Skip to main content.
14/02/2010

Πολιτική ρητορική εν μέσω κρίσης - άρθρο του Ανδρέα Καρίτζη στην ΑΥΓΗ

Παπανδρέου: «Ζητώ από τα πολιτικά κόμματα να στηρίξουν την πολιτική εξυγίανσης... για να απελευθερωθεί η χώρα από την «διπλή κηδεμονία» των χρηματοπιστωτικών αγορών και της… Ευρωπαϊκής Ένωσης»... «Αφαιρέθηκε ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας... [Ας] κάνουμε τώρα τη δουλειά μας με σκοπό η Ελλάδα να γίνει ξανά κυρίαρχη της τύχης της».

Δασκαλόπουλος (ΣΕΒ): «Ή θα υποστούμε συνειδητά ως λαός τις αναγκαίες θυσίες... ή θα περιέλθουμε στην ακόμη σκληρότερη κηδεμονία των Βρυξελλών και των αγορών...».

Τεγόπουλος ("Ελευθεροτυπία"): «Η τιμωρία... που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες και αποδέχεται... η ελληνική κυβέρνηση είναι αναποτελεσματική».

Η κρίση που ζούμε είναι πολυδιάστατη, δομική και θα είναι παρούσα πολλά χρόνια. Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις αφορούν τη δημοσιονομική διάσταση της κρίσης. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο, όμως τα ζητήματα που αναδεικνύονται αφορούν το σύνολο του παγκόσμιου προηγμένου καπιταλισμού και ιδιαίτερα την Ευρώπη (ασυδοσία των διεθνών χρηματαγορών, εμμονή των κυρίαρχων δυνάμεων της Ε.Ε. στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, προσπάθεια να εκμεταλλευτούν οι εθνικές αστικές τάξεις της Ε.Ε. την κρίση για να ισοπεδώσουν ό,τι κατακτήσεις των εργαζομένων έχουν απομείνει).

Επομένως τα δημοσιονομικά προβλήματα και η συνεπακόλουθη τρομοκρατία δεν είναι ένα ελληνικό, ένα εθνικό ζήτημα. Η δραματική κατάσταση των εργαζομένων σε Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία κ.ά. (αλλά και στη Γερμανία, που παρά τα «καλά δημοσιονομικά» επιβάλλεται ο μεγαλύτερος ρυθμός μείωσης αποδοχών στην Ε.Ε.) αναδεικνύει ότι το πολιτικό σχέδιο των εργαζομένων πρέπει να συμβαδίζει με το γεγονός ότι τα προβλήματα είναι απολύτως αλληλένδετα και αλληλοτροφοδοτούμενα στον ευρωπαϊκό χώρο.

Πώς θα αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης από τη σκοπιά των εργαζομένων; Η λογική που πρέπει να εκπέμψουμε είναι «ούτε βήμα πίσω», η οποία προϋποθέτει: α) Την αποκάλυψη της πολιτικής ρητορικής των ισχυρών: την κεντρική επιλογή της εθνικής συναίνεσης (όλοι μαζί εναντίον της κρίσης), τη δευτερεύουσα του πατριωτικού μετώπου ("εμείς" εναντίον των Ευρωπαίων "κηδεμόνων") και μίγμα αυτών. Και β) την ανάδειξη της πρότασης της ριζοσπαστικής αριστεράς για ένα πανευρωπαϊκό μέτωπο εργαζομένων και υποτελών τάξεων (συνεδριακή απόφαση).

Και ενώ η περίπτωση της εθνικής συναίνεσης είναι προφανές ότι ισοδυναμεί με ταξική αυτοκτονία, η περίπτωση του πατριωτικού μετώπου θέλει μεγάλη προσοχή. Το πατριωτικό μέτωπο συνιστά υπαγωγή των εργαζομένων στην ηγεμονία μεσαίων και ανώτερων μερίδων, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια, με ευαγγέλιο τον νεοφιλελευθερισμό και την ΟΝΕ, πλιατσικολόγησαν στην κυριολεξία πάνω στους εργαζόμενους.

Η ρητορική του πατριωτικού μετώπου ισοδυναμεί με αθώωση των υπεύθυνων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας για τη σημερινή κατάσταση (αφού φταίνε κυρίως οι ξένοι). Σήμερα που αποκαλύπτεται η καταστροφή που προκάλεσαν και πιέζονται και οι ίδιες, προσπαθούν να θολώσουν τα νερά.

Στη δήθεν φιλεργατική εκδοχή της επιρρίπτει στους υπαίτιους την κατηγορία ότι είναι υποτελείς και δεν αντιστέκονται στους ξένους! Δηλαδή, οι θύτες, αυτοί που υλοποίησαν και συνεχίζουν να υλοποιούν την πιο σκληρή, αντιλαϊκή πολιτική εμφανίζονται να είναι από τη μεριά των θυμάτων -κομμάτι του εθνικού κορμού, που δήθεν καταπιέζεται από εξωτερικούς εχθρούς- και το πρόβλημα είναι η υποτέλειά τους!

Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι δυνάμεις κέρδισαν από την πολιτική που οδήγησε στην κρίση και σχεδίασαν από κοινού με τις αντίστοιχες δυνάμεις στις άλλες χώρες το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα της Ε.Ε. Δεν εξαναγκάστηκαν να το κάνουν! Το επέλεξαν και εμμένουν σε αυτή τη σκληρά ταξική επιλογή. Παρά το άνισο επίπεδο ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ε.Ε., το βασικό της χαρακτηριστικό είναι ο συντονισμός μεταξύ των κυριάρχων δυνάμεων για την επιβολή της πολιτικής τους σε όλες τις χώρες. Σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί πρόβλημα των εργαζομένων ο εσωτερικός ανταγωνισμός των αστικών τάξεων, αλλά ο κοινός τους αγώνας εναντίον των δυνάμεων της εργασίας σε όλη την Ευρώπη.

Αποκαλυπτική είναι η περίπτωση της «επιτήρησης» της ελληνικής οικονομίας. Ενώ η όλη διαδικασία συνιστά (σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους) στήριξη των κυρίαρχων δυνάμεων της Ε.Ε. στην επίθεση της ελληνικής κυβέρνησης και των οικονομικά ισχυρών στους εργαζόμενους (τα επιπλέον μέτρα αποτελούν διακαή πόθο τους πολλά χρόνια), εμφανίζεται ως «χτύπημα» στην εθνική κυριαρχία. Δηλαδή, μια σκληρά ταξική επίθεση μετατρέπεται σε εθνική υπόθεση! Αν όντως πλήττεται η εθνική κυριαρχία, τότε η μόνη απάντηση είναι ο κοινός αγώνας καταπιεστών και καταπιεζόμενων...

Η φιλεργατική εκδοχή (οι Έλληνες εναντίον των ξένων και των ντόπιων συνεργατών τους) παρέχει ένα πλαίσιο αγώνα που αποπροσανατολίζει (η σύγκρουση είναι ταξική και όχι εθνική), ενσωματώνει στον κυρίαρχο λόγο και τελικά υπονομεύει την έκβαση της πάλης.

Η δική μας απάντηση για ένα πανευρωπαϊκό μέτωπο των εργαζόμενων και των υποτελών τάξεων για την ανατροπή σημαίνει συντονισμένη αντεπίθεση των εργαζομένων απέναντι στις εθνικές αστικές τάξεις τους και την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Η ένταξη σε αυτό το μέτωπο και άλλων στρωμάτων που πλήττονται εξασφαλίζει την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας και όχι το αντίστροφο. Αποτελεί τη μόνη επικίνδυνη γραμμή (κοινή σε Ελλάδα και Γερμανία) κατά του νεοφιλελευθερισμού και της αρχιτεκτονικής της Ε.Ε.

Εν κατακλείδι: α) Πρέπει να αναμετρηθούμε με τη λογική της εθνικής υπόθεσης (σε όλες τις εκδοχές της). Όπως δεν ήμασταν όλοι μέρος της «ισχυρής Ελλάδας» την περίοδο της «ανάπτυξης» (οι εργαζόμενοι ήταν τα θύματα), έτσι και την περίοδο της κρίσης δεν μας αφορούν οι «εθνικοί αγώνες», αλλά να μην πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι. Και β) Όσο και να «σκληρύνουμε» την πολιτική μας εκφώνηση δεν θα συμβάλουμε στον αγώνα των εργαζομένων αν δεν την εντάσσουμε σε ένα σχέδιο που υπηρετεί τα συμφέροντά τους και δεν αποφύγουμε διατυπώσεις που ακούσια ενισχύουν την πολιτική ρητορική των αντιπάλων (και αν δεν αλλάξουμε προσανατολισμό στη δράση μας, όπως έχω υποστηρίξει αλλού).