Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
22/06/2006

Με ευρύτατη συμμετοχή πολιτικών προσωπικοτήτων και διακεκριμένων πανεπιστημιακών πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων η ημερίδα του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΝ με θέμα «Προβληματισμοί γύρω από τη Χάγη»

Εισηγήθηκαν οι πανεπιστημιακοί Αντ.Μπρεδήμας, Στέλιος Περράκης και Στ.Αλειφαντής, ο πολιτικός επιστήμων- ειδικός σε θέματα Τουρκίας Ηρ.Μήλλας, ο πρώην Πρόεδρος του ΣΥΝ και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών και 'Αμυνας της Βουλής και του ΕΣΕΠ Ν.Κωνσταντόπουλος και η δημοσιογράφος Κύρα Αδάμ.

Τις σύντομες τοποθετήσεις τους παρουσίασαν ο Γ.Κουμουτσάκος, εκπρόσωπος του ΥΠ.ΕΞ. και ο Α.Λοβέρδος, συντονιστής Εξωτερικών Υποθέσεων του ΠΑΣΟΚ.

Επίσης, τοποθετήθηκαν οι Μαν.Γλέζος και Γιάννης Μπανιάς. Ακολούθησαν παρεμβάσεις και συζήτηση.

Την εκδήλωση συντόνισε ο υπεύθυνος της Π.Γ. του ΣΥΝ για την Εξωτερική Πολιτική, Π.Τριγάζης.


Στην ομιλία του, ο Πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλέκος Αλαβάνος, τόνισε:

Υπάρχει, κατ’ αρχήν, λόγος να λυθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές, να υπάρξει μια λύση. Μπορούμε να επικαλεσθούμε μία σειρά από πολύ σημαντικούς παράγοντες που επιβάλουν να υπάρξει αυτή η λύση και θα αναφέρω δύο. Ο πρώτος είναι ότι, όπως κληρονομήθηκαν από τη δική μας γενιά των 50ρηδων, τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, έτσι δεν πρέπει να κληρονομηθούν και στις γενιές που έρχονται, στα παιδιά των παιδιών μας - γιατί τα παιδιά μας τα έχουν κληρονομήσει, είναι ήδη μέσα στο πρόβλημα. Έχει εξαιρετική σημασία αυτό. Δεν χρειάζεται η χώρα μας να κουβαλάει το βάρος, το άγχος, την αβεβαιότητα, τις παγίδες από τις διαφορές της με μία γειτονική χώρα.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι έχουμε μια τρομακτική επιβάρυνση στον τομέα των εξοπλισμών. Η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν δαπάνη για εξοπλισμούς - άμυνας συνολικά - από όλες τις χώρες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Είναι πάνω από 550 δολάρια κατά κεφαλήν, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους υπερήλικες. Είναι μια τεράστια επιβάρυνση που αποτρέπει τη διοχέτευση πόρων σε κατευθύνσεις όπως είναι η παιδεία, η έρευνα, η υγεία, η ανάπτυξη, η κοινωνική ασφάλιση, τα εισοδήματα, κ.λ.π. Και νομίζω ότι Εμπλέκεται η χώρα μας στις διαδικασίες της αγοράς όπλων. Ξέρουμε πόσες φορές έχει συζητηθεί το ζήτημα αυτό στη Βουλή, πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τις ΗΠΑ, που είναι ο βασικός προμηθευτής. Και νομίζω ότι μια θέση που είναι πατριωτική - ο πατριωτισμός είναι διαφορετικός από αυτό που ορίζεται πολλές φορές ως πατριωτισμός - η πατριωτική θέση, η κοινωνική θέση και η αντιαμερικάνικη θέση σήμερα είναι να προχωρήσουμε άμεσα σε μεγάλες αμοιβαίες μειώσεις των εξοπλισμών. Να το έχουμε ως στόχο, και όχι, αν θέλετε, να το κρατάμε αυτό ως επισφράγιση μιας δύσκολης διαδικασίας και ενδεχομένως μακρόχρονης επίλυσης του προβλήματος γιατί τα βάρη κάθε χρόνο θα αυξάνουν.

Είναι εύκολο να λύσεις ένα πρόβλημα του οποίου η λύση δεν εξαρτάται μόνο από σένα; Όχι, δεν είναι εύκολο. Από τις τρεις επιλογές, πιστεύω η πρώτη, και σχεδόν ομόφωνα από την ελληνική κοινωνία εκτός από ορισμένους γυρολόγους του εθνικισμού, δηλαδή η επιλογή της πολεμικής σύγκρουσης, αποκλείεται. Είναι κάτι που όλοι το έχουμε καταλάβει. Στη σημερινή εποχή δεν θα επιδιώξουμε να έρθει η φωτιά του πολέμου και στη θάλασσα του Αιγαίου για να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα με τιμήματα πολλές ζωές, πολλές υποθήκες, πολλές επιβαρύνσεις.

Η δεύτερη επιλογή, μία επιλογή που υιοθετείται και εφαρμόζεται στην Ελλάδα, είναι η επιλογή του να αποδεχθούμε ότι είναι δύσκολα προβλήματα και να επιβιώσουμε με αυτά, να επιβιώσουμε με την ύπαρξή τους. Είναι κάτι που μπορούμε να δεχθούμε σε ορισμένες καταστάσεις και περιπτώσεις., αλλά θα έλεγα ότι δεν είναι στατική η κατάσταση των προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής με την αποδοχή του status quo. Το status quo είναι κάτι το οποίο εξελίσσεται και το οποίο συνεχώς αλλάζει τους όρους των σχέσεων ανάμεσα στις δύο εμπλεκόμενες χώρες αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις που παρεμβαίνουν. Το status quo συνδέεται με την κλιμάκωση των εξοπλισμών, με τις εικονικές αερομαχίες, τον εικονικό πόλεμο, ο οποίος μετατρέπεται και σε πραγματικές αερομαχίες, πραγματικό πόλεμο: 115 νεκροί από τη μεριά μας, γύρω στους 80 από την Τουρκία μέσα σε μια εικοσαετία. Το status quo είναι μία κατάσταση που πάντα μπορεί να οδηγήσει το ηφαίστειο σε έκρηξη. Το είδαμε με τα Ίμια, το είδαμε με κάποιες άλλες λογικές του να αντιμετωπίσεις κάποιους τριγμούς ή κάποιες καταστάσεις που φεύγουν από τον έλεγχο, όπως αυτή που είχαμε πριν λίγο καιρό. Και κυρίως το status quo προσφέρει τη δυνατότητα σε αυτόν, ο όποιος είναι ισχυρότερος από πλευράς εξοπλισμών, από άποψη γεωστρατιγικής στήριξης, να κλιμακώνει τις επιδιώξεις και τις βλέψεις του και να αλλάζει, αν θέλετε, τον χάρτη των συσχετισμών. Δείτε για παράδειγμα ότι τα ζητήματα των βλέψεων της Τουρκίας για χερσαίο χώρο, για τις νησίδες του Αιγαίου, αναδείχθηκαν όχι μετά τη δικτατορία - ας το πάρουμε αυτό ως ένα σημείο που ξεκινάμε να σκεφτόμαστε, ένα σημείο έναρξης των ελληνοτουρκικών διαφορών της έντασής τους, της περιπλοκής τους, με την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ - αλλά στο τέλος της δεκαετίας του ΄90. Υπάρχει κλιμάκωση και υπάρχει τοποθέτηση στη γωνία αυτού που δεν έχει τις δυνατότητες να κάνει τα ίδια παιχνίδια και να έχει τα ίδια στηρίγματα στις μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, κ.λ.π.

Από αυτήν την άποψη, η τρίτη επιλογή, δηλαδή μία ενεργητική και δυναμική παρέμβαση για την επίλυση των προβλημάτων των ελληνοτουρκικών διαφορών, πρέπει να είναι η επιλογή που οφείλουμε να αναζητήσουμε, να συζητήσουμε, να εξιχνιάσουμε και να καταλήξουμε. Πολλές φορές την υιοθετούμε χωρίς να είμαστε κατά βάθος έτοιμοι να την πραγματοποιήσουμε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση του Ελσίνκι και της εγγραφής αυτής της πρόβλεψης στο Συμβούλιο Κορυφής που έγινε για την ανάγκη επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στις δύο χώρες μέσα από διαδικασίες διαλόγου και με προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης εφόσον μέχρι το 2004 δεν έχουμε καταλήξει, η οποία δεν ενεργοποιήθηκε. Και δεν ενεργοποιήθηκε όχι γιατί άλλαξε η κυβέρνηση, δεν θα ενεργοποιούνταν όποια κυβέρνηση και να υπήρχε. Γιατί και η προηγούμενη κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις απόψεων, τις αδράνειες προκειμένου να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα.

Εδώ, σε αυτήν την πορεία, πρέπει να δούμε δύο πράγματα. Πρώτον, τις αναλήθειες, δηλαδή ότι από τις πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν δοθεί με σαφήνεια η πραγματική κατάσταση, οι πραγματικοί συσχετισμοί και οι πραγματικές δυνατότητες στήριξης που μπορούμε να έχουμε ή που δεν έχουμε. Για παράδειγμα, σε ζητήματα όπως το θέμα του εναέριου χώρου, παρότι με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, δικαιούμαστε μεγαλύτερο εναέριο χώρο από αυτόν που υπάρχει σήμερα των 10 μιλίων, δεν έχουμε πει στην κοινή γνώμη ότι δεν υπάρχει στήριξη σε αυτήν την μοναδική ίσως διάσταση την οποία έχει η Ελλάδα, ανάμεσα σε αιγιαλίτιδα ζώνη και εναέριο χώρο. Ή στα ζητήματα όπως είναι το θέμα του ελέγχου του εναέριου χώρου, της δυνατότητας στρατιωτικών ή άλλων αεροπλάνων να δίνουν ή να μην δίνουν σχέδια πτήσης. Νομίζω ότι αυτή η τηλεοπτικού τύπου ενημέρωση, η ενημέρωση τύπου Ιμίων, δεν διευκολύνει στο να ενημερωθεί σωστά και να αποκτήσει πραγματική εικόνα για τις δυνατότητες και τις δυσκολίες ο ελληνικός λαός.

Λέγοντας αυτά μπορεί κανείς να νομίζει ότι τελικά ο δρόμος του διαλόγου, του Διεθνούς Δικαίου, του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι ένας δρόμος εύσχημος για μία άτακτη υποχώρηση στη διεκδίκηση των εθνικών δικαιωμάτων μας, τα οποία εξάλλου στηρίζονται και σε μία διεθνή νομιμότητα, όπως είναι το Δίκαιο της Θάλασσας, αποδεκτή από πάρα πολλές χώρες. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο δρόμος αυτός δίνει τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε άμεσα τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Να φέρω ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέμα του Δικαίου της Θάλασσας και του πλάτους της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία είναι 12 μίλια, βάση του Δικαίου της Θάλασσας, όμως, δεν το έχει υπογράψει η Τουρκία. Το Δίκαιο της Θάλασσας, ως μια μικτή διεθνής σύμβαση, είναι υιοθετημένο και από χώρες-μέλη της Ε.Ε. και από την ίδια την Ε.Ε. Το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί κοινοτικό κεκτημένο, στοιχείο της Ε.Ε. Και εμφανίζεται η εξής παράδοξη κατάσταση: Πρώτη η Τουρκία ζητάει να γίνει μέλος της Ε.Ε. και την ίδια στιγμή δεν αναγνωρίζει το Δίκαιο της Θάλασσας, και την ίδια στιγμή έχει διακηρύξει το casus belli στην Ελλάδα σε περίπτωση που τολμήσει να το εφαρμόσει.

Και εμφανίζεται και η εξής ακόμη πιο παράδοξη κατάσταση: Η Ελλάδα, η οποία είναι μέλος της Ε.Ε., η όποια πρέπει να αξιοποιήσει τις διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας, ενώ ξεκινούν οι διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας, δεν θίγει καν θέμα Δικαίου Θαλάσσης ως ένα θέμα της ημερήσιας διάταξης - έστω όχι σήμερα, σε εύλογο χρόνο όμως, ότι στην πορεία θα το αντιμετωπίσει, ότι δεν μπορεί να διατηρείται το casus belli. Δεν το θέτουμε αυτό ως χώρα.

Κατά τη γνώμη μου, ο δρόμος του πατριωτισμού και της διεκδίκησης σημαντικών δικαιωμάτων, που έχουν τη βαθιά στήριξη στο Διεθνές Δίκαιο, είναι ο δρόμος του διαλόγου, του Διεθνούς Δικαστηρίου, του Διεθνούς Δικαίου. Και αυτόν τον δρόμο οφείλουμε να ακολουθήσουμε. Και αυτόν τον δρόμο βέβαια πρέπει να τον εξιχνιάσουμε. Έχουμε μία τεράστια δυνατότητα που είναι η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Όσον αφορά στο Κυπριακό, είχε ασκηθεί αυτή η δυνατότητα σε ένα βαθμό από την προηγούμενη κυβέρνηση, με όλες τις εμπλοκές, τις παγίδες και τα λάθη που έγιναν σχετικά με την υπόθεση του σχεδίου Ανάν και τον τρόπο με τον οποίο επισφραγίστηκε το σχέδιο, δηλαδή με μονομερή απόφαση των υπευθύνων του ΟΗΕ και με απόρριψη από το δημοψήφισμα της Κύπρου. Εν πάση περιπτώσει, κάτι έχει γίνει. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών δεν έχει γίνει τίποτα. Και αυτός είναι τεράστιος κίνδυνος. Δεν υπάρχει διαμορφωμένη στοχοθεσία και στρατηγική για το πώς θα συνδυαστεί η πορεία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Υπάρχει κενό με συνέπεια να έχεις τον βασικό σου μηχανισμό πίεσης, ο οποίος τρέχει, και να μην έχεις ένα πρόγραμμα κατεύθυνσης της πίεσης. Είμαστε στην κατάσταση όπου έχουμε δυνατότητες αλλά δεν έχουμε λύσει τα προβλήματα.

Επομένως, πώς θα διαμορφωθεί αυτός ο δρόμος που θα συνδυάζει διμερή διάλογο, στήριξη στο Διεθνές Δίκαιο, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, έξω από στερεότυπα, με την αντίληψη ότι είναι ο μόνος δρόμος που μας ανοίγει τη δυνατότητα να φέρουμε ζητήματα τα οποία σήμερα τα έχουμε καταπιέσει; Αυτό το θέμα είναι που χρειάζεται εξιχνίαση. Και πιστέψτε με χρειάζεται και άλλες πρωτοβουλίες κομμάτων, και άλλες πρωτοβουλίες σοβαρών παραγόντων, και πρωτοβουλίες του επιστημονικού χώρου να δώσουν μία βάση ώστε να γίνουν επιλογές, σε εθνικό επίπεδο, σε αυτό το ζήτημα, πράγμα που θα μας προσφέρει πολλές και μεγάλες δυνατότητες.

Το Γραφείο Τύπου του Συνασπισμού

To Γραφείο Τύπου