Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
04/06/2008

Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΝ Αλ. Τσίπρα στην ανοιχτή εκδήλωση-συζήτηση του ΣΥΝ ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος

φωτο: σ.σαπαρδάνη afisa

Οι κλιματικές αλλαγές, η ανθρωπογενής δηλαδή βίαιη περιβαλλοντική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου από την υπερβολική έκλυση των αερίων του θερμοκηπίου και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακος που προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια πρόκληση του καιρού μας.

Η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή προειδοποίησε ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έχουν αυξηθεί κατά 80% από το 1970, θα διπλασιαστούν ξανά μέχρι το 2030. Αυτό θα μπορούσε να επισπεύσει την άνοδο της θερμοκρασίας κατά 4ο-6ο C μέχρι το τέλος του αιώνα.

Πριν εξήντα χρόνια ο Αϊνστάιν με αφορμή την εφεύρεση της ατομικής βόμβας, είχε πει ότι «η ανθρωπότητα είναι για πρώτη φορά σε θέση να αυτοεξοντωθεί». Σήμερα είμαστε σε θέση να συνομολογήσουμε πως αν δεν ενεργήσουμε άμεσα, αν δεν ξεφύγουμε από το υπερκαταναλωτικό πρότυπο ζωής και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, τότε θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στο δρόμο της αυτοεξόντωσης, αφού οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που είναι ήδη εμφανείς θα γίνουν πολύ γρήγορα ανεξέλεγκτες και καταστροφικές.

Το 1997 το Πρωτόκολλο του Κιότο χαρακτηρίστηκε ως το πρώτο αλλά ατελές βήμα σε μια κοινή προσπάθεια της ανθρωπότητας για την επιβίωση του πλανήτη. Εισήγαγε την ηθικά σωστή αρχή της "κοινής, αλλά διαφοροποιημένης" ευθύνης που σήμαινε πως αν και όλοι οι λαοί έχουμε κοινές ευθύνες για το μέλλον του πλανήτη, αυτές πρέπει να επιμερίζονται ανάλογα με την άνιση συνεισφορά που είχαν ιστορικά οι διάφορες κοινωνίες στη δημιουργία του προβλήματος.

Έθεσε στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τις ανεπτυγμένες χώρες, ωθώντας τες υπό μια έννοια να αναζητήσουν άλλα, φιλικότερα προς το περιβάλλον, μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης.

Σήμερα, ωστόσο, η διεθνής κοινότητα μιλάει για την μετά Κιότο εποχή, μετά το 2012. Για να αποφευχθούν οι χειρότερες επιπτώσεις από την αλλαγή του κλίματος, πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις θέτουν σαν στόχο η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους 2Ο C συγκρινόμενη με τα προβιομηχανικά επίπεδα, στόχος που έχει ήδη υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προς το παρόν, ο ρυθμός με τον οποίο προχωρούν οι διεθνείς διαπραγματεύσεις είναι πολύ αργός και ακόμα δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη περαιτέρω μείωση των εκπομπών μετά το 2012, παρόλο που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη εμφανείς.

Εμείς υποστηρίζουμε πως κυρίως οι ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, αλλά και οι ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία (στο βαθμό που τους αναλογεί και χωρίς να "καταδικαστούν" σε μόνιμη υπανάπτυξη), οφείλουν να συμβληθούν σε πιο ισχυρούς δεσμευτικούς στόχους, χωρίς «ευέλικτους», αγοραίους μηχανισμούς που να ακυρώνουν στην πράξη τις θετικές αρχές των συμφωνιών.

Για την Ελλάδα, η αύξηση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έχει ήδη ξεπεραστεί. Προβλεπόταν ένα 25% πάνω από τα επίπεδα του 1990 κατά την περίοδο 2008-2012 και πιθανότατα –όπως λένε ειδικοί, όπως το Εθνικό Αστεροσκοπείο- αν συνεχιστεί ο σημερινός ρυθμός αύξησης των εκπομπών, και αδρανήσουμε μη λαμβάνοντας κανένα μέτρο, τότε η συνολική αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση µε το έτος βάσης θα είναι +34,7 % το 2010 και +49,4% το 2020. Το ότι θα ξεπεράσουμε τους δοσμένους στόχους θα έχει βέβαια και σοβαρότατες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

Στη χώρα μας όμως έχουμε συνηθίσει να μην ʽιδρώνει το αυτίʼ των κυβερνώντων από την αδυναμία της χώρας να ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις για τη προστασία του περιβάλλοντος.

Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ξέρουν να μιλάνε γενικόλογα για την αειφορία τη περιβαλλοντική προστασία, ξέρουν να φωτογραφίζονται με τον Αλ Γκορ, να συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια, το μόνο που φαίνεται να αγνοούν είναι ότι η χώρα μας ως μέλος της διεθνούς κοινότητας έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για το περιβάλλον, που οφείλει να τηρεί.

Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως που υπόκειται σε κυρώσεις για ασυμφωνία με τις οδηγίες του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Η Ελλάδα και ενδεχομένως οι υπόχρεες ελληνικές βιομηχανίες δε θα μπορούν να αγοράσουν ή να πουλήσουν δικαιώματα ρύπων, μέσα από τους λεγόμενους ευέλικτους μηχανισμούς. Κι αυτό θα συμβαίνει έως ότου η Ελλάδα αποδείξει ότι συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του ΟΗΕ.

Ο διασυρμός αυτός της χώρας πλήττει και τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς υποσκάπτει τον μέχρι σήμερα πρωταγωνιστικό της ρόλο στη διεθνή προσπάθεια για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.

Την ίδια στιγμή που ως χώρα αδυνατούμε να ανταποκριθούμε στις στοιχειώδεις διεθνείς μας υποχρεώσεις, η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοινώνει συνεχώς αδειοδοτήσεις παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη αντί προγραμμάτων σταδιακής υποκατάστασής τους. Επιπροσθέτως προγραμματίζει νέες εγκαταστάσεις με εισαγόμενο λιθάνθρακα που δικαίως έχουν ξεσηκώσει τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, τους ειδικούς και χιλιάδες ενεργούς πολίτες.

Όσοι μιλούν για λιθανθρακικές μονάδες ισχυρίζονται ότι είναι πιο οικονομικές, δεν έχουν υπολογίσει όμως το κόστος και την επιβάρυνση από το αλισβερίσι της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων από τα διεθνή χρηματιστήρια, κάτι που αυξάνει το κόστος της κιλοβατώρας το οποίο θα μετακυλύεται στον καταναλωτή, χωρίς να είναι δική του επιλογή.

Εμείς λέμε: Να ακυρωθούν αμέσως οι αδειοδοτήσεις για επιπλέον παραγωγή με χρήση λιθάνθρακα και να σχεδιαστεί η προοδευτική μείωση, σε έναν ορίζοντα χρόνου, της χρήσης του λιγνίτη, να σχεδιαστεί ο περιορισμός της χρήσης πετρελαίου και μακροχρόνια, ακόμα και του φυσικού αερίου για την ηλεκτροπαραγωγή. Υποστηρίζουμε ότι χρειαζόμαστε ένα συνολικό, συνεκτικό και μακροχρόνιο σχέδιο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδίου οικολογικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Ένας τέτοιος σχεδιασμός επιβάλλει και ένα γενικότερο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των οικονομιών και της απασχόλησης της περιφέρειας, όπου έχουν υπερσυγκεντρωθεί οι σχετικές παραδοσιακές βιομηχανίες. Δεν θα πληρώσει δηλαδή μια τέτοια ανασυγκρότηση η Κοζάνη, η Πτολεμαΐδα ή η Μεγαλόπολη! Δεν μας χρωστάν οι κάτοικοι αυτών των επιβαρημένων περιοχών, εμείς τους χρωστάμε. Αρκεί όσο πλήρωσαν και όσο πληρώνουν ήδη για το ότι παράγουν ενέργεια για ολόκληρη τη χώρα.

Η ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας είναι η δεύτερη χειρότερη στην Ευρώπη των δεκαπέντε. Ο δείκτης ενεργειακής αποδοτικότητας φτάνει το 66,1%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 71,3%. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας -εξωφρενική στην Ελλάδα- αυξάνεται περίπου κατά 4% ετησίως, όταν στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση κυμαίνεται μεταξύ 1%-2%. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τον τριτογενή τομέα και όχι από τη βαριά βιομηχανία. Προέρχεται από τη ζήτηση για τη λειτουργία των οικιών, ψύξη, θέρμανση και από τις μεταφορές.

Χρειαζόμαστε λοιπόν μια δραστική στροφή και μια συνολική πολιτική μείωσης του υπερβολικού ρυθμού αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα, μια πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η εξοικονόμηση ενέργειας είναι το μεγαλύτερο και το καθαρότερο κοίτασμα ενέργειας!

Χρειαζόμαστε επίσης αλλαγές στους τρόπους κατανάλωσης, ιδιαίτερα στα κτίρια και τις μεταφορές:

Ιδιαίτερα στα κτίρια, που είναι ίσως η μεγαλύτερη ενεργειακή μαύρη τρύπα της Ελλάδας. Ο κτιριακός τομέας είναι υπεύθυνος για το 40% της ενέργειας που καταναλώνεται. Τα 200.000 δημόσια και κρατικά, κακοφτιαγμένα και κακοσυντηρημένα, κτίρια κρατούν τα σκήπτρα της ενεργειακής διαρροής.

Εδώ και χρόνια κάθε κτίριο θα έπρεπε να διαθέτει ενεργειακή ταυτότητα καθώς από το 1998 υπάρχει η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία. Η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει συγκεκριμένα μέτρα μείωσης της ενεργειακής σπατάλης των κτιρίων με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, νέου τύπου θερμομονώσεις και βιοκλιματικές τεχνικές.

Προτείνουμε επίσης να αλλάξουμε την επιλογή της κατασκευής μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, αν και ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ ανακοίνωσε μόλις προχθές ότι νέο πακέτο κλειστών αυτοκινητοδρόμων στην Αττική. Εμείς πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε μια εναλλακτική στρατηγική στις μεταφορές, που δεν θα χει στο κέντρο του σχεδιασμού το ΙΧ, μια στρατηγική που απαιτεί επενδύσεις στο δημόσιο σύστημα μεταφοράς προκειμένου η χρήση των δημόσιων μέσων μεταφοράς να γίνει πολύ πιο φθηνή και η μεταφορά αγαθών να στραφεί από την οδική μεταφορά, στη μεταφορά μέσω σιδηροδρόμων και πλοίων.

Ειδικότερα για τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι αυτοδιοικητικές μας κινήσεις έχουν επεξεργαστεί ενδιαφέρουσες και ριζοσπαστικές λύσεις περιορισμού της χρήσης της αυτοκίνησης και ιδίως στα κέντρα των πόλεων, με παράλληλη ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, ιδιαίτερα αυτών της σταθερής τροχιάς, του Τραμ αλλά και ποδηλατοδρόμων.

Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία η χώρα μας παίρνει μόλις το 4,7% της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας και το 6,3% της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές. Δεν πρόκειται για μοιραίο ούτε για φυσικό αποτέλεσμα. Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών. Υπάρχουν σαφέστατες πολιτικές ευθύνες καθώς η ανανεώσιμη ενέργεια αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία και εχθρότητα από κυβερνήσεις και κρατικές υπηρεσίες.

Η Ελλάδα απέχει από το στόχο κάλυψης του 12% της ενέργειας και του 21,1% του ηλεκτρικού ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2010 και μαζί με την Πορτογαλία είναι μάλλον οι μοναδικές χώρες των δεκαπέντε της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν θα το πετύχουν.

Χρειαζόμαστε μια μαζική ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών με χρονοδιάγραμμα, μέτρα, κίνητρα, επιλογές, με σοβαρή μελέτη και με σεβασμό στο περιβάλλον και βεβαίως όχι με αυθαιρεσίες διαφόρων μεγάλων εταιρειών, οι οποίες νομίζουν ότι βρήκαν εδώ πέρα το νέο Ελντοράντο.

Κάθε περιοχή της χώρας πρέπει να αξιοποιήσει όσο αιολικό δυναμικό διαθέτει, στη βάση της πραγματικής φέρουσας ικανότητας των τοπικών κοινωνιών και οικοσυστημάτων, μακριά όμως από τοπικιστικές αυτάρκεις θεωρήσεις. Χρειάζονται σοβαρές μελέτες και μηχανισμοί παρακολούθησης και κυρίως χρειάζεται η ΔΕΗ να προσανατολιστεί σε ενεργή ανάπτυξη των ΑΠΕ, κάτι που δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα, χάνοντας την ευκαιρία να οδηγήσει ηγεμονικά τις εξελίξεις, όπως έγινε σε άλλες χώρες.

Προτείνουμε, τέλος, να ενισχυθεί η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σε αποκεντρωμένες συνθήκες, σε σπίτια, σε ιδιωτικές μονάδες, σε τουριστικά καταλύματα, με κίνητρα, με διοικητικά μέτρα. Σημαντικός εδώ είναι και ο ρόλος των ΟΤΑ καθώς οι αποκεντρωμένες ενεργειακές πολιτικές δημιουργούν νέες, σταθερές, θέσεις εργασίας σε τοπικό επίπεδο.

Η κυβέρνηση προσφάτως αφήνει να πλανάται το ενδεχόμενο να προσφύγουμε σε ατομική ενέργεια. Μετράει αντιδράσεις σε αυτή την ιδέα που ήδη προβάλλεται και διεθνώς από ένα ισχυρότατο λόμπι ως «πράσινη» και φτηνότερη ενέργεια.

Η ατομική ενέργεια ούτε εναλλακτική είναι ούτε οικολογική, ούτε καν οικονομική. Το ρίσκο των ατυχημάτων με τις σχετικές συνέπειες σε ζωές, δημόσια υγεία και οικονομική δραστηριότητα είναι απολύτως απαγορευτικό. Επίσης, είναι μακροχρόνια αδιέξοδη η ασφαλής και οικονομική διάθεση των πυρηνικών αποβλήτων και το κόστος για να κλείσει μια ατομική εγκατάσταση είναι το 40% έως 50% του αρχικού κόστους της επένδυσης.

Εμείς λέμε η Ελλάδα να παίξει θετικό ρόλο ώστε να αποτραπεί η εγκατάσταση αντιδραστήρων στην Βουλγαρία, την Τουρκία, την Αλβανία.

Πυρηνικά εργοστάσια στα Βαλκάνια σημαίνει μόνιμη και εντατική στρατικοποίηση της περιοχής, υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ ή άλλων «προστάτιδων δυνάμεων» για τη φύλαξή των εγκαταστάσεων έναντι υπαρκτών ή φανταστικών εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Αυτό είναι άραγε το μέλλον ειρήνης και ανεξαρτησίας που οραματιζόμαστε για τους λαούς της Βαλκανικής;

Εμείς στην Αριστερά αντιμετωπίζουμε την ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό. Άρα ως ένα αγαθό που θα πρέπει συλλογικά να συζητήσουμε και να συμφωνήσουμε του όρους που παράγεται και που καταναλώνεται. Θεωρούμε οικουμενική υπόθεση την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των φυσικών πόρων.

Δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική και βιώσιμη ανάπτυξη των κοινωνιών στην Ευρώπη και στον κόσμο, χωρίς τον αναγκαίο αναστοχασμό και αναδιάρθρωση της ενεργειακής πολιτικής.

Λέμε ξεκάθαρα ότι οι πολυεθνικές εταιρείες απειλούν την κυριαρχία της ενεργειακής πολιτικής, σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και πιστεύουμε ότι το οικολογικό ζήτημα είναι πολύ στενά συνδεδεμένο με το κοινωνικό ζήτημα.

Είναι επίσης σαφές ότι η απελευθέρωση των αγορών και η ιδιωτικοποίηση δεν ωφελούν το κλίμα. Αντιθέτως αυξάνουν την ανισότητα και αφαιρούν τον έλεγχο από τους χρήστες βασικών υπηρεσιών.

Τα δίκτυα ενέργειας και φυσικού αερίου πρέπει να είναι δημόσια περιουσία. Αυτό όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται να υπάρχει άμεσος έλεγχος του δικτύου από την κοινωνία, για να εμποδίζεται η κατάχρηση στις τιμές και για να υιοθετούνται ουσιαστικές πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας.

Η πρόσβαση στην ενέργεια είναι επίσης απαραίτητη για τη διεθνή ανάπτυξη. Χωρίς ισότιμη πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους για όλους σε όλο τον κόσμο, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ισότητα στη ζωή.

Επιπλέον, το ενεργειακό ζήτημα διαπλέκεται άμεσα και το ζήτημα της παγκόσμιας ειρήνης. Η άποψη πως είναι θεμιτό να πολεμάς για ενεργειακούς πόρους –κάτι που ούτε η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αρνείται- είναι ένας μεγάλος κίνδυνος για την ανθρωπότητα. Η πολιτική για την προστασία του κλίματος είναι μια πολιτική φιλειρηνική, ενάντια στους πολέμους και τις εντάσεις των δρόμων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Πιστεύουμε ότι τα ενεργειακά ζητήματα είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής ευημερίας, εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής και κλιματικής πολιτικής, πρόληψης , κοινωνικής πολιτικής, δημοκρατίας, Ευρωπαϊκής εξωτερικής και κοινωνικής πολιτικής και ισορροπίας της παγκόσμιας τάξης.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση εργαζόμαστε, από κοινού με άλλες οργανώσεις και κόμματα, στην Ελλάδα και την Ευρώπη και σε συνεργασία με συλλογικότητες πολιτών και οικολογικές οργανώσεις και κινήματα.

Αναζητούμε λύσεις πολιτικές και κοινωνικές, που θα αλλάζουν τα κυρίαρχα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης, προτείνουμε νέες ρυθμίσεις και μηχανισμούς εφαρμογής και ελέγχου τους σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Κυρίως όμως αγωνιζόμαστε για κερδίσουμε ολοένα και περισσότερες συνειδήσεις ενεργών πολιτών για την ανάγκη συλλογικής δράσης και αντίστασης για τη προστασία του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Για να αρχίσουμε όλο και περισσότερες, όλο και περισσότεροι να σκεφτόμαστε παγκόσμια και δρούμε τοπικά. Για να μετατρέψουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα σε αντικείμενο λαϊκών αγώνων και μαζικών διεκδικήσεων. Γιατί τίποτα δε πρόκειται να μας χαριστεί παρά μονάχα με αγώνες μπορεί να κερδηθεί. Αγώνες σαν αυτούς που διεξάγονται σε κάθε γωνιά της χώρας, αγώνες που έχουν νίκες, αγώνες για το αυτονόητο δικαίωμα στη ζωή που πρέπει να εντείνουμε, να ενισχύσουμε γιατί το χρωστάμε στις γενιές που έρχονται.