Skip to main content.
19/02/2009

Αλλαγή σελίδας - άρθρο του Ανδρέα Καρίτζη, ΕΘΝΟΣ

Η διεθνής οικονομική κρίση ξεκίνησε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου έφτασε στα άκρα η λογική του κέρδους (πώληση των ίδιων των χρεών). Σήμερα, η κρίση αποκτά χαρακτηριστικά κρίσης υπερσυσσώρευσης, δηλαδή αδυναμίας πώλησης προϊόντων και αποδοτικής κίνησης κεφαλαίου. Ο αποπληθωρισμός και η μείωση επιτοκίων καταγράφουν ακριβώς αυτό. Το βάθος της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και τη διατροφική κρίση θέτουν υπό ισχυρή αμφισβήτηση το συνολικό μοντέλο ανάπτυξης.

Το δυστύχημα είναι ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην ΕΕ αλλά και στη χώρα μας συνεχίζουν να μένουν δογματικά προσκολλημένες στην ίδια πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, «απελευθέρωση» αγορών και κίνησης κεφαλαίων, συρρίκνωση κοινωνικού κράτους, επισφάλεια στην εργασία κ.λπ.). Τρομάζει το γεγονός ότι οι τραγικές συνέπειες δεν είναι αρκετές για να ομολογήσουν το σφάλμα τους και να αναθεωρήσουν. Θυμίζουν τα οικονομικά επιτελεία της Σοβιετικής Ενωσης, τα οποία συνέχιζαν ακάθεκτα την ίδια οικονομική πολιτική ανεξαρτήτως των καταστροφικών αποτελεσμάτων για τους ανθρώπους και το περιβάλλον.

Δυστύχημα συνιστά επίσης το γεγονός ότι εξαιτίας αυτής της εμμονής προτείνονται σήμερα «πολιτικές διεξόδου», οι οποίες είναι πανομοιότυπες με την πολιτική που οδήγησε στην κρίση. Δηλαδή, προτείνεται ως λύση ενός προβλήματος η αιτία που το γέννησε. Με αυτό τον τρόπο δεν επιχειρείται να βγουν από το αδιέξοδο οι κοινωνίες, αλλά να περιοριστούν οι ζημιές του κεφαλαίου μεταφέροντας το κόστος στους εργαζομένους. Το πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης, οι προτάσεις Προβόπουλου, η πρόταση Μίχαλου, οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ και οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κινούνται σε αυτό το πλαίσιο.

Ενα τρίτο δυστύχημα είναι ότι τα «καλύτερα» για την οικονομία των αγορών έχουν περάσει. Είχαμε στη χώρα μέχρι πριν από έναν χρόνο μια δεκαετία υψηλότατων ρυθμών ανάπτυξης, την υψηλότερη κερδοφορία του κεφαλαίου στην ΕΕ και την κατά 40% αύξηση του ΑΕΠ. Ο τεράστιος αυτός πλούτος πήγε σε λίγα χέρια, αφού την ίδια ώρα αυξήθηκε το δημόσιο χρέος, έπεσε στο μισό η αγοραστική δύναμη της πλειονότητας των πολιτών, αφού συρρικνώθηκε το κοινωνικό κράτος, αυξήθηκαν αλματωδώς οι τιμές των προϊόντων και οι μισθοί καθηλώθηκαν, ενώ την ίδια ώρα ο υπερδανεισμός και η διάλυση των εργασιακών σχέσεων γιγαντώθηκαν. Οταν λοιπόν η «καλύτερη» φάση της οικονομίας των αγορών συνιστά όλεθρο για την πλειονότητα των πολιτών, γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτή. Και μπορούμε να το πούμε σήμερα με βεβαιότητα, καθώς παλαιότερα μας έλεγαν ότι στο μέλλον τα πράγματα θα βελτιωθούν και για τους πολλούς. Ομως είδαμε ότι στο τέλος αυτής της πορείας δεν ήταν η ευημερία αλλά το αδιέξοδο και η κρίση.

Ηρθε η ώρα λοιπόν να γυρίσουμε σελίδα. Απέναντι στην οικονομία των αγορών εμείς βάζουμε την οικονομία των αναγκών. Την κάλυψη αναγκών και την παραγωγή συλλογικών αγαθών χωρίς την παρεμβολή του παράγοντα του κέρδους. Προτείνουμε έναν νέο δημόσιο τομέα με διαφορετική οργάνωση, στοχοθεσία και κοινωνικό έλεγχο. Ενα νέο μοντέλο ανάπτυξης όπου η ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την άμβλυνση των ανισοτήτων και την προστασία του περιβάλλοντος. Μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση έχει ανάγκη η κοινωνία σήμερα όσο ποτέ.