Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
08/02/2010

Ερώτηση - δήλωση του ευρωβουλευτή Ν.Χουντή για τους οίκους αξιολόγησης

Να καταργηθεί το προνόμιο να κρίνουν τις οικονομίες των κρατών-μελών

•    Οι οίκοι αξιολόγησης, που αποδείχτηκαν απολύτως αναξιόπιστοι στην οικονομική κρίση και οι οποίοι συμμετέχουν στο όργιο κερδοσκοπίας σε βάρος της Ελλάδας και του ευρωπαϊκού Νότου, δεν μπορεί να είναι οι επίσημοι κριτές και αξιολογητές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωση.

•    Η ελληνική κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής να ζητήσει να καταργηθεί το προνόμιο των οίκων αξιολόγησης να κρίνουν τις οικονομίες των κρατών μελών.

•    Ερώτηση - δήλωση Νίκου Χουντή.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν εκχωρήσει με Κανονισμούς στους Οίκους Αξιολόγησης (Moodyʼs, S&P, Fitch), το δικαίωμα να αξιολογούν όχι μόνο επιχειρήσεις αλλά και ίδια τα κράτη μέλη του Ευρώ.

Αυτό το εξωφρενικό, από οικονομική και πολιτική άποψη γεγονός, αποκαλύπτει με ερωτήσεις του προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Χουντής, ο οποίος ζητά την άμεση απαγόρευση στους οίκους αυτούς να αξιολογούν τις οικονομίες των κρατών μελών.

Ξεκινώντας την ερώτησή του ο έλληνας ευρωβουλευτής, σημειώνει ότι «στην αρχή οι εταιρείες αυτές για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσαν ως αυτόκλητες εποπτικές αρχές» και τονίζει ότι «τα όργανα της ΕΕ και η ΕΚΤ έδωσαν σημαντική ώθηση στο κύρος και στα κέρδη αυτών των εταιρειών, αφού με θεσμικό τρόπο αναγνώρισαν τις αξιολογήσεις τους ακόμα και για τις οικονομίες των κρατών μελών». Και ενώ, συνεχίζει ο ευρωβουλευτής, με το ξέσπασμα της κρίσης τα ίδια τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αναγνωρίζουν τον πολύ αρνητικό ρόλο που έπαιξαν οι Οίκοι Αξιολόγησης (COM (2008) 704 Τελικό), και ενώ θα ανέμενε κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα περιόριζε τον ρόλο των Οίκων Αξιολόγησης, αντίθετα με τον Κανονισμό 1060/2009 (17.11.2009) ο ρόλος τους αναβαθμίζεται και επισημοποιείται.

«Ήδη από τις αρχές του 2009», συνεχίζει στην ερώτησή του ο Νίκος Χουντής, «οι Οίκοι Αξιολόγησης είχαν αρχίσει να υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα να πληρώνει διπλάσιο επιτόκιο απʼ ότι πριν, να έχει εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο απαξίωσης - κερδοσκοπικού δανεισμού και ταυτόχρονα να έχουν μπει στο στόχαστρο της κερδοσκοπίας και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με πολύ ευρύτερες συνέπειες».

Και συνεχίζει, «τη στιγμή που Πρωθυπουργοί και Υπουργοί Οικονομικών κρατών μελών, αλλά και Επίτροποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζουν ότι ʽη τύχη μας να ορίζεται μεταξύ άλλων από αποφάσεις οίκων αξιολόγησης, πολλές φορές και κερδοσκοπικών οίκων, αυτών των ίδιων που είχαν την ευθύνη, πρώτα απ' όλα, της μη διάγνωσης της κρίσης, των προβλημάτων του συστήματος, αλλά και την ευθύνη της δημιουργίας αυτής της φούσκας που έσκασε σε βάρος τόσων πολλών και της πραγματικής οικονομίαςʼ (Γιώργος Α. Παπανδρέου, Συνέδριο Economist) αλλά και για «αδιαφάνεια» και «έλλειψη αντικειμενικότητας» στις αξιολογήσεις αυτών των οίκων, το Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, δεν μπορούν να αφήνουν ανεξέλεγκτη τη δράση των εταιρειών αυτών, που έχουν υποκαταστήσει θεσμούς και λειτουργίες που σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να είναι τα χέρια ιδιωτικών εταιρειών.»

Καταλήγοντας ο Νίκος Χουντής ζητά, πρώτον, να σταματήσουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να λαμβάνουν υπʼ όψιν τις αξιολογήσεις  αυτών των εταιρειών τουλάχιστον όσον αφορά κράτη μέλη, και δεύτερον να εκδηλώσουν την αναγκαία αλληλεγγύη τους απέναντι στις χώρες που δέχονται την μεγάλη κερδοσκοπική επίθεση.

Με αφορμή την ερώτηση ο Νίκος Χουντής έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Δεν είναι αρκετό ο έλληνας Πρωθυπουργός αλλά και πολλοί ομόλογοί του στην ΕΕ, να αναγνωρίζουν σήμερα στα λόγια ότι η τύχη μας ορίζεται από κερδοσκοπικούς οίκους., όταν μέχρι και πριν λίγους μήνες ενέκριναν, και αρνούνταν να βάλουν φραγμό, στην ασύδοτη λειτουργία των κερδοσκόπων και των οίκων αξιολόγησης.

Καλούμε την ελληνική κυβέρνηση στο επικείμενο Συμβούλιο Κορυφής να θέσει το θέμα των οίκων αξιολόγησης, απαιτώντας την άμεση κατάργηση της δυνατότητας που τους έχει παραχωρήσει επισήμως η ΕΕ και η ΕΚΤ να αξιολογούν τις οικονομίες των κρατών μελών.

Είναι πολιτικά απαράδεκτο και οικονομικά επικίνδυνο, η οικονομική πολιτική και η οικονομική κατάσταση των κρατών μελών να κατευθύνεται και να αξιολογείται από ιδιωτικές επιχειρήσεις.»

To Γραφείο Τύπου