Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
24/11/2008

Ομιλία του βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκη στην εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα: «ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΡΙΣΗ - Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ - ΕΠΙΣΤΡΟΞΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ»

afisa

Η χώρα μας βιώνει μια κρίση αναπτυξιακής στρατηγικής λόγω των πολιτικών επιλογών του παρελθόντος αλλά και εξαιτίας της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον προϋπολογισμό του 2009 που αντί να αμβλύνει, επιδεινώνει τις συνέπειες της κρίσης, υποστήριξε ο βουλευτής Β΄ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης μιλώντας σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα «Παγκόσμια Κρίση-Η επιστροφή του Μαρξ-Επιστροφή στο Μέλλον». 

-    Ο Γ. Δραγασάκης σημείωσε ότι ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε είναι εκτός τόπου και χρόνου και εφόσον υλοποιηθεί ως έχει θα επιδεινώσει την οικονομική κρίση και την ανεργία. Όπως είπε, η κυβέρνηση αντί να υλοποιεί ένα σχέδιο ανάσχεσης της κρίσης, αντιμετώπισης των συνεπειών της και εξόδου απʼ αυτήν, πράττει το αντίθετο μειώνοντας τις δημόσιες επενδύσεις και τους πραγματικούς μισθούς και αυξάνοντας τους φόρους στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα.

-    Σχολιάζοντας τις κρατικές πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης από διάφορες χώρες, (π. χ σχέδιο Μπράουν) ο Γ. Δραγασάκης υποστήριξε ότι δεν έχουν καμία σχέση με την αριστερά. Αντίθετα αποτελούν προσπάθεια απορρόφησης του κόστος που προκαλεί η οικονομική κρίση το οποίο όμως στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να μετακυλιστεί πλήρως στους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, «χωρίς μια ισχυρή αριστερά και την διαμόρφωση ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη διέξοδος από την κρίση». Δεν απέκλεισε, μάλιστα, το κίνδυνο εγκαθίδρυσης ενός αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή ενός μίγματος ελεύθερης αγοράς και αυταρχικού κράτους προκειμένου οι εργαζόμενοι να πληρώσουν τα «σπασμένα» της κρίσης με ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης.

-    Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι η κρίση δημιουργεί δυνατότητες αλλά θέτει και απαιτήσεις στην Αριστερά. «Πρέπει να συνδυάσουμε την πάλη ενάντια στην κρίση με τη συνεχή προσπάθεια για ενδυνάμωση της αριστεράς, διεύρυνσης και ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ» υπογράμμισε ο Γ. Δραγασάκης κάνοντας παράλληλα λόγο για «θεωρητικό και ιδεολογικό επανεξοπλισμό του αριστερού κινήματος». Και κατέληξε την ομιλία του λέγοντας ότι, «επιστροφή στο Μαρξ σημαίνει να ξανακάνουμε την υπόθεση του σοσιαλισμού υπόθεση των απλών ανθρώπων, των εργαζόμενων τάξεων και όχι υπόθεση κάποιων αυτοματισμών που κινούν την ιστορία ερήμην των κοινωνικών και των πολιτικών αγώνων των ίδιων των εργαζόμενων και των πολιτών». 


Ακολουθεί ολόκληρη η απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Γ.Δραγασάκη

Α. Οι ιδιαιτερότητες της κρίσης

Σχετικά με την τρέχουσα κρίση έχουν λεχθεί πολλά. Εκείνο που θα ήθελα να υπογραμμίσω, είναι ότι οι κρίσεις στον καπιταλισμό είναι όλες ίδιες σε ό,τι αφορά τον εσωτερικό πυρήνα των αιτιών τους. Όλες οι κρίσεις ανάγονται τελικά στον ταξικά προσδιορισμένο σκοπό και τα ιδιοτελή κίνητρα του καπιταλισμού, στο κυνήγι, δηλαδή, και τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Όμως, ταυτόχρονα, όλες οι κρίσεις είναι διαφορετικές. Διότι επηρεάζονται από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται.

Επομένως, αυτή την κρίση πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως μια κρίση με ιδιαίτερη ταυτότητα. Είναι μια κρίση-τομή. Είναι μια κρίση της οποίας δεν μπορεί να προβλεφτεί η έκβαση, αφού τον επίλογο σʼ αυτές τις κρίσεις τον διαμορφώνουν οι αγώνες των λαών. Κι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για μας. Δεν υπάρχουν τετελεσμένα, δεν υπάρχουν αναπόφευκτα. Ο νέος ιστορικός κύκλος στον οποίο έχουμε μπει είναι το νέο μεγάλο πεδίο των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών αγώνων. Και μʼ αυτή την έννοια νομίζω ότι, ως ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε έγκαιρα εντοπίσει το θέμα αυτό. Προβλέψαμε, εκτιμήσαμε, ίσως όχι τη σφοδρότητα και τις μορφές με τις οποίες θα εκδηλωνόταν αυτή η κρίση, αλλά ήταν μέσα στην ανάλυσή μας, ότι αυτό το μοντέλο που ζούσαμε - γιʼαυτό το πολεμούσαμε - θα είχε μια τέτοια κατάληξη.

Νομίζω, λοιπόν, μʼ αυτό το δεδομένο πρέπει να οργανώσουμε τη στάση μας απέναντι σʼ αυτή την κρίση. Πρέπει να οργανώσουμε την ικανότητά μας να την παρακολουθήσουμε από κοντά, να οργανώσουμε τους αγώνες αντίστασης, αλλά και να αξιοποιήσουμε το έδαφος που προσφέρει, για να προτείνουμε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και να ανοίξουμε το δρόμο σε μια νέα σοσιαλιστική προοπτική.

Η κρίση αυτή έχει πολλά νέα στοιχεία:

Πρώτα απʼ όλα δεν είχαμε στο παρελθόν μια τέτοια κατάσταση υπερχρέωσης και κρατών και επιχειρήσεων και κοινωνικών στρωμάτων, ιδίως το τρίτο στοιχείο είναι ιστορικά καινούριο. Και γιʼ αυτό η κρίση αυτή παίρνει εξαρχής ένα ευρύ, κοινωνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.   

Δεύτερον, η κρίση αυτή εκδηλώνεται σʼ ένα ιστορικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από μια νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μια απορρύθμιση των αγορών, διεθνώς και εθνικά, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και τα μέσα για μια καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης είναι περιορισμένα και πρέπει να ανακληθούν.

Τρίτον, είναι μια κρίση που ξεσπάει σε μια ιστορική φάση, όπου εισέρχονται ή επανεισέρχονται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας χώρες τεράστιες, με τεράστιους πληθυσμούς και δυνατότητες, όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, χώρες που κινούνται σε καπιταλιστική τροχιά, αλλά έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα.

Ειδικά στη χώρα μας, η κρίση παίρνει ιδιαίτερες μορφές και διαστάσεις. Συναρτάται, εξαρχής, η χρηματοπιστωτική κρίση με μια κρίση του μοντέλου ανάπτυξης στη χώρα μας, το οποίο στηριζόταν στο δανεισμό, στις ιδιωτικοποιήσεις, στις απορυθμίσεις, την ανασφάλιστη εργασία κλπ. και επιτείνεται από τις επιλογές που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν. Την ώρα που άλλες χώρες επένδυαν στη παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, οι δικές μας κυβερνήσεις επέλεγαν να επενδύσουν στην Ολυμπιάδα και τους εξοπλισμούς. Ακριβώς γιʼ αυτό το λόγο, πολλοί προβλέπουν, και προσωπικά συμμερίζομαι αυτή την εκτίμηση, ότι δεν αποκλείεται καθόλου η κρίση στην χώρα μας να έχει μεγαλύτερο βάθος, ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις και μεγαλύτερη διάρκεια.  

Β. Δυνατότητες και απαιτήσεις για την αριστερά

Αυτή η κρίση μας δημιουργεί δυσκολίες ή δυνατότητες; Διότι ξέρουμε από το παρελθόν ότι οι κρίσεις δεν είναι πάντα βούτυρο στο ψωμί της Αριστεράς.

Νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχουν λόγοι να υποστηρίξουμε με ρεαλισμό, ότι η κρίση αυτή δημιουργεί δυνατότητες στην Αριστερά, αλλά και μεγάλες απαιτήσεις. 

Πού στηρίζω αυτό τον ισχυρισμό: Η κρίση αυτή απονομιμοποιεί το νεοφιλελευθερισμό. Σε αντίθεση με την κρίση του 1974, δε μπορεί να αποδοθεί ούτε στην αύξηση των μισθών ούτε στην αύξηση των δαπανών ούτε στο κοινωνικό κράτος. Όσοι ζήσαμε τη δεκαετία του ΄70, θυμόμαστε την πίεση που ασκήθηκε πάνω μας από την ιδεολογική προπαγάνδα ότι για την κρίση έφταιγαν οι μισθοί, το κοινωνικό κράτος κλπ.

Οι εργαζόμενοι, επομένως, άρα και η Αριστερά σήμερα, δε μπορούν να ενοχοποιηθούν γιʼ αυτή την κρίση, παρά μόνο με την έννοια ότι η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και η ενσωμάτωσή της στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, οι αδυναμίες οι δικές μας και ο κατακερματισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς, όλα αυτά, συνέβαλαν στη μεγάλη ανισότητα την κατανομή του πλούτου, συνέβαλαν – με μια έννοια- στο να γίνει ο καπιταλισμός τόσο ασύδοτος, τόσο αχαλίνωτος. Μʼ αυτή την έννοια, λοιπόν, μπορεί να κατηγορηθεί η Αριστερά ότι έχει ευθύνη για την κρίση, ιδίως για τις διαστάσεις που αυτή παίρνει, αλλά η ευθύνη της βρίσκεται ακριβώς στην απουσία της, στις ανεπάρκειές της.

Επομένως, η κρίση αυτή καταδεικνύει και μʼ αυτό τον αρνητικό τρόπο, την ανάγκη ενίσχυσης της Αριστεράς σήμερα. Πολύ περισσότερο, όμως, η ανάγκη αυτή καταδεικνύεται από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια το βάρος αυτής της κρίσης να πέσει στους εργαζόμενους, η ανάγκη δηλαδή αντίστασης σʼ αυτή την προσπάθεια, αλλά και η ανάγκη διεξόδου από αυτή την κρίση από τη σκοπιά των αναγκών πολλών και όχι των συμφερόντων των ολίγων.

Αν, όμως, δούμε την κρίση αυτή ως δυνατότητα, και ως ευκαιρία ακόμη, πρέπει εξ αρχής να διαπιστώσουμε ότι η δυνατότητα αυτή είναι άρρηκτα δεμένη με μεγάλες απαιτήσεις στις οποίες καλούμαστε ως Αριστερά να ανταποκριθούμε, αν θέλουμε να επωφεληθούμε από αυτές τις εξελίξεις. Για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις που θέτει αυτή η κρίση, αλλά και στις προσδοκίες ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας, πρέπει να συνδυάσουμε την πάλη ενάντια στην κρίση με τη συνεχή προσπάθεια για ενδυνάμωση της Αριστεράς, διεύρυνση και ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί μια κατάκτηση, όχι μόνο για τις δυνάμεις που τον συγκροτούν, αλλά συνολικά για το αριστερό κίνημα της χώρας μας. Η ενδυνάμωση αυτή δεν εξαντλείται στην αύξηση των εκλογικών ποσοστών. Προϋποθέτει από την ανασυγκρότηση των σχέσεων κοινωνικής, πολιτικής, θεωρητικής αριστεράς σε νέες βάσεις, με σχετική αυτονομία, αλλά και με κοινό στόχο τη διαμόρφωση ενός συνολικού σχεδίου για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, για μια οικονομία των αναγκών, για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης στον ορίζοντα ενός νέου σοσιαλισμού.

Η τρίτη, λοιπόν, σκέψη που θα ΄θελα να καταθέσω, αν και αυτά πρέπει να τα συζητήσουμε με άλλες διαδικασίες αναλυτικά, είναι μια πρώτη προσέγγιση σʼ αυτή την πρόκληση. Στο πώς, δηλαδή, θα απαντήσουμε σʼ αυτή την κρίση.

Θεωρητικά γνωρίζουμε ότι κάθε κρίση θέτει δύο καθήκοντα απέναντι στους εργαζόμενους και απέναντι στην Αριστερά.

Το πρώτο καθήκον είναι η κατανομή του κόστους της κρίσης. Αυτή η τεράστια απαξίωση και υποτίμηση του κεφαλαίου που βλέπουμε να συντελείται διεθνώς. Τα τρις εκατομμύρια, που ακούμε, ποιος θα πληρώσει;

Το δεύτερο καθήκον είναι η μορφοποίηση του μέλλοντος, οι νέες διευθετήσεις μέσα από τις οποίες θα υπάρξει έξοδος από την κρίση και πώς παρεμβαίνει κανείς σʼ αυτές.  

Και τα δύο αυτά καθήκοντα έχουν ένα οικονομικό περιεχόμενο, αλλά είναι τελικά καθήκοντα πολιτικά.

Σε ό,τι αφορά το κόστος της κρίσης, όπως παρατηρούμε, οι διαδικασίες έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση. Ένα μέρος του πέφτει αμέσως στους εργαζόμενους, μέσω των απολύσεων, της ανεργίας, της περικοπής των μισθών, της πρόσκλησης στους εργαζόμενους να δουλεύουν λιγότερες ώρες για να μην υπάρξουν απολύσεις κλπ. Από την άλλη μεριά, όμως, το κύριο βάρος του κόστους της κρίσης το απορροφά το κράτος, αφού θα γίνει δημόσιο χρέος. Αυτό το δημόσιο χρέος θα επιδιώξουν οι μετέπειτα κυβερνήσεις να το ρίξουν στους εργαζόμενους. Άρτα, τελικά, και τα δύο αυτά καθήκοντα, η κατανομή του κόστους της κρίσης και η μορφοποίηση του μέλλοντος, διαμεσολαβούνται από το κράτος κι ακριβώς γιʼ αυτό η αριστερά πρέπει να απαντήσει στην κρίση με όρους και κοινωνικούς και πολιτικούς, με ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο.

Για να μπορέσουμε να δούμε πώς τίθεται σήμερα αυτό το θέμα, μπορούμε να κατανοήσουμε την κρίση αυτή - για να είμαστε και συνεπείς με την ανάλυση του Μαρξ – ως δέσμες αντιθέσεων. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι αυτή η κρίση που ζούμε σήμερα εκδηλώνεται με τρεις - τέσσερις ομάδες αντιθέσεων.

Πρώτον, με την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, με όλη την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού που προηγήθηκε.

Δεύτερον,  με μια αντίθεση που προϋπήρχε και την γνωρίζαμε, ίσως δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να πάρει τέτοια διάσταση, την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και την πραγματική οικονομία και συνολικά την κοινωνία.

Τρίτον, την αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα του δολαρίου και των ΗΠΑ γενικότερα, αλλά και τις ανάγκες της παγκόσμιας ανάπτυξης όπως αυτές τίθενται σήμερα. 

Είπα τρεις συν μια, διότι αυτές ομάδες αντιθέσεων διαπλέκονται με μια ευρύτερη αντίθεση που αφορά την αντίθεση ανάμεσα στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης και τις ανάγκες της φύσης, του περιβάλλοντος, της οικολογικής ισορροπίας.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να σχεδιάσουμε την απάντησή μας σʼ αυτό το πλέγμα των αντιθέσεων που μόλις περιέγραψα με τη σχηματοποίηση που επιβάλει η συντομία του χρόνου.

Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε ένα σχέδιο με τρεις επάλληλους ορίζοντες.

Ο πρώτος είναι ο ορίζοντας των αντιστάσεων και των ανατροπών, ο δεύτερος είναι ο ορίζοντας της προώθησης ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης και ο τρίτος είναι ο ορίζοντας ενός νέου σοσιαλισμού.

Θα προσπαθήσω πολύ συνοπτικά να αναφερθώ στα τρία αυτά κεφάλαια.

Σε ό,τι αφορά τις ανατροπές, επειδή πολλά μας λένε για την έξοδο από την κρίση και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και άλλοι, είναι μια ευκαιρία να πούμε ότι δεν είναι δυνατό να συζητάμε για έξοδο από την κρίση χωρίς να ανατραπεί η σημερινή άνιση και υποτελής σχέση που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Δεν είναι δυνατό να συζητάμε για έξοδο από την κρίση με ανασφάλιστη εργασία, με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, με ενοικιαζόμενους εργαζόμενους κλπ. Δε μπορούμε επίσης να συζητάμε για έξοδο από την κρίση με πολιτικές οι οποίες θέτουν τους εργαζόμενους στο περιθώριο όχι μόνο με όρους οικονομικούς, αλλά και όρους πολιτιστικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς. Η πρώτη, λοιπόν, ανατροπή αφορά την ανατροπή όλου του πλέγματος των διαμορφωμένων σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Η δεύτερη ανατροπή αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στο τραπεζικό και το χρηματιστικό κεφάλαιο από τη μια και την πραγματική οικονομία και τις ανάγκες της, τις ανάγκες δηλαδή της απασχόλησης και της παραγωγής, αλλά και τις ανάγκες της κοινωνίας γενικότερα, από την άλλη. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για έξοδο από την κρίση με τις τράπεζες «κράτος εν κράτει», με τις τράπεζες να είναι ελεγκτές και ελεγχόμενοι ταυτόχρονα, με τις τράπεζες να θέτουν τους κανόνες και να γράφουν τους νόμους που ρυθμίζουν την οικονομία. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για έξοδο από την κρίση με μια καινούρια κάστα διαμορφωμένη στις κορυφές των τραπεζών και των πολυεθνικών ομίλων, οι οποίες μοιράζουν στους εαυτούς τους με τα stock options και τις άλλες μεθόδους όσα θέλουν, αντλώντας κέρδη ταυτόχρονα και από τους εργαζόμενους και από τους δανειολήπτες και από τους καταθέτες και από την κοινωνία ως σύνολο. Μια δεύτερη, λοιπόν, μεγάλη ανατροπή είναι η ανατροπή όλου αυτού του πλέγματος σχέσεων, ούτως ώστε οι τράπεζες να υπάρχουν για να υπηρετούν την κοινωνία και όχι για να την υποτάσσουν στα δικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις. 

Η τρίτη ανατροπή είναι μια ανατροπή του αμερικανοκεντρισμού στην πολιτική και όλων εκείνων των σχέσεων που έχουν δημιουργήσει μια τεράστια αναντιστοιχία ανάμεσα στους παγκόσμιους θεσμούς και τη σύνθεσή τους είτε είναι G7 είτε G20, ΔΝΤ, παγκόσμια τράπεζα, παγκόσμιος οργανισμός εμπορίου κλπ και τις απαιτήσεις και τις ανάγκες ενός πολυκεντρικού κόσμου.

Και βεβαίως όλα αυτά, θα πρέπει να τα συνδέσουμε με ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο παραγωγής και διανομής, αλλά και τρόπο ζωής ο οποίος θα στηριχθεί στις αρχές της αειφορίας. Μας ρωτούν τι θα βάλουμε στη θέση του. μας προκαλούν αν ο σοσιαλισμός είναι η απάντησή μας. Εμείς λέμε ναι, ο σοσιαλισμός είναι η απάντησή μας, ο σοσιαλισμός είναι η οριστική διέξοδος και απʼ αυτή την κρίση. Από εκεί και πέρα, μας ενδιαφέρει να βρούμε εκείνους τους δρόμους, όπου μέσα από τα άμεσα προβλήματα, μέσα από τις ώριμες αλλαγές, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε εκείνους τους συσχετισμούς δυνάμεων που χρειάζεται ο σοσιαλισμός για γίνει πραγματικότητα.

Μπορούμε, λοιπόν, και εδώ να πούμε ότι, για μας, ούτε απώτερη ούτε άμεση διέξοδος από την κρίση είναι αυτό που ονομάζουμε κεϋνσιανό μοντέλο. Όχι γιατί η ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης δε θα βελτίωνε και δε θα άμβλυνε κάποιες από τις συνέπειες της κρίσης - και από αυτή την άποψη οπωσδήποτε μας ενδιαφέρει – αλλά διότι η απάντηση στην κρίση αυτή δε μπορεί να υπάρξει αν δεν αμφισβητήσουμε τον κερδοσκοπικό μηχανισμό της ίδιας της κρίσης, αν δε βρούμε, δηλαδή, τρόπους να αμφισβητήσουμε το μηχανισμό του κέρδους, αν δε διαμορφώσουμε, έστω, όρους όπου θα υπάρξει μέσα στην κοινωνία ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στις δυνάμεις του κέρδους και τις δυνάμεις εκείνες και τα κριτήρια εκείνα με τα οποία θα λειτουργεί η οικονομία, κριτήρια τα οποία θα είναι με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων και όχι το κέρδος των ολίγων.

Εδώ, ακριβώς, πρέπει να μιλήσουμε για μετασχηματισμούς στην παραγωγική βάση της οικονομίας, για οικολογικό μετασχηματισμό, για ένα νέο μοντέλο δημόσιας επιχείρησης, αλλά, γιατί όχι, και για μορφές οικονομικής δράσης υβριδικές, οι οποίες μπορεί να έχουν το κέλυφος της επιχείρησης όπως το διαμόρφωσε η ιστορική οικονομική εξέλιξη, αλλά που μέσα απʼ αυτές μπορούμε να αγωνιστούμε για να υπάρξουν νέα κριτήρια τα οποία θα σέβονται τις ανάγκες της κοινωνίας και θα παράγουν όχι εμπορεύματα για το κέρδος, αλλά δημόσια αγαθά για την ικανοποίηση των αναγκών. Μπορούμε, δηλαδή, να μιλήσουμε για  μια οικονομία με κεντρική κατεύθυνση πρώτα οι ανάγκες. Οι αλλαγές που απαιτούνται για να γίνει αυτή η οικονομία είναι να γίνει στόχος του μαζικού κοινωνικού κινήματος.      

Τέλος, πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ, σε μια ενδιαφέρουσα, θα έλεγα, ανάλυση για την κρίση, δε δίστασε να πει ότι υπεύθυνος για την κρίση αυτή είναι ο ασύδοτος χρηματιστικός καπιταλισμός. Γεννάται το ερώτημα, γιατί το λέει αυτό ο πρόεδρος του ΣΕΒ; Το λέει για να στηρίξει την άποψη ότι διέξοδος από αυτή την κρίση είναι ένας νέος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός υποτίθεται της πραγματικής οικονομίας, ο καπιταλισμός που θα προκύψει  μέσα από μια νέα ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κλπ. Απέναντι, λοιπόν, σʼ αυτή την άποψη εμείς λέμε όχι. Δεν αρκεί να βγούμε μόνο απʼ αυτή την κρίση, πρέπει να εξαλείψουμε τις αιτίες που γεννούν τις κρίσεις. Η απάντηση λοιπόν δε μπορεί να είναι ένας νέος καπιταλισμός, αλλά ένας νέος σοσιαλισμός.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω, επανερχόμενος σʼ αυτά που είπα στην αρχή της ομιλίας μου,   στις δυνατότητες, δηλαδή, της αριστεράς και τις απαιτήσεις όμως που απαιτεί αυτή η κρίση. Νομίζω ότι για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σʼ αυτές τις συνθήκες, σʼ αυτούς τους προγραμματικούς στόχους και φιλοδοξίες, όπως θα προσδιοριστούν τελικά από το ΣΥΡΙΖΑ και τις δικές του διαδικασίες, είναι αναγκαίος ένας θεωρητικός και ιδεολογικός επανεξοπλισμός του αριστερού κινήματος. Κι απʼ αυτή την άποψη, η σημερινή εκδήλωση προσφέρεται για να μοιραστούμε και επʼ αυτού ορισμένες σκέψεις.     

Γ. Ούτε «αναλυτής», ούτε «προφήτης»

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πριν από 20 περίπου χρόνια, έφερε στο προσκήνιο μια ατέλειωτη φιλολογία με κεντρικό άξονα το «μετά». Ορισμένοι ταύτισαν αυτό το «μετά» με το τέλος της αριστεράς, το τέλος του Μαρξ, ακόμη και με το τέλος της ιστορίας. Σήμερα ζούμε την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μύθου, της νεοφιλελεύθερης υπόσχεσης. Ζούμε ένα δεύτερο «μετά». Κιʼ αυτό το δεύτερο «μετά» διαψεύδει όλες τις προηγούμενες εικασίες. Σήμερα, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κρίσης, παρατηρούμε ότι ακόμη και αντίπαλοι του Μαρξ, ακόμη και αντίπαλοι της αριστεράς, ακόμη και διαχειριστές του καπιταλισμού καταφεύγουν στο Μαρξ, ακριβώς για να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους.

Ο Μαρξ, λοιπόν, άλλοτε εμφανίζεται ως «οικονομικός αναλυτής», ο οποίος ανέλυσε τον καπιταλισμό τόσο πλήρως, που η ανάλυσή του παραμένει χρήσιμη ακόμη και σήμερα, ακόμη και σε επαγγελματίες κερδοσκόπους όπως ο κ. Σόρος. Άλλοτε πάλι ο Μαρξ εμφανίζεται ως ένας «προφήτης», που, ως συνεχιστής του έργου των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, έχει την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Απόδειξη η επικαιρότητα του ενός ή του άλλου τσιτάτου που έχουν ανακαλύψει οι όψιμοι θαυμαστές του. Τέλος – συμβαίνει και αυτό – ο Μαρξ εμφανίζεται ως οπαδός του αστικού φιλελευθερισμού ή ακόμη και των ελεύθερων αγορών. Σίγουρα, όσοι ανακαλύπτουν τον Μαρξ, δεν το κάνουν πάντα επειδή πράγματι θαυμάζουν το έργο του. Αγκαλιάζουν το σώμα του Μαρξ για να σκοτώσουν την ψυχή του.

Ο Μαρξ δεν υπήρξε ούτε «αναλυτής» γενικώς του καπιταλισμού, ούτε προφήτης. Δεν «ανέλυσε» ουδέτερα αλλά άσκησε κριτική στο κεφάλαιο και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κριτική σε βάθος, που αυτή η κριτική ακριβώς, παραμένει ζωντανή και επίκαιρη ως τις μέρες μας.

Ο Μαρξ δεν άσκησε μόνο κριτική στον καπιταλισμό αλλά η κριτική του αυτή ήταν από μία ορισμένη σκοπιά, αυστηρά προσανατολισμένη: τη σκοπιά του μέλλοντος, τη σκοπιά του κομμουνισμού, όχι ως ένα καθεστώς, αλλά ως τον ορίζοντα της ανθρώπινης απελευθέρωσης και χειραφέτησης, όχι μόνο σε σχέση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση αλλά και σε σχέση με ποικίλους άλλους ενδογενείς ή εξωγενείς καταναγκασμούς.

Τέλος, η κριτική του Μαρξ δεν βασίστηκε στον εμπειρισμό αλλά στις επιστήμες. Ακριβώς γιʼ αυτό, αντικείμενο της κριτικής του ήταν, πρωταρχικά μάλιστα, όχι μόνο ο καπιταλισμός, αλλά και οι τότε θεωρίες που εξηγούσαν τη λειτουργία του.

Το έργο του Μαρξ δεν είναι μία ηθικολογική καταγγελία του καπιταλισμού. Είναι μία επιστημονική, ψύχραιμη και νηφάλια αναζήτηση μέσα στην ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού των στοιχείων, των εμβρύων, των προϋποθέσεων και των δυνατοτήτων για την υπέρβασή του. Γιʼ αυτό είναι μία κριτική αντικειμενική. Δεν χαρίζεται σε κανέναν ο Μαρξ. Αλλά δεν αφήνει ούτε ένα κόκκο αλήθειας να πάει χαμένος, ακόμη κι αν βρίσκεται θαμμένη σε αντιδραστικό περίβλημα.

Ακριβώς γιʼ αυτό, το έργο του Μαρξ παραμένει όρθιο, ζωντανό και διαρκώς ανακαλύπτεται και ξαναανακαλύπτεται. Αν όμως, ακόμη και αντίπαλοί μας καταφεύγουν στο Μαρξ για να αντλήσουν εφόδια για το μέλλον, για να υπερασπιστούν δηλαδή τα δικά τους ταξικά συμφέροντα και ιδεολογικές θέσεις, και μόνον αυτό δείχνει ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μια φάση σκληρού, γενικευμένου και πολυεπίπεδου ανταγωνισμού, για τον οποίο πρέπει επαρκώς να προετοιμαστούμε.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει χρεοκοπήσει. Δεν πρέπει όμως να υποτιμήσουμε τις δυνατότητες των συμφερόντων που βρίσκονται πίσω απʼ αυτόν ούτε τη δίψα τους για ακόμη περισσότερα κέρδη και κυριαρχία ούτε την ευκολία της μετάλλαξή τους και της εμφάνισής τους με νέα πρόσωπα.

Αν όμως οι αντίπαλοί μας δείχνουν τέτοια ευρύτητα πνεύματος ώστε να αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματά τους στο έργο του Μαρξ, αυτό δείχνει ότι, τουλάχιστον ανάλογη ευρύτητα πρέπει να επιδείξουν και οι εργαζόμενες τάξεις και εμείς, ως αριστερά, στην κατάστρωση των σχεδίων μας. Το θέμα, θέλω να πω, δεν είναι να επιστρέψουμε στο Μαρξ ως ένα «σύμβολο» αλλά ως τη βάση και την αφετηρία για την κριτική του σημερινού υπαρκτού καπιταλισμού, αλλά και των θεωριών και των ιδεολογιών που υπηρετούν ή συγκαλύπτουν την ιδιοτέλειά του. Αλλά να ανακαλύψουμε εκ νέου τον Μαρξ, όχι μόνο ως κριτική του «άλλου» αλλά και ως αυτοκριτική της ίδιας της αριστεράς και της ιστορίας της.

Αν λοιπόν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τον αδόκιμο όρο περί «επιστροφής» τότε το θέμα δεν είναι να επιστρέψουμε στο έργο του Μαρξ ως ένα κλειστό σύστημα, αλλά να ανακαλύψουμε εκ νέου τη θεωρία της αριστεράς στο σύνολό της και στη δυναμική της εξέλιξη και να την επανασυνδέσουμε με την πολιτική και κοινωνική δράση, μʼ έναν τρόπο όχι ευκαιριακό, σχηματικό ή δογματικό, αλλά μʼ έναν τρόπο σταθερό, δημιουργικό και γόνιμο.

Το έργο του Μαρξ και άλλων διανοητών της αριστεράς είναι ένα έργο σύνθετο που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα ταυτόχρονα. Το αριστερό κίνημα έχει πληρώσει ακριβό τίμημα και ορισμένα τμήματά το εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβά την υπεραπλούστευση και την εργαλειοποίηση του έργου αυτού. Επίσης, πρέπει να πούμε ότι το έργο του Μαρξ, μεγαλοφυές και επαναστατικό στη σύλληψή του, δεν είναι αλάθητο. Ούτε ήταν δυνατό ο Μαρξ να απαντήσει σε φαινόμενα που ανέδειξε η μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Αυτές είναι και μερικές από τις αιτίες που έχουν δημιουργηθεί διάφοροι «μαρξισμοί» αλλά και γόνιμες θεωρήσεις, που μέσα από διαφορετικές θεωρητικές διαδρομές, αναζητούν απαντήσεις πάνω στη θεματολογία και τους νέους ορίζοντες που άνοιξε ο Μαρξ.

Η επιστροφή, λοιπόν, στο Μαρξ, ως μια διαδικασία θεωρητικού επανεξοπλισμού του αριστερού κινήματος, πρέπει να συνδεθεί τόσο με διαδικασίες εκμάθησης όσο και με διαδικασίες ανάπτυξης της θεωρίας της αριστεράς και εμπλουτισμού της, μέσα από μια νέα σχέση που πρέπει να διαμορφωθεί ανάμεσα στη θεωρητική έρευνα, τα κοινωνικά κινήματα και την αριστερά, με όρους σχετικής αυτονομίας και των τριών αυτών επιπέδων δράσης.

Δείγμα αυτής της ανάγκης, αλλά και ελπιδοφόρο σημάδι ότι ο στόχος αυτός είναι κατακτήσιμος αποτελεί η τρέχουσα κρίση. Με καθυστερήσεις και ελλείψεις αρχίζουν πάντως στοιχειακά να διαγράφονται οι όροι μιας τέτοιας ανταλλαγής ύλης και εμπειριών ανάμεσα σʼ αυτά τα τρία επίπεδα. Το θεωρητικό, το κοινωνικό, το πολιτικό. Οι ημερίδες, συγκεντρώσεις και συζητήσεις που γίνονται αυτό τον καιρό σʼ όλη την Ελλάδα από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ,  του ΣΥΝ και άλλων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, για διάφορα θέματα, ημερίδες και συζητήσεις που διοργανώνουν διάφοροι φορείς όπως το Ινστιτούτο «Πουλαντζάς», δημοσιεύσεις ερευνητών, επιστημόνων, γύρω από τα θέματα της κρίσης, σε έντυπα της αριστεράς και ευρύτερα, όλα αυτά δείχνουν μια ζωντάνια, μια δυνατότητα για σκέψη, για δράση και προβληματισμό. Και είναι αυτή η δυνατότητα αλλά και η συναφής κουλτούρα που πρέπει να ενθαρρύνουμε, μέσα από την οποία μπορούν να προκύψουν επιστημονικά τεκμηριωμένες, σύγχρονες και ριζοσπαστικές προγραμματικές προτάσεις, κοινωνικά αιτήματα και αριστερά σχέδια, όχι ως αυθαίρετες εγκεφαλικές κατασκευές, αλλά ως μια διαρκής διαδικασία  μέσα από την οποία θα διαμορφώσουμε δεσμούς εμπιστοσύνης με την κοινωνία και τα κινήματά της.

Ολοκληρώνω λοιπόν με μία ακόμη πτυχή. Αν ο Μαρξ θεμελίωσε την κριτική της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού από τη σκοπιά του κομμουνισμού, ένας ορισμένος «Μαρξισμός» έγινε δυστυχώς το θεωρητικό άλλοθι γραφειοκρατών και αυταρχικών καθεστώτων.

Όσο παράδοξο κι αν είναι, στο όνομα του επαναστατικού έργου του Μαρξ, διαμορφώθηκε μια ιδεολογία της διανοητικής οκνηρίας, και της κοινωνικής αδράνειας. Αφού σύμφωνα μʼ αυτήν, τα πάντα έχουν ειπωθεί, τα πάντα έχουν ανακαλυφθεί και τίποτε καινούργιο δεν έχει νόημα να αναζητηθεί, και αφού σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, όλα είναι αναπόφευκτα, όλα είναι νομοτελειακά και κάθε προσπάθεια παρέμβασης για την  τροποποίηση των νόμων του κεφαλαίου, αν δεν υπάρχουν ακόμη οι όροι για την ανατροπή των νόμων αυτών, συνιστά «αυταπάτη».

Επιστροφή, λοιπόν, στο Μαρξ, ειδικά για τους μαρξιστές, σημαίνει συστηματική κριτική σʼ ένα ψευδο-μαρξισμό δογματικό, ένα «μαρξισμό» των τσιτάτων, άλλοθι  του πολιτικού σεχταρισμού και της κοινωνικής αδράνειας.  

Επιστροφή στο Μαρξ σημαίνει να κάνουμε το μαρξισμό και τη θεωρία της Αριστεράς, γενικότερα πηγή έμπνευσης για ένα νέο ριζοσπαστισμό για επαναστατική σκέψη και δράση.

Επιστροφή στο Μαρξ σημαίνει να ξανακάνουμε την υπόθεση του σοσιαλισμού υπόθεση των απλών ανθρώπων, του κόσμου της εργασίας και της γνώσης, των εργαζόμενων τάξεων γενικά και όχι υπόθεση κάποιων «αυτοματισμών» που υποτίθεται ότι κινούν την ιστορία ερήμην των κοινωνικών και των πολιτικών αγώνων των ίδιων των εργαζόμενων και των πολιτών.

To Γραφείο Τύπου