Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
03/03/2010

Ομιλία του Προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρα στη συνεδρίαση της Ευρωομαδας Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/Βόρεια Πράσινη Συμμαχία (GUE/NGL)


φωτογραφίες


Τη 2η ημέρα της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες, ο  Πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας παρευρέθη και μίλησε στη συνεδρίαση της Ευρωομάδας GUE/NGL, στην οποία συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων οι εναλλακτικές προτάσεις διεξόδου από την κρίση και ο πολιτικός συντονισμός των κομμάτων που συμμετέχουν στην GUE/NGL για την οργάνωση των αγώνων ενάντια στις συνέπειες της κρίσης.

Στην τοποθέτησή του ο Αλ. Τσίπρας τόνισε:

Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Αυτή την περίοδο η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος εξαιτίας της σοβαρής υπέρβασης των δεικτών του, κατά τον Ρομάνο Πρόντι, «ηλίθιου» Συμφώνου Σταθερότητας ως προς το δημόσιο έλλειμμα και χρέος.

Αυτό βέβαια είναι η αφορμή γιατί στη πραγματικότητα το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η αδυναμία της να δανειστεί με τους ίδιους όρους που δανείζονται οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αφού έχει αφεθεί έρμαιο στα κερδοσκοπικά παιχνίδια των αγορών.

Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την υπέρβαση στο δημόσιο χρέος και στο δημόσιο έλλειμμα, που οφείλεται στις διαχρονικές πολιτικές των κυβερνήσεων του δικομματισμού, αλλά και στην παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως δείχνουν και οι αντίστοιχοι δείκτες άλλων χωρών της ΕΕ, έχει εκδηλωθεί μια πρωτοφανής κερδοσκοπική επίθεση των αγορών εναντίον της χώρας μας, μια επίθεση η οποία έχει ενδεχομένως ευρύτερες γεωπολιτικές και άλλες διαστάσεις.

Η έκταση της κρίσης αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιχειρήσουν, σε απόλυτη συμφωνία και συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και τις εταιρείες αξιολόγησης, τον εξευμενισμό των κερδοσκόπων, επιβάλλοντας μέτρα που όχι μόνο θα διαλύσουν τον κοινωνικό ιστό, αλλά και θα επιδεινώσουν την κρίση .

Με υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, επιβάλλονται: ονομαστικές μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις που, σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν και το 15%.

Ταυτόχρονα επιβάλλονται μεγάλες αυξήσεις στους έμμεσους φόρους, περιορισμός των κοινωνικών δαπανών, αλλαγές στο καθεστώς την κοινωνικής ασφάλισης με στόχο την ιδιωτικοποίησή του και περαιτέρω επιδείνωση των, ήδη ακραία ελαστικών, εργασιακών σχέσεων.    

Πεποίθησή μας είναι ότι αυτές οι εξελίξεις δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, ούτε πρόκειται να περιοριστούν σʼ αυτήν, δεδομένου ότι αποτελούν εκδηλώσεις μιας συνολικής κρίσης του  παγκόσμιου καπιταλισμού και του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Η «κρίση ελλείμματος και χρέους» της Ελλάδας μπορεί, πολύ γρήγορα, να μεταδοθεί και στις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με παρόμοια αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις αυτών των χωρών.

Αυτή η σκληρή νεοφιλελεύθερη επίθεση σε κοινωνικά δικαιώματα δεν θα περιοριστεί στα «άσωτα» (profligate) νοτιοευρωπαϊκά PIGS, όπως άλλωστε απέδειξαν οι περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Ισλανδίας.

Και προκειμένου η κρίση να μην επεκταθεί και στις «υγιείς», προς το παρόν, οικονομίες άλλων χωρών της ΕΕ, θα υποβαθμιστούν και εκεί, ακόμα περισσότερο από όσο έχει συμβεί μέχρι σήμερα, τα δικαιώματα των εργαζομένων, στον εργασιακό, τον ασφαλιστικό και τον κοινωνικό τομέα, ιδιαίτερα των γυναικών, των νέων και των μεταναστών.

Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για την πλήρη ανατροπή του συναινετικού κεντροευρωπαϊκού καπιταλιστικού μοντέλου, που επικράτησε στην Ευρώπη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι το πειραματόζωο, πάνω στο οποίο δοκιμάζεται η ευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσμια, επιστροφή σε ένα «νέο» νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που θα στηρίζεται όλο και περισσότερο στον αυταρχισμό των εθνικών κρατών, της ΕΕ και των διεθνών οργανισμών.

Αν αυτό το αντιδραστικό εγχείρημα δεν συναντήσει ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις, όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή θα επεκταθούν σύντομα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Οι εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες, στη χώρα μας που δίνουν, σήμερα, τον αγώνα τους ενάντια στην εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων, δεν το κάνουν μόνο για δικό τους λογαριασμό. Αποτελούν τη προφυλακή των εργαζομένων ολόκληρης της Ευρώπης και γιʼ αυτό η αλληλεγγύη προς αυτούς είναι περισσότερο από αναγκαία.

Αυτό, όμως, δεν φτάνει. Για να είναι αποτελεσματικοί οι αγώνες μας πρέπει απέναντι στους συνασπισμένους αντιπάλους μας, να αντιπαρατάξουμε τη δική μας διεθνική ενότητα και τον συντονισμό των αγώνων μας.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τις ριζοσπαστικές αριστερές πολιτικές δυνάμεις, τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου που βρίσκονται, αυτή τη στιγμή, στο «μάτι του κυκλώνα», αλλά τους αντίστοιχους φορείς όλων των χωρών της ΕΕ.

1.    Το ελληνικό πρόβλημα

Εδώ και δύο δεκαετίες, οι ελληνικές κυβερνήσεις, είτε της δεξιάς, είτε της κεντροαριστεράς είχαν αγαστή συνεργασία με τα αρμόδια όργανα της ΕΕ.

ΟΙ υπέρογκες αμυντικές δαπάνες (η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ, στο ποσοστό αυτών των δαπανών επί του ΑΕΠ), καθώς και οι εξαιρετικά ακριβοί και αδιαφανείς Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, δεν θεωρήθηκαν από τις Βρυξέλλες ως κίνδυνος για την αδυναμία εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας σε περίοδο κρίσης.

Η δημιουργική λογιστική των στατιστικών στοιχείων δεν ήταν ο μόνος ή ο κύριος λόγος γιʼ αυτή την αδιαφορία.

Η βασική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι οι μεγάλοι ωφελημένοι από αυτές τις σπατάλες ήταν και είναι κυρίως βιομηχανικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες των μεγάλων χωρών της ευρωζώνης.

Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα εφαρμόστηκε μια ευρύτατη αναδιανομή πλούτου υπέρ των οικονομικά ισχυρών. Μεγάλες μάζες εργαζομένων εξωθήθηκαν στην ανεργία και την επισφαλή ανασφάλιστη απασχόληση, ενώ η φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων μειώθηκε σταδιακά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Η φοροδιαφυγή, αλλά και η νόμιμη φοροαποφυγή μέσω των παράκτιων (offshore) εταιρειών επιδείνωσαν το δημοσιονομικό πρόβλημα.

Χωρίς ουσιαστική αναδιανομή πλούτου και με μια οικονομία προσανατολισμένη στην κατανάλωση που στηριζόταν στον υπερβολικό δανεισμό, το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης μπλοκαρίστηκε περισσότερο από άλλες χώρες, κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση.

Αυτό δεν εμπόδισε τους χρηματο-οικονομικούς αναλυτές, τις εταιρείες αξιολόγησης, αλλά και του διεθνείς οργανισμούς, να εγκωμιάζουν την Ελλάδα ως πρότυπο δυναμικής οικονομίας.

Το κλίμα άλλαξε εντελώς τους τελευταίους μήνες. Αφορμή δεν είναι τόσο τα οικονομικά μεγέθη, ειδικά τα ελλείμματα και το χρέος, που είναι όντως υπερβολικά υψηλά.

Άλλωστε ανάλογα προβλήματα έχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το πρόβλημα με την Ελλάδα, όπως είπα και στην αρχή, είναι ότι βρέθηκε στο στόχαστρο ισχυρότατων κερδοσκοπικών πιέσεων για αδιευκρίνιστους, εν πολλοίς, λόγους.

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, σταθερά προσκολλημένη στο μονεταριστικό μοντέλο οικοδόμησής της, όπως αυτό διατυπώνεται στην πρόσφατα επικυρωμένη συνθήκη της Λισαβόνας, αρνείται να προσφέρει την στοιχειώδη «κοινοτική αλληλεγγύη» στην Ελλάδα, στον πόλεμο που τις έχουν κηρύξει οι αγορές.

 Ή, για την ακρίβεια, δέχεται να την «βοηθήσει» υπό τον όρο της επιβολής πολιτικών που ουδόλως διαφέρουν από αυτές που επιβάλλει σε ανάλογες περιπτώσεις το ΔΝΤ.

Στις σημερινές συνθήκες σοβαρής οικονομικής κρίσης, τα μέτρα αυτά όχι μόνο δε θα βγάλουν την Ελλάδα από τη δημοσιονομική κρίση, αλλά θα βυθίσουν την ελληνική οικονομία στην ύφεση και την ελληνική κοινωνία στην φτώχεια και την ανεργία.

Η περιοριστική πολιτική, θα επιδεινώσει τα προβλήματα του χρέους και των ελλειμμάτων, αφού τα μέτρα που προωθούνται δεν έχουν κανέναν αναπτυξιακό χαρακτήρα.

Και φυσικά, οι κερδοσκοπικές πιέσεις δεν πρόκειται να σταματήσουν, αφού οι αγορές λειτουργούν σαν τους καρχαρίες. Όσο πιο πολύ τους ταΐζεις, τόσο πιο απαιτητικοί γίνονται.       

2.    Η Ελλάδα και ο Ευρωπαϊκός Νότος.

Η εναλλακτική λύση σε εθνικό επίπεδο θα ήταν μια προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος και του χρέους, με χαμηλότερους ρυθμούς από αυτούς που συναποφάσισαν η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσα από ένα μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο.

Η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να κινηθεί σε νέους άξονες, με ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδημάτων, διασφάλιση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και επενδύσεις σε συγκεκριμένους παραγωγικούς τομείς.

Οι άμεσες δανειακές ανάγκες, οι οποίες λόγω των κερδοσκοπικών πιέσεων ικανοποιούνται με πολύ υψηλά επιτόκια, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την έκδοση ενός ευρωπαϊκού ομολόγου ή με άλλους ανάλογους τρόπους.

Αυτό όμως δεν αρέσει στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ, οι οποίες θεωρούν ότι η πειθάρχηση της Ελλάδας, που σήμερα εμφανίζεται ως ο «αδύναμος κρίκος» της ΕΕ, είναι αναγκαία και για παιδευτικούς λόγους προκειμένου να τρομοκρατηθούν οι εργαζόμενοι και οι πολίτες όλων των ευρωπαϊκών χωρών.

Το μήνυμα απευθύνεται, κατʼ αρχήν, στις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα διαρθρωτικά προβλήματα.

Η Ελλάδα που σήμερα εισπράττει την γενική αποδοκιμασία, αύριο θα χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για το πώς μπορούν να κοπούν οι μισθοί και οι συντάξεις, να καταργηθεί η δημόσια υγεία και να διαλυθεί το ασφαλιστικό σύστημα. Και το μοντέλο αυτό θα περάσει γρήγορα στους εργαζόμενους ολόκληρης της Ευρώπης.

Μπροστά στο αδιέξοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται ιδιαίτερα επιθετικός, προκειμένου να διασφαλίσει τα κέρδη του. Αυτό είναι το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, αυτή την περίοδο της «εξόδου» από την κρίση.

Επαναλαμβάνω ότι αυτό το πρόβλημα δεν είναι υπόθεση ελληνική. Οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι, οι Ιταλοί, αλλά και οι Γάλλοι και οι Γερμανοί εργαζόμενοι, δικαίως είναι εξαιρετικά ανήσυχοι όταν ακούνε ότι σε μια ευρωπαϊκή χώρα προωθούνται τόσο σκληρά αντικοινωνικά μέτρα.

Αυτό ήταν το κοινό συμπέρασμα από τις επαφές που είχαμε με τους συντρόφους του Πορτογαλικού Μπλόκου της Αριστεράς, της Ισπανικής Ενωμένης Αριστεράς και του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά την επίσκεψή μας σʼ αυτές τις χώρες, αλλά και κατά τη συνάντηση της Αθήνας, την περασμένη εβδομάδα.

Απέναντι σε αυτή την επίθεση, χρειάζεται άμεσος συντονισμός και αλληλεγγύη μεταξύ ευρέων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που θα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Αυτόν τον πανευρωπαϊκό συντονισμό είναι που φοβούνται τα κέντρα εξουσίας και για το λόγο αυτό εκφωνούν τον λόγο της «εθνικής ενότητας» και των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων.

3.    Για την «επανίδρυση» της ΕΕ

Θεωρούμε λοιπόν ότι η πολιτική που προωθείται σήμερα στην Ελλάδα, από τη σοσιαλδημοκρατική ελληνική κυβέρνηση που ευθυγραμμίζεται πλήρως στις απαιτήσεις της ΕΕ, έχει ένα και μοναδικό όριο: τις πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις που θα συναντήσει αυτή η πολιτική.

Και θέλω να υπογραμμίσω ότι οι αντιστάσεις αυτές δεν αφορούν ομάδες «καλοθρεμμένων τεμπέληδων», όπως ισχυρίζεται η προπαγάνδα στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Αφορούν μια κοινωνία με υψηλότατα ποσοστά ανεργίας, ιδιαιτέρα μεταξύ των νέων.

Αφορούν μια κοινωνία στην οποία η μέση σύνταξη βρίσκεται κάτω από το αποδεκτό όριο διαβίωσης.

Αφορούν μια κοινωνία που λεηλατείται συστηματικά από την σύμπραξη των κυβερνήσεων με τα ιδιωτικά συμφέροντα, στους τομείς της ενέργειας, της υγείας, των τηλεπικοινωνιών, των δημοσίων έργων, του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Αφορούν μια κοινωνία με εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες, αποτέλεσμα μιας πολιτικής που διαμορφώθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε πλήρη συνεργασία με τις Βρυξέλλες.

Όμως το ζήτημα, όπως προείπα δεν αφορά μόνο την υπεράσπιση της ελληνικής κοινωνίας. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη.

Και θεωρούμε ότι μια πανευρωπαϊκή αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και την κυριαρχία του κεφαλαίου, μπορεί όχι απλώς να σώσει τις κοινωνικές κατακτήσεις, αλλά να ανοίξει τον δρόμο για την «επανίδρυση της ΕΕ», για μια διαφορετική Ευρώπη.

Μια Ευρώπη δημοκρατική και κοινωνική.

Μια Ευρώπη αποφασισμένη να συγκρούεται και όχι να υποτάσσεται στις αγορές, με πρόσχημα ένα ξεπερασμένο «Σύμφωνο Σταθερότητας» που ουδείς τηρεί σήμερα, που θα έχει ως κριτήρια σύγκλισης την αειφόρο ανάπτυξη, την κοινωνική προστασία και την πλήρη απασχόληση.  

Μια Ευρώπη της οποίας οι οικονομικοί θεσμοί και πρώτα από όλα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα ελέγχονται πολιτικά.

Μια Ευρώπη με ενισχυμένους τους δημοκρατικούς αντιπροσωπευτικούς, αλλά και τους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, που θα σέβεται την βούληση των λαών και των πολιτών της και δεν θα κυβερνάται μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους και παρασκήνια.   

Θεωρούμε ότι ένας τέτοιος δρόμος μπορεί να γίνει εφικτός, αν οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβούν το φόβο, την απάθεια, την παραίτηση και τον κατακερματισμό και υιοθετήσουν την στάση της ενότητας, της αλληλεγγύης και του συντονισμού των αγώνων τους.

Στην κατεύθυνση αυτή, είναι σημαντικός ο ρόλος των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που σήμερα, μπροστά στην τεράστια παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, μπορούν και πρέπει να κάνουν πάλι επίκαιρο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το ιστορικό σύνθημα του Ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ: «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη».

Βρυξέλλες, 3.3.2010