Skip to main content.
15/06/2008

Οι Ευρωπαίοι πολίτες απόντες από τη Συνθήκη της Λισαβώνας || 'Αρθρο της Μαρίκας Φραγκάκη, μέλους της ΚΠΕ του ΣΥΝ, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

Το 1984, πριν από σχεδόν ένα-τέταρτο του αιώνα, το για πρώτη φορά άμεσα εκλεγμένο (το 1979) Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλε στις κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΟΚ το πρώτο στην ιστορία σχέδιο ευρωσυντάγματος. Την πρωτοβουλία είχε μια ομάδα 9 ευρωβουλευτών, προερχόμενων από διάφορα πολιτικά κόμματα και χώρες, μεταξύ των οποίων και ο Αλτιέρο Σπινέλλι.

Το σχέδιο αυτό, το οποίο αναδείκνυε την Ευρωπαϊκή διάσταση της Κοινότητας, αποδυναμώνοντας το ρόλο των διακυβερνητικών οργάνων και ενισχύοντας αντίστοιχα εκείνο του Κοινοβουλίου, χάθηκε στους διαδρόμους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αντʼ αυτού, το 1986 υπογράφηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, κύριο αντικείμενο της οποίας ήταν η ολοκλήρωση της αγοράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το δεύτερο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχέδιο ευρωσυντάγματος, το οποίο απορρίφθηκε μαζικά από τους πολίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας το 2005. Ως αποτέλεσμα, μετά από διετή περίοδο «περισυλλογής», το 2007, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανήλθε, εγκρίνοντας και αποστέλλοντας στις κυβερνήσεις τη Συνθήκη της Λισαβώνας - ένα εξάτομο έργο - με την εντολή αυτή να επικυρωθεί από το κοινοβούλιο κάθε χώρας το συντομότερο δυνατό και πάντως πριν από το τέλος του 2008, προκειμένου να είναι έτοιμη εγκαίρως για τις ευρωεκλογές του 2009 . Ηδη, η Συνθήκη της Λισαβώνας έχει επικυρωθεί από το κοινοβούλιο 13 κρατών μελών και από το ΕΚ. Μόνο η Ιρλανδία πρόκειται να διεξαγάγει δημοψήφισμα (στις 12/6/2008) για την επικύρωση της νέας Συνθήκης.

Η διαφορά της διαδικασίας προώθησης θεμελιωδών, θεσμικών ρυθμίσεων για την Ε.Ε. το 1984, το 2004 και το 2007 είναι προφανής. Στη θέση του ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης μεταξύ άμεσα εκλεγμένων αντιπροσώπων, επιλέχθηκε, για τη συνταγματική διαδικασία, ο διορισμός συνταγματικής συνέλευσης και για την αναθεωρητική διαδικασία, η μυστική διπλωματία!

Αν η διαδικασία διαμόρφωσης και προώθησης της ΣΛ θέτει σοβαρά ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης, πώς αξιολογείται το περιεχόμενό της; Θα αναφερθούμε στις τρεις διαστάσεις της ΣΛ, οι οποίες προβάλλονται ως βασικές αρετές της – στη δημοκρατία, στην αποτελεσματικότητα και στη διαφάνεια.

Ως προς τη δημοκρατία, η ΣΛ περιλαμβάνει ορισμένες διατάξεις, σχετικά με (α) το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, (β) τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών και (γ) τους πολίτες.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στο ΕΚ, ο αριθμός των πεδίων, για τα οποία ισχύει η διαδικασία συναπόφασης (από κοινού με το Συμβούλιο) αυξάνεται από 40 σε 69, σε σύνολο 90. Το ΕΚ εξακολουθεί να στερείται αρμοδιότητας σε σημαντικούς τομείς, όπως της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, της χρηματοπιστωτικής πολιτικής, της δασμολογικής πολιτικής, κα. Επί πλέον, το ΕΚ δε διαθέτει τη δυνατότητα έναρξης της νομοθετικής διαδικασίας, την οποία διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τέλος, το ΕΚ δεν μπορεί να ζητήσει την παραίτηση του Προέδρου ή άλλου μεμονωμένου μέλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά μόνο ολόκληρης της Επιτροπής (με πλειοψηφία των 2/3).

Ως προς τα εθνικά κοινοβούλια, η υπό επικύρωση Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων των Κοινοτικών οργάνων σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας (τυχόν υπέρβασης δηλαδή των ορίων δικαιοδοσίας τους), με την προϋπόθεση ότι το σχετικό αίτημα προέρχεται από το ένα-τρίτο των κοινοβουλίων και υπόκειται σε προθεσμία οκτώ εβδομάδων από τη στιγμή κατάθεσης ενώπιόν τους του σχεδίου νομοθετικής πράξης.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα περισσότερα εθνικά κοινοβούλια αγνοούν και πολύ περισσότερο, δεν ελέγχουν τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων στα Ευρωπαϊκά όργανα, γίνεται αντιληπτό ότι η πιο πάνω ρύθμιση είναι περιορισμένης εμβέλειας. Επί πλέον, οι σφιχτές προθεσμίες για την εφαρμογή της και η προϋπόθεση συντονισμού μεταξύ των κοινοβουλίων διαφορετικών χωρών δυσχεραίνουν την πρακτική της εφαρμογή.

Τέλος, με τη νέα συνθήκη καθιερώνεται μια νέα μορφή άμεσης δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, δίδεται η δυνατότητα υποβολής πρόσκλησης προς την Επιτροπή από ένα εκατομμύριο πολίτες, οι οποίοι είναι «υπήκοοι σημαντικού αριθμού κρατών μελών», προκειμένου να διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση (ΣΕΕ άρ. 11, παρ. 4). Η Επιτροπή δεν υποχρεώνεται να αποδεχθεί το αίτημα. Είναι προφανές ότι τόσο οι όροι, όσο και η πρακτική σημασία μιας ενδιαφέρουσας πράγματι καινοτομίας για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αποδυναμώνονται εν τη γενέσει!

Συνολικά, η νέα συνθήκη εισάγει ορισμένα στοιχεία εκδημοκρατισμού. Πλην όμως, αφήνει ανέπαφο το μεγάλο ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ενωσης. Το κέντρο λήψης αποφάσεων παραμένει το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ενώ το ΕΚ έχει δευτερεύοντα ρόλο σε πολλούς τομείς και απουσιάζει παντελώς από άλλους.

Επί πλέον, η πλήρως ανεξέλεγκτη ως προς τη λειτουργία της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγνωρίζεται με τη νέα Συνθήκη ως ευρωπαϊκός θεσμός, ενισχύοντας έτσι το υφιστάμενο καθεστώς μη ελέγχου της ασκούμενης νομισματικής πολιτικής από οποιοδήποτε όργανο, Κοινοτικό ή εθνικό.

Αντίθετα με τη δημοκρατία, η ανάγκη για αποτελεσματικότητα ήταν το κύριο έναυσμα για τη συντακτική και στη συνέχεια, την αναθεωρητική διαδικασία, ενόψει της διεύρυνσης της Ε.Ε. (το 2004 και το 2007), αλλά και της διαρκώς αυξανόμενης πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Ειδικότερα, η νέα συνθήκη εισάγει τα εξής θεσμικά στοιχεία.

- Ο θεσμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος καθιερώθηκε το 1986 στο πλαίσιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, αναγνωρίζεται ως ευρωπαϊκός θεσμός.

- Προβλέπεται θέση Προέδρου του ΕΣ, με θητεία 2,5 ετών.

- Προβλέπεται θέση Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, ο οποίος θα είναι και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

- Ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση του Συμβουλίου.

- Ο αριθμός των Επιτρόπων μειώνεται κατά το ένα-τρίτο, η δε συμμετοχή τους είναι εκ περιτροπής.

- Το μέγεθος του Κοινοβουλίου μειώνεται σε 751 βουλευτές.

- Επεκτείνεται ο αριθμός των τομέων, στους οποίους οι αποφάσεις λαμβάνονται με το σύστημα της ενισχυμένης πλειοψηφίας.

- Η λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο υπόκειται στο λεγόμενο διπλό σύστημα ψηφοφορίας, όπου, από το 2014, ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 55% των μελών του Συμβουλίου, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον 15 μέλη και αντιπροσωπεύει κράτη μέλη που συγκεντρώνουν ποσοστό τουλάχιστον 65% του πληθυσμού της Ενωσης. Οι διατάξεις αυτές είναι μεταβατικές μέχρι το 2017.

- Η ΕΕ αποκτά ενιαία, νομική προσωπικότητα.

- Διευκολύνεται η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ «τουλάχιστον εννέα κρατών μελών».

- Καθιερώνεται η δυνατότητα αποχώρησης κράτους μέλους, μετά από διετή περίοδο ειδοποίησης του ΕΣ σχετικά.

- Τέλος, ως προς τη δυνατότητα αναθεώρησης της Συνθήκης, σημειώνεται ότι η προϋπόθεση σύγκλησης συντακτικής συνέλευσης και διακυβερνητικής διάσκεψης αίρεται σε περίπτωση κατά την οποία τούτο αποφασισθεί από το ΕΣ και έχει τη σύμφωνη γνώμη του ΕΚ.

Ορισμένες από τις παραπάνω ρυθμίσεις είναι αυτονόητες (όπως η δυνατότητα αποχώρησης κράτους μέλους), ορισμένες είναι υπερώριμες (όπως η εφαρμογή της ενισχυμένης πλειοψηφίας σε περισσότερους τομείς), άλλες είναι ασαφείς (όπως ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Προέδρου του Συμβουλίου, του Προέδρου της Επιτροπής και του Υπατου Εκπροσώπου) και άλλες ενδέχεται να δημιουργήσουν σύγχυση. Π.χ. σε περίπτωση παραίτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τι προβλέπεται για τον Υπατο Εκπρόσωπο, μέλος του Συμβουλίου, αλλά και αντιπρόεδρο της Επιτροπής;

Ομοίως, το νέο σύστημα ψηφοφορίας του ΕΣ μένει να δοκιμαστεί, ενόψει και των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν από ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Πολωνία, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν. Τέλος, η διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας ορισμένων κρατών μελών, αλλά και η μεγαλύτερη ευκολία αναθεώρησης της συνθήκης ενδέχεται να ενισχύσουν την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, αλλά και την τάση περαιτέρω απομάκρυνσης των πολιτών από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί αναλυτές της Συνθήκης διατυπώνουν επιφυλάξεις ως προς το εάν και κατά πόσο η νέα συνθήκη θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα λειτουργίας της Ε.Ε. .

Επισημάναμε παραπάνω ότι η διαφάνεια εμφανίζεται ως η τρίτη διάσταση-αρετή της νέας συνθήκης από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ευσταθεί αν λάβουμε υπόψη (i) ότι η νομική βάση της ΕΕ περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, μετά από την νέα αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου και ότι συνεπώς καθίσταται ακόμα πιο απρόσιτη για τον πολίτη, (ii) ότι το φαινόμενο των “OPT OUTS”, της επιλογής δηλαδή ορισμένων χωρών να μην εντάσσονται σε συγκεκριμένες διατάξεις, εξαπλώνεται, όπως συνέβη π.χ. με τη Βρετανία και την Πολωνία ως προς την Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και την Ιρλανδία και Βρετανία ως προς τον τομέα ασφάλειας και δικαιοσύνης, (iii) και βεβαίως ότι η διαδικασία που επελέγη για την κατάρτιση της νέας συνθήκης αποτέλεσε την αποθέωση της μυστικής διπλωματίας και του παζαριού μεταξύ των ευρωπαίων ηγετών, σε πλήρη άγνοια των άμεσα ενδιαφερομένων, των ευρωπαίων πολιτών!

Συνολικά, οι νέες, θεσμικές ρυθμίσεις της Συνθήκης, αν και ενδιαφέρουσες, δεν επιλύουν το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά ούτε και της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας της. Δυστυχώς, το όραμα του Σπινέλλι για μια κοινωνική και δημοκρατική Ευρώπη έχει τεθεί από τους ηγέτες της Ενωσης προ πολλού στο αρχείο, σε βάρος της ίδιας της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης.