού πολιτικού κλίματος. Και τούτο, διότι υποχωρεί η πολιτική, κυριαρχεί η εργαλειακή λειτουργία της και η επικοινωνιακή διαχείρισή της, που την μετατρέπουν σε διαφημιζόμενο προϊόν, προς εκλογική προτίμηση.

Το ερώτημα είναι καίριο:

Θα προεκτείνει την ύπαρξή του και στη νέα περίοδο, ως επιβίωση της μεταπολίτευσης, αυτό το αποδυναμωμένο κι αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα, ή θα αναδιαρθρωθεί και θα ανασυγκροτηθεί, στις κομματικές δομές, στους συσχετισμούς, στις προγραμματικές προτάσεις, στον τρόπο διακυβέρνησης, ώστε να ανακτήσει δυναμική και να εμπνεύσει συλλογική αισιοδοξία και δημιουργικότητα.

Είναι οι δυνάμεις της σοσιαλιστικής αριστεράς και της ευρύτερης δημοκρατικής αριστεράς σε θέση να σχεδιάσουν, να διεκδικήσουν και να εφαρμόσουν ένα μεσοπρόθεσμο επιχειρησιακό σχεδιασμό προοδευτικών διαρθρωτικών αλλαγών;

Το θέμα συζητείται χρόνια, μας έχει απασχολήσει όλους πολλές φορές και η εξέλιξη των σχέσεων ΠΑΣΟΚ και Αριστεράς, έχει επηρεάσει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις σε κορυφαίες στιγμές. Το πρόβλημα έχει την ιστορικότητά του και την παραταξιακή φόρτιση, που κάποτε, όμως, πρέπει να δώσουν τη θέση τους στον ουσιαστικό διάλογο.

Προφανώς υπάρχουν πολύ μεγάλα θεωρητικά θέματα στη βάση του προβλήματος σχέσεων ΠΑΣΟΚ – Αριστεράς. Όμως, νομίζω ότι οι προσέγγιση του προβλήματος σήμερα δεν πρέπει να επιχειρηθεί με θεωρητικό τρόπο. Πιστεύω ότι θα είναι πολύ πιο αποδοτικό να επιχειρήσουμε μια πιο πρακτική και βήμα προς βήμα προσέγγιση, ξεκινώντας από τα άμεσα ερωτήματα που θέτει η πολιτική συγκυρία.

Πριν όμως επιχειρήσω μια τέτοια προσέγγιση, επιτρέψτε μου μονάχα μια ευρύτερη αναφορά, που τη θεωρώ πολύ χρήσιμη και αναγκαία.

Συνηθίζουμε πολλές φοράς, αναφερόμενοι στις σχέσεις ΠΑΣΟΚ – Αριστεράς να κάνουμε αναγωγή στο γενικό σχήμα Σοσιαλδημοκρατία – Κομμουνισιογενής Αριστερά. Θεωρώ πως το σχήμα αυτό, εν μέρει είναι χρήσιμο, εν μέρει όμως αποπροσανατολιστικό και ακατάλληλο. Διότι οι ελληνικές ιδιομορφίες είναι πάρα πολύ έντονες. Τόσο το ΠΑΣΟΚ απέχει πολύ από του να είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικοευρωπαϊκού τύπου, όσο και η άλλη ελληνική Αριστερά , λόγω της διάσπασής του ʽ68, παρουσιάζει διαφορετική εικόνα και πορεία από την υπόλοιπη δυτικοευρωπαϊκή κομμουνιστογενή αριστερά.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στον 8ο μήνα της δεύτερης τετραετίας της ΝΔ. Η κυβέρνηση ξεδιπλώνει την πολιτική της σε όλα τα μέτωπα, παρά το γεγονός ότι η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία είναι οριακή. Η κοινή γνώμη είναι έντονα δυσαρεστημένη από την κυβερνητική πολιτική, όμως ταυτόχρονα δεν διαφαίνεται εναλλακτική λύση, που να αποτελεί πραγματική απειλή για την κυβέρνηση.  Στο χώρο της αντιπολίτευσης τα βασικά χαρακτηριστικά είναι δύο:

α)Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την έντονη επιφύλαξη του ελληνικού λαού και δεν πείθει, ούτε ως αντιπολίτευση, ούτε ως διεκδικητής της εξουσίας.

β)Ο ΣΥΝ παρουσιάζει στις δημοσκοπήσεις εντυπωσιακή άνοδο, σε αντίθεση με το ΚΚΕ που παραμένει στάσιμο και είναι φανερό ότι αποτελεί σήμερα την επιλογή ενός μεγάλου τμήματος πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.

Οι σχέσεις, λοιπόν, του ΠΑΣΟΚ με το ΣΥΝ λειτουργούν πολύ καθαρά με τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων και της εκλογικής ανταγωνιστικότητας και αποτελούν το κρίσιμο στοιχείο που θα κρίνει την κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων.

Με βάση όλη την εμπειρία του παρελθόντος, νομίζω ότι μπροστά στο ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΝ υπάρχουν δύο επιλογές, δύο δρόμοι.

α) Η επιλογή της πεπατημένης, η επιλογή του τύπου σχέσεων που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Δηλαδή, το μεν ΠΑΣΟΚ να έχει ως στόχο την αξιοποίηση της λογικής του συστήματος δικομματικής εναλλαγής και να επιδιώκει κάποια στιγμή την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, ποντάροντας στην κυβερνητική φθορά της ΝΔ. Αυτή η επιλογή μπορεί να υπηρετηθεί μονάχα εάν ο ΣΥΝ συρρικνωθεί κι επανέλθει σε ποσοστά της τάξεως του 3%. Άρα, εκ των πραγμάτων ο βασικός στόχος του ΠΑΣΟΚ το επόμενο διάστημα θα είναι ο ΣΥΝ και η αποκατάσταση των ισορροπιών του δικομματισμού, που σήμερα φαίνονται – προσωρινά έστω- διαταραγμένες.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΝ, έχοντας συνείδηση της λογικής των συγκοινωνούντων δοχείων, θα έχει ως στόχο το να αποσπάσει ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ, επιδιώκοντας να ανατρέψει ριζικά το μεταξύ τους συσχετισμό και εδραιώνοντας τη δική του θέση στην πολιτική ζωή.

Αυτή η επιλογή, στις σημερινές συνθήκες, θα ευνοήσει αποκλειστικά τη μακροημέρευση στην κυβέρνηση της ΝΔ. Διότι, σήμερα υπάρχει μια διαφορετική ισορροπία δυνάμεων. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να περιορίσει τόσο δραστικά, όσο απαιτείται το ΣΥΝ. Ο ΣΥΝ από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να ξεπεράσει το ΠΑΣΟΚ και να γίνει αυτό ο κύριος δεύτερος πόλος του δικομματικού συστήματος. Και αυτή η κατάσταση θα επιτρέψει στη ΝΔ να υλοποιήσει την πολιτική της, χωρίς ουσιαστικής αντίστασης.

β)Η δεύτερη επιλογή είναι δρόμος διαφορετικός από όσα μέχρι σήμερα έχουμε γνωρίσει. Το αποτέλεσμά της δεν μπορεί κανείς να το πει εκ των προτέρων, αλλά πρόκειται για μια επιλογή, που κατά τη γνώμη μου πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη. Αυτή η επιλογή είναι η επιλογή της ένταξης του θεμιτού ανταγωνισμού των δύο κομμάτων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας, με στόχο την από κοινού διακυβέρνηση της χώρας. Ο εκλογικός νόμος που ισχύει σήμερα, για πρώτη φορά δίνει το περιθώριο για λύσεις κυβερνητικής συνεργασίας. Είτε αυτό πρόκειται να συμβεί ως αποτέλεσμα της μη επίτευξης αυτοδυναμίας, είτε πρόκειται να συμβεί ως θετική επιλογή με τη συγκρότηση προεκλογικής συμμαχίας με κοινό πρόγραμμα και κοινή κυβερνητική πρόταση. Αυτή η επιλογή προϋποθέτει κουλτούρα διαλόγου και προγραμματικών συγκλίσεων. Αυτή η επιλογή επιβάλλει, οι δύο ηγεσίες να υπερβούν πρακτικά τα εσκαμμένα και να επαναπροσδιορίσουν με ριζικό τρόπο τη στρατηγική τους. Κυρίως, όμως, θέτει μεγάλα προγραμματικά και πολιτικά προβλήματα τα οποία από τη στιγμή που θα τεθούν προς αντιμετώπιση, θα μας υποχρεώσουν όλους να έρθουμε αντιμέτωποι με την ουσία των σύγχρονων προβλημάτων, να φύγουμε από τη σφαίρα της αοριστολογίας και να μπούμε στο χώρο της πραγματικής πολιτικής. Προσωπικά, νομίζω ότι από το σημείο αυτό και μετά θα μπορούσε να ανοίξει και για τους δύο χώρους, ένα πραγματικά νέο κεφάλαιο.

Διότι ένα κοινό πρόγραμμα ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ θα έπρεπε να συνδυάζει στις σημερινές συνθήκες την αντιπολίτευση στην κυβερνητική πραγματικότητα, αλλά και την προοπτική υπέρβασης αυτής της πραγματικότητας. Και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και το πρόβλημα πάνω στο οποίο σπάει τα μούτρα της τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Αριστερά, όποτε ήρθε σε επαφή με την εξουσία.       

Έχουμε την τόλμη και κυρίως την πολιτική θέληση να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο, έστω κι αν τελικά σπάσουμε κι εμείς τα μούτρα μας ή όχι;

Εγώ προτείνω να το δοκιμάσουμε και να κινητοποιήσουμε με βάση αυτό το σχέδιο όλες τις δημιουργικές δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Διαφορετικά, ας επιδοθούμε για μια ακόμη φορά όλοι μας στους τακτικισμούς και στη μεταξύ μας αντιπαράθεση, αξιοποιώντας λάθος όλες τις δυνατότητες και τις επιδεξιότητές μας.  

  Η ανακύκλωση των δεδομένων, που υπάρχουν, δεν παράγει νέες πολιτικές διεργασίες. Η αναμονή των γεγονότων, που διαφαίνονται, επίσης, δεν είναι πολιτική. Ούτε η ευκαιριακή και εκ των υστέρων αντίδραση μπροστά σε όσα προκύπτουν, αποτελεί σχεδιασμένη παρέμβαση για να αλλάξουν τα δεδομένα της πραγματικότητας, να αντιμετωπιστούν τα αίτια κι οι συνέπειες της κρίσης.

Η πολιτική είναι η ζώσα και δρώσα ανησυχία, για την πρόοδο της κοινωνίας, με δημοκρατία, ελευθερία, δικαιοσύνη, ανθρωπισμό και πολιτισμό. Είναι η σχεδιασμένη παρέμβαση στην πραγματικότητα της ζωής μας, για να αλλάξει και να γίνει καλύτερη για όλους, τόσο γιʼ αυτούς που ζουν, όσο και για τους επερχόμενους.

Είναι θέμα πολιτικής ευθύνης να εξυγιάνουμε το δημόσιο βίο, που αποτελεί συλλογικό αγαθό της κοινής ζωής μας. Και η πολιτική ευθύνη εσωτερικεύεται και συνειδητοποιείται από κάθε πολίτη ως χρέος, εκφράζεται δε και υλοποιείται ως αξίωση συμμετοχής κι ελέγχου.