Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
22/10/2008

Ομιλία Αλέξη Τσίπρα στη Νομική σε εκδήλωση της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Ο Πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλέξης Τσίπρας, μίλησε σήμερα στην εκδήλωση που οργανώνεται από την ΑΡΕΝ (Αριστερή Ενότητα) με θέμα τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.

Στην εκδήλωση έκαναν παρέμβαση επίσης με ομιλία τους οι: Απέκης Λάζαρος (Πρόεδρος ΠΟΣΔΕΠ) και Δωρής Φίλιππος (Καθηγητής Αστικού Δικαίου).

Ο Αλ. Τσίπρας τόνισε:

«Κατ΄ αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους και όλες που βρίσκεστε σήμερα εδώ και να πω ότι είμαι ευτυχής που βρίσκομαι αυτές τις μέρες μπροστά σε φοιτητές της Νομικής και μιλώ σε φοιτητές της Νομικής. Διότι τούτες τις μέρες το πολιτικό σκηνικό της χώρας, αντιμετωπίζει ζητήματα που χρήζουν νομικής βοήθειας ή νομικών επεξηγήσεων. Και πρέπει να πω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόμα και για έναν πρωτοετή φοιτητή της Νομικής που μαθαίνει το συνταγματικό δίκαιο, να παρακολουθήσει τούτες τις μέρες τις πολιτικές εξελίξεις για να δει ποια είναι τα όρια των σχέσεων κράτους-εκκλησίας, για να δει ποια είναι τα όρια των σχέσεων πολιτικής και δικαστικής εξουσίας και πώς διαπλέκονται, και ποιες είναι οι πιέσεις της πολιτικής εξουσίας στη δικαστική εξουσία, προκειμένου να μην αναδεικνύονται ζητήματα, όλα τα ζητήματα που έχουν  προκύψει ως σκάνδαλα από την εποχή του σκανδάλου του χρηματιστηρίου ως το σκάνδαλο των ομολόγων, από την εποχή του σκανδάλου των παρακολουθήσεων των τηλεφώνων ως τις παρακολουθήσεις των πακιστανών, από την περίοδο του σκανδάλου ΖΗΜΕΝΣ μέχρι το σκάνδαλο του κ. Παυλίδη και τώρα το περίφημο σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου, είναι σαφές ότι υπάρχει μια ασφυκτική πίεση από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας στη δικαστική εξουσία. Και είναι σαφές ότι πρέπει να προστρέξει κανείς στα νομικά εγχειρίδια και στο Σύνταγμα προκειμένου να δει τα όρια αυτών των σχέσεων. Φτάσαμε στη σημείο να έχουμε δύο εισαγγελείς να παραιτούνται, διότι ζήτησαν να διαβιβαστεί αυτός ο φάκελος στη Βουλή, και ασκήθηκαν πιέσεις προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί αυτό. Και θα ήμουν ιδιαίτερα περίεργος αν ήμουν κι εγώ πρωτοετής φοιτητής, όπως πολλοί από σας, και μάθαινα το συνταγματικό δίκαιο, νομίζω στο πρώτο έτος διδάσκεται, να ρωτούσα τους καθηγητές μου, διότι καθηγητές είναι και αυτοί οι οποίοι συνέταξαν τον  περίφημο νόμο περί ευθύνης υπουργών, ο κ. Παυλόπουλος, δικός σας καθηγητής, ο κ. Βενιζέλος, καθηγητής του ΑΠΘ, ένας νόμος ο οποίος ουσιαστικά είναι κομμένος και ραμμένος ώστε να βγαίνουν λάδι όλοι όσοι κατά καιρούς έχουν εμπλακεί σε σκάνδαλα ή σε υποθέσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Και ένας απλός πολίτης αν υποπέσει σε πράξεις ποινικά κολάσιμες, γνωρίζει ότι οι πράξεις αυτές δεν παραγράφονται παρά μετά το πέρας 20ετίας. Ένας υπουργός όμως, γνωρίζει ότι μπορεί να κουκουλώνει τα ζητήματα μέχρι να περάσει η πενταετία και μετά πέρα βρέχει. Και θα ήθελα να ρωτήσω, είναι δίκαιο αυτό; Ή είναι δίκαιο αν ένας συνομήλικός σας τον τσιμπήσουν για κατοχή δέκα γραμμαρίων κάνναβης, να περνάει χρόνια στη φυλακή ή κανέναν άλλον συνάδελφό σας που φοράει πράσινα παπούτσια και τον κατηγορούν αδίκως ότι συμμετέχει σε βιαιοπραγίες να μένει μήνες στη φυλακή με βαρυποινίτες, ενώ όλοι όσοι έχουν εμπλακεί κατά καιρούς για διασπάθιση δημοσίου χρήματος να μην περνάνε καν από το εδώλιο του κατηγορουμένου; Είναι νομικό σύστημα δίκαιο αυτό που έχουμε; Είναι ερωτήματα τα οποία νομίζω κανείς για να απαντήσει πρέπει βεβαίως να προστρέξει στα νομικά εγχειρίδια και τους νόμους, πρέπει όμως να δει και πώς διαρθρώνεται το πολιτικό μας σύστημα και το πως η πολιτική εξουσία τελικά καταφέρνει να ξεφεύγει διότι οι πιέσεις που ασκεί είναι ιδιαιτέρα έντονες και πώς η πολιτική εξουσία όταν διαπλέκεται με την οικονομική εξουσία και πιέζει τη δικαστική εξουσία έχουμε ένα πλέγμα σχέσεων, ένα μείγμα ιδιαίτερα εκρηκτικό το οποίο σε τελική ανάλυση θίγει την ίδια τη δημοκρατία σε αυτό τον τόπο. Να κλείσω όμως αυτή την  παρένθεση και να έρθω στην ουσία του θέματος της σημερινής συζήτησης που είναι οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας και να πω ότι για μας είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τα συζητάμε όλα αυτά, ακόμα κι όταν στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας είναι τα σκάνδαλα, διότι κατά τη δική μας εκτίμηση τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα σήμερα, παρά το γεγονός ότι όλοι συζητάνε για το Βατοπέδι, είναι τα κοινωνικά ζητήματα. Τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το χώρο της παιδείας, της υγείας, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι σήμερα στην κοινωνία που είναι αναγκασμένοι με ένα και δυο πτυχία, να δουλεύουν σε προγράμματα stage ανασφάλιστης εργασίας για 400 ευρώ το μήνα. Και θα ήθελα ξεκινώντας να σας πω ότι εκτιμώ ότι ζούμε πολύ περίεργες και παράξενες εποχές. Διότι την ίδια στιγμή που όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης για την οικονομία, οι ίδιοι άνθρωποι που όψιμα ανακαλύπτουν αυτή την ανάγκη, προωθούν και υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις για λιγότερο κράτος στην υγεία , την παιδεία, τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Την ίδια στιγμή που ολοένα και περισσότεροι ανακαλύπτουν τον άσπλαχνο και ακραίο νεοφιλελευθερισμό, υπερασπίζονται με πάθος τις μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή, που εισήγαγαν στη χώρα μας ελαστικές σχέσεις εργασίας, τις μετοχοποιήσεις ή ιδιωτικοποιήσει δημόσιων επιχειρήσεων, την αποθέωση του χρηματιστηρίου και την πλήρη ιδιωτικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι οι ίδιοι οι οποίοι προώθησαν μεταρρυθμίσεις που στην πραγματικότητα ξεπουλάνε το δημόσιο πλούτο σε ιδιωτικά συμφέροντα. Και είναι οι ίδιοι οι οποίοι απαξίωσαν πλήρως τη δημόσια παιδεία και το δημόσιο πανεπιστήμιο. Και βεβαίως, έρχονται τώρα και μιλάνε για αρπακτικό καπιταλισμό, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα και συμφωνούν απόλυτα, στην ανάγκη να μετατραπεί και ο χώρος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε χώρο επιχειρηματικής κερδοσκοπίας. Κι αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Μήπως κάποιοι δεν έχουν καταλάβει καλά; Όχι, όλα τα καταλαβαίνουν. Στην ουσία όμως, όταν μιλάνε για την ανάγκη κρατικής παρέμβασης, εννοούν κρατική παρέμβαση προκειμένου να μην χάνουν τα ιδιωτικά συμφέροντα. Και όχι κρατική παρέμβαση προκειμένου να πάψουν να κερδίζουν ασύστολα εις βάρος της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουν είναι και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο. Και βεβαίως μιας μιλάμε για δημόσια παιδεία καλό είναι να γνωρίζουμε ότι μόνο στα λόγια υπάρχει δημόσια παιδεία. Διότι στατιστικές έρευνες; Αποδεικνύουν και το ξέρει ο καθένας πάρα πολύ καλά από την οικογένειά του, ότι η μέση ελληνική οικογένεια είναι αναγκασμένη να δίνει πολύ μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού, προκειμένου ένας νέος να περάσει το δημόσιο πανεπιστήμιο κι όταν περάσει στο δημόσιο πανεπιστήμιο, επίσης είναι αναγκασμένη να δίνει μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού, διότι τις περισσότερες φορές είναι σε μια πόλη έξω από την πόλη όπου είναι η πρώτη κατοικία, το σπίτι, άρα είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν ενοίκιο, είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν τις συγκοινωνίες του φοιτητή, ακόμα και συγγράμματα. Αν δούμε λοιπόν τις δημόσιες δαπάνες θα διαπιστώσουμε ότι ένας ισόποσος του δημόσιου προϋπολογισμού που δίνεται σε ιδιωτικές δαπάνες για την παιδεία. Άρα λοιπόν αναρωτιέται κανείς αν μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για δημόσιο πανεπιστήμιο, για δημόσιο σχολείο και δημόσια παιδεία, έχοντας αυτό ως δεδομένο, έχοντας δηλαδή ως δεδομένο ότι το κράτος , η πολιτεία, από δω και στο εξής θα δίνει ολοένα και λιγότερα στη δημόσια παιδεία από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ ανά πάσα στιγμή θα είναι διαθέσιμη προκειμένου να δώσει όσα τους ζητήσουν αυτοί που πραγματικά κυβερνάνε αυτό τον τόπο. Οι τραπεζίτες που μαζεύτηκαν προχθές φώναξαν τον κ. Αλογοσκούφη και του είπαν, χρειαζόμαστε 28δις. Μάλιστα, είπε ο κ. Αλογοσκούφης, σας τα δίνουμε αμέσως, ότι ζητήσετε για να στηρίξουμε τις τράπεζες. Όμως για το δημόσιο πανεπιστήμιο που συνειδητά απαξιώνεται όλα αυτά τα χρόνια, ούτε ένα ευρώ παραπάνω. Ούτε ένα ευρώ παραπάνω προκειμένου να λειτουργούν οι βιβλιοθήκες, που φτάσαμε στο σημείο, ακριβώς επειδή η ευρωπαϊκή ένωση δεν εντάσσει πια σε προγράμματα συγχρηματοδότησης τις δαπάνες των βιβλιοθηκών, οι βιβλιοθήκες στη χώρα μας, που αποτελούν εθνικό πλούτο, να μένουν δίχως επιστημονικά συγγράμματα, τις συνδρομές εκείνες των επιστημονικών περιοδικών που είναι απαραίτητα προκειμένου οι ερευνητές, όσοι κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές να προστρέχουν σε αυτά για να κάνουν την έρευνά τους. Ούτε ένα ευρώ παραπάνω για τα πανεπιστήμια τα περιφερειακά, που  πολλές φορές δεν έχουν να πληρώσουν ούτε το νοίκι, κι ας ζητάει το Υπουργείο παιδείας πενταετή προγράμματα και προϋπολογισμούς. Kι αναρωτιέται κανείς , είναι δυνατόν να προχωρήσουμε έτσι ως κοινωνία; Και πώς είναι δυνατόν κάποιοι να θεωρούν ότι το κράτος μπορεί να παρεμβαίνει διαρκώς και να βρίσκει χρήματα προκειμένου να υπερασπιστεί τους κερδοσκόπους, προκειμένου να υπερασπιστεί τους τραπεζίτες, σε τελική ανάλυση το κράτος να παρεμβαίνει υπέρ των πλουσίων και να μη μπορεί να παρέμβει υπέρ της κοινωνίας. Να μη μπορεί να παρέμβει υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, να μη μπορεί να παρέμβει υπέρ των φτωχών. Στην πραγματικότητα η απαξίωση της δημόσιας παιδείας, ήταν και είναι μια συνειδητή επιλογή από την πλευρά των τελευταίων κυβερνήσεων εκ μέρους του νεοφιλελεύθερου λόμπυ που οδηγεί την Ευρώπη. Μια συνειδητή επιλογή που δεν είχε να κάνει με την αδυναμία εξεύρεσης πόρων και χρημάτων. Που είχε να κάνει με τη σκόπιμη επιδίωξη τα ιδιωτικά συμφέροντα να εισβάλλουν και σε ένα χώρο όπου υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση, υπάρχει δυνατότητα να κερδίσουν πολλά χρήματα. Αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας. Πώς συνέβη αυτό; Κατάʼ αρχάς, μέσα από την επιδίωξη να προωθηθεί η κυρίαρχη αντίληψη που διέπνεε την περίφημη συμφωνία της Μπολόνια, ότι η παιδεία δεν μπορεί πλέον να εκλαμβάνεται ως δημόσιο αγαθό αλλά ως επιχειρηματικός χώρος. Και με βάση αυτό τον άξονα προωθήθηκαν πολύ συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Στον πυρήνα των μεταρρυθμίσεων αυτών βρίσκεται η αντίληψη περί ελεύθερου ανταγωνισμού δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και εργαλείο προκειμένου να περάσει αυτή η αντίληψη , ήταν η περίφημη αξιολόγηση. Εύηχη λέξη προφανώς, πολλοί μας εγκαλούσαν, μα είναι δυνατόν να μη θέλετε αξιολόγηση; Θεωρούσαν ότι αξιολόγηση σημαίνει αξιοκρατία. Αν επρόκειτο γι αυτό θα ήμασταν οι πρώτοι οι οποίοι θα λέγαμε βεβαίως. Στην πραγματικότητα όμως, η αξιολόγηση έτσι όπως προβλεπόταν να προωθηθεί από την Μπολόνια, ήταν ένα εργαλείο ώστε η πίτα, ο δημόσιος πλούτος που κατευθύνεται στην εκπαίδευση, οι δημόσιες επενδύσεις, να μοιράζεται μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων μέσω της περίφημης αξιολόγησης. Η εξέλιξη αυτή από μια άποψη, η διαδικασία αυτή , είναι αντίστοιχη με ότι συμβαίνει στο χώρο για παράδειγμα των αερομεταφορών. Δείτε τι γίνεται με την Ολυμπιακή. Με τον εθνικό μας αερομεταφορέα. Πέραν του γεγονότος ότι οι ίδιοι τον έχουν απαξιώσει και καταχρεώσει, 1,6 δις ευρώ λένε ότι είναι τα χρέη του, πέραν του γεγονότος αυτού, και πέραν του γεγονότος ότι βλέπουμε να δίνουν 28 δις, ευρώ μέσα σε μια νύχτα για να στηρίξουν τραπεζικούς ομίλους που καταρρέουν αλλά για τον εθνικό αερομεταφορέα δεν μπορούν γιατί υποτίθεται ότι υπάρχει το σύμφωνο σταθερότητας το οποίο έχει γίνει κουρελόχαρτο, μας λένε ότι δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της μια αεροπορική εταιρεία υπό δημόσιο έλεγχο διότι δεν μπορεί να είναι κερδοφόρα, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να σταθεί και να είναι κερδοφόρα  μια επιχείρηση η οποία είναι ιδιωτικών συμφερόντων, όπως η AEGEAN. Και μεθαύριο, όταν θα υπάρχουν ενδεχομένως ιδιωτικών συμφερόντων, γιατί θα καταργήσουν το δημόσιο αερομεταφορέα, το κράτος θα αναγκάζεται να επιδοτεί τους ιδιωτικούς. Κάπως έτσι αντιλαμβάνονται και την υποχρέωση του κράτους να δίνει δαπάνες για την αυτό πρακτικά σημαίνει κατάργηση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, αφού ούτε το δημόσιο πανεπιστήμιο αν υποθέσουμε ότι μπορεί να συνυπάρχει με το ιδιωτικό πανεπιστήμιο, θα είναι σε θέση να παρέχει δημόσια παιδεία. Εμείς εκτιμούμε ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ακόμα και αν τα ιδρύματα αυτά τα ιδιωτικά θα ήταν όντως πανεπιστήμια. Στην περίπτωσή μας όμως, είμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη που κάθε άλλο παρά το ότι θα υπάρξουν ιδιωτικά πανεπιστήμια ….ιδρύματα μπορούμε να πούμε. Θα έχουμε ιδρύματα τα οποία στην πραγματικότητα απλώς θα πουλάνε πτυχία. Χωρίς κανέναν έλεγχο στην ποιότητα των σπουδών, με μοναδικό στόχο το κέρδος, με μοναδικό στόχο να αυξήσουν την κερδοφορία των όσων τα ιδρύουν. Δείτε για παράδειγμα την περιβόητη υπόθεση των ΚΕΣ. Τι είναι αυτά τα ΚΕΣ; Στην πραγματικότητα πρόκειται όλα αυτά τα οποία σαν τα μανιτάρια φύτρωσαν πριν από μια δεκαετία, την περίοδο της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, και σήμερα έρχονται να καλύψουν υποτίθεται το κενό που υπάρχει στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πρόκειται περί φραντσάΙζιγκ ξένων κυρίως βρετανικών πανεπιστημίων, που δεν τα έχει ακούσει η μάνα τους τις περισσότερες φορές, και τα οποία βγήκαν στη γύρα και πουλάνε πτυχία στους ιθαγενείς ακριβώς όταν δυσκόλεψε η χρηματοδότησή τους από το βρετανικό κράτος. Και βεβαίως εδώ η κυβέρνηση της  ΝΔ, και ο υπουργός κ. Στυλιανίδης κάνει ότι μπορεί προκειμένου να αναγνωριστούν τα πτυχία στην πραγματικότητα, αυτό κάνει λέγοντας ότι αναγνωρίζω τα εργασιακά τους δικαιώματα τα πτυχία θέλει να αναγνωρίσει, την ίδια στιγμή που γνωρίζουμε ότι δεν έχει κάνει τίποτα η κυβέρνηση προκειμένου να αναγνωρίζονται ως masters τα ελληνικά πτυχία, και την ίδια στιγμή που γνωρίζουμε ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο στο εξωτερικό. Απαγορεύεται δια νόμου να λειτουργήσουν ως φραντσάιζιγκ στο εξωτερικό. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι όλη αυτή η πολιτική ήταν σχεδιασμένη και είχε ένα συγκεκριμένο στόχο. Όλη αυτή η πολιτική που ξεκίνησε από την περίφημη βάση του 10, που συνεχίστηκε με τη μείωση των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και συνεχίστηκε με την απόπειρα της κυβέρνησης να αναθεωρήσει το άρθρο 16, ήταν μια στοχευμένη πολιτική που ήθελε να δώσει στην αγκαλιά των ιδιωτικών κολλεγίων, των ιδιωτικών συμφερόντων, χιλιάδες νέους ανθρώπους, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει κατά τη γνώμη μου ένα θετικό-άλλοι λένε ότι είναι κουσούρι, εγώ λέω ότι είναι ευλογία- να θέλει τα παιδιά της να σπουδάσουν, να αποκτήσουν τίτλους σπουδών, εκμεταλλευόμενη λοιπόν αυτό, να ωθήσου ν ολοένα και περισσότερους νέους ανθρώπους, χιλιάδες βλέπουμε τώρα, στην αγκαλιά αυτών των ιδιωτικών συμφερόντων. Στην πραγματικότητα, όμως κοροϊδεύοντας τους. Για να μη μακρηγορώ, θα ήθελα να κλείσω λέγοντας τρία σημεία.

Το πρώτο. Η κυβέρνηση του κ. Καραμανλ/ή και ο κ. Στυλιανίδης, ο οποίος από τότε που ανέλαβε ως υπουργός παιδείας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ασχολείται με το ιδιωτικό σκέλος της παιδείας , θα ήταν χρήσιμο κατά τη γνώμη μου αν ο πρωθυπουργός κάνει ανασχηματισμό τις επόμενες μέρες να βάλει κι έναν άλλον δίπλα του που να έχει χρέη υπουργού δημόσιας παιδείας, διότι ο κ. Στυλιανίδης εκτελεί χρέη υπουργού ιδιωτικής παιδείας. Δεν κάνει τίποτε άλλο δηλαδή από το να λειτουργεί ως σπόνσορας αυτών των κολλεγίων. Στην πραγματικότητα λοιπόν η κυβέρνηση προσπαθεί σήμερα να παρακάμψει το Σύνταγμα, να παρακάμψει το γεγονός ότι πριν από ένα ενάμιση χρόνο ηττήθηκε συντριπτικά από ένα κίνημα παιδείας το οποίο ήταν απροσδόκητο , από τους νέους ανθρώπους που βρέθηκαν μαζικά στο δρόμο, και ηττήθηκε και η ίδια και το ΠΑΣΟΚ, που μπορεί μετά τις εξελίξεις αυτές και τη διεύρυνση του κινήματος αυτού να απέσυρε τα χέρια του από το άρθρο 16, γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι μέχρι σήμερα δεν έχει φύγει το μυαλό του από το άρθρο 16. Προσπαθεί λοιπόν αυτό που δεν κατάφερε μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης να το καταφέρει μέσα από τα ΚΕΣ και τη νομιμοποίησή τους. Κάνει δηλαδή ακριβώς αυτό που θα έκανε αν είχαμε την αναθεώρηση. Εφαρμόζει ακριβώς αυτό που θα εφήρμοζε αν είχε προχωρήσει η αναθεώρηση του άρθρου 16. Αυτό προφανώς είναι ένας πολιτικαντισμός και μια προσπάθεια να φέρει κάτι από το παράθυρο που δεν έχει περάσει από τη ν πόρτα. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ χειρότερο. Στην πραγματικότητα θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια αν συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια, σε μια κατάσταση παρατεταμένης απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστήμιου, που δεν γνωρίζουμε αν μπορεί κάποια στιγμή να έχει επιστροφή. Το μεγάλο κόλπο της ενίσχυσης του προφίλ των ΚΕΣ ώστε να στραφούν προς τα εκεί όσοι αποκλείονται από το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι μια μεγάλη μπίζνα. Από την άλλη όμως η διαρκής απαξίωση του δημόσιου πανεπιστήμιου σε μια εποχή όπου αντιλαμβάνεται κανείς πόσο σημαντικό είναι να μπορεί το δημόσιο πανεπιστήμιο να είναι ανταγωνιστικό σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης με άλλα ιδρύματα στην Ευρώπη, έχω την αίσθηση ότι δημιουργεί τετελεσμένα τα οποία θα κληθούμε όλοι να τα πληρώσουμε το επόμενο διάστημα, ως κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, εκτίμησή μας είναι ότι πρέπει να μπει το γρηγορότερο δυνατόν ένας φραγμός, ένα τέλος σε αυτή την πολιτική. Και για να μπει τέλος σε αυτή την πολιτική δεν αρκεί να μιλάμε για αναδιάταξη των συσχετισμών στο πολιτικό σκηνικό, αυτό βεβαίως το λέμε διαρκώς και είναι ο στόχος μας, για να μπει τέλος σε αυτή την πολιτική είναι αναγκαίο να υπάρξει μια δυναμική απάντηση από την πλευρά του νεολαιίστικου και του φοιτητικού κινήματος. Βρισκόμαστε σε μια εποχή πολιτικών εξελίξεων και ρευστότητας στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό , ταυτόχρονα βρισκόμαστε και σε μια νέα ιστορική φάση εξαιτίας της χρεοκοπίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, το οποίο είχε επιβληθεί όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, εάν αυτές οι εξελίξεις δεν συνοδευτούν από μαζική παρουσία και παρέμβαση της κοινωνίας προκειμένου αυτά τα οποία θα έρθουν να είναι σε μια κατεύθυνση διαφορετική προς όφελος της κοινωνίας και των δυνάμεων της εργασίας και της νεολαίας, τα πράγματα ενδεχομένως να είναι χειρότερα αύριο από αυτά που έχουμε σήμερα. Άρα λοιπόν για μας είναι αναγκαίο και απαραίτητο το επόμενο διάστημα να ενταθούν οι κοινωνικές διεκδικήσεις και οι κοινωνικοί αγώνες για την υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας, για την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου. Πιστεύω δηλαδή ότι αυτό ίσως είναι πιο σημαντικό τούτη την ώρα από το να συζητάμε για τις εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή για το πώς θα παρέμβουμε για την εξεταστική ή την προανακριτική επιτροπή , πιο σημαντικό είναι να δούμε, να αναστοχαστούμε πώς θα μπορέσουν οι δυνάμεις εκείνες που ανέτρεψαν τη συνταγματική αναθεώρηση, να ξανααναδειχθούν ως κεντρικός πολιτικός παίκτης διότι όσο αφήνουμε τις τύχες της παιδείας και της κοινωνίας είτε στη βουλή είτε μόνο στα κόμματα που ασκούν πολιτική παρέμβαση και δεν αναδεικνύουμε ως κυρίαρχο παίκτη το κίνημα και τις κοινωνικές αντιστάσεις, τότε τα πράγματα θα είναι ενδεχομένως δυσοίωνα για το μέλλον. Έχουμε την  ελπίδα ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν διαδικασίες δημοκρατικές, ουσιαστικές μέσα στα πανεπιστήμια ώστε φοιτητές και πανεπιστημιακοί θα ορθώσουν το ανάστημά τους όχι απέναντι σε ένα κόμμα αλλά απέναντι σε μια πολιτική που υποθηκεύει το μέλλον μας. 

To Γραφείο Τύπου