Skip to main content.
01/04/2010

Συνέντευξη του Γιάννη Δραγασάκη στην εφημερίδα της ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΕΤΕ «Αλλέστα»

1.    Τα μέτρα που παίρνει και ξαναπαίρνει η Κυβέρνηση σε βάρος μας, όπως η μείωση μισθών και συντάξεων, η αύξηση του ΦΠΑ, η άνοδος της τιμής στα καύσιμα, η φορολογική επιδρομή κ.α. δικαιολογούνται από τη σημερινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας; Αν όχι, ποια άλλα μέτρα θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της κρίσης;

Τα μέτρα της κυβέρνησης δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικα, αλλά είναι και αναποτελεσματικά, αφού οδηγούν σε ύφεση και ανεργία.

Η σημερινή κατάσταση όχι μόνο δικαιολογεί, αλλά καθιστά επείγουσα ανάγκη την εφαρμογή ενός προγράμματος παραγωγικής και διοικητικής ανασυγκρότησης,  ριζοσπαστικής αναδιανομής και αύξησης της απασχόλησης. Και τούτο γιατί η σημερινή κατάσταση συνδυάζει δύο εξαιρετικά αρνητικά χαρακτηριστικά: υψηλό δημόσιο (και ιδιωτικό) χρέος και οικονομική ύφεση – απροσδιόριστης έντασης και διάρκειας. Το καθένα από τα δύο αυτά προβλήματα είναι από μόνο του σοβαρό. Η συνύπαρξή τους όμως δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, μια παγίδα του χρέους. Με την έννοια ότι λόγω της ύφεσης, της μείωσης δηλαδή του ΑΕΠ, ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ επιδεινώνεται, ακόμη και αν δεν παίρναμε νέα δάνεια.

Σημαντική θέση στην απάντηση της Αριστεράς πρέπει να έχει και η δημοσιονομική προσαρμογή. Όχι διότι μέσω αυτής μπορούμε να μειώσουμε το χρέος. Αλλά διότι υπάρχουν τεράστια προβλήματα ανισοτήτων, σπατάλης και διαφθοράς και στο σκέλος των δημόσιων εσόδων και στο σκέλος των δαπανών και στην όλη λειτουργία του κράτους και της δημόσιας διοίκησης που δε μπορούν να μας αφήσουν αδιάφορους. Επιπλέον γιατί και πόροι μπορούν να εξοικονομηθούν ώστε να μειωθούν οι δανειακές ανάγκες του κράτους και αναπτυξιακές δυνατότητες μπορούν να αναδειχθούν μέσα από την αλλαγή της κατάστασης σʼ αυτούς τους τομείς και οι υπηρεσίες προς τους πολίτες μπορούν να βελτιωθούν.

2.    Σε ποια λογική εντάσσονται τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση; Και ποιες συνέπειες θα έχει η εφαρμογή τους;

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε τη δεξιά αντίληψη, τη νεοφιλελεύθερη διάγνωση και θεραπεία. Τα μέτρα της κυβέρνησης εντάσσονται και υλοποιούν  τη στρατηγική της λεγόμενης “εσωτερικής υποτίμησης”. Υπεύθυνοι για την κρίση θεωρούνται οι μισθοί, οι συντάξεις και τα λαϊκά εισοδήματα. Και η υποτίμησή τους θεωρείται το φάρμακο. Η υποτίμηση των μισθών επιδιώκεται με τρεις τρόπους.

Ο πρώτος είναι η μείωση των μισθών που στο δημόσιο γίνεται με διοικητικό τρόπο ενώ στον ιδιωτικό θα επέλθει βαθμιαία μέσω της περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της πίεσης της υψηλής ανεργίας.

Ο δεύτερος είναι η αύξηση του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων που αυξάνουν τον πληθωρισμό και την ακρίβεια και διαβρώνουν την αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων. 

Ο τρίτος τρόπος είναι η επιδείνωση των υπηρεσιών στους τομείς υγείας, της παιδείας, της διοίκησης, της ασφάλισης, με αποτέλεσμα την αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για την κάλυψη των σχετικών αναγκών.

Η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης οδηγεί στην ύφεση στην οποία δίνει ένταση και διάρκεια. Η ύφεση όμως, στη λογική αυτής της στρατηγικής, δε θεωρείται λάθος αλλά επιδίωξη, αφού μέσω αυτής επιδιώκεται η καπιταλιστική κάθαρση σε βάρος των αδυνάτων και η ενίσχυση της συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Το πρόβλημα όμως είναι ότι στην περίπτωσή μας η ύφεση, σε συνδυασμό με το υψηλό δημόσιο χρέος οδηγεί, όπως ήδη είπα, στην “παγίδα του χρέους” και σε ό,τι αυτή συνεπάγεται.                 

3.    Η Κυβέρνηση λέει ότι δεν ζητά οικονομική βοήθεια από ξένες χώρες αλλά επιδιώκει την πολιτική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εγγύηση για να δανειζόμαστε από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια. Αν υποθέσουμε ότι πετυχαίνουμε ένα τέτοιο δανεισμό, θα λυθούν κάποια προβλήματα, θα έχουμε πρακτικό όφελος στη καθημερινή μας ζωή;

Όλα τα νομίσματα έχουν ανάγκη από θεσμούς και μηχανισμούς στήριξής τους. Ένας από αυτούς είναι η δυνατότητα δανεισμού ύστατης ανάγκης, όταν δηλαδή για οποιονδήποτε λόγο ένα κράτος δε μπορεί ή δε θέλει να καταφύγει στις αγορές για να καλύψει τις ανάγκες του.

Το ευρώ και η ΟΝΕ σχεδιάστηκαν υπό συνθήκες ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών και με τη λανθασμένη παραδοχή ότι μια κρίση σαν αυτή που ζούμε σήμερα δε θα υπάρξει, διότι όλες οι χώρες θα έχουν ελλείμματα κάτω του 3% και δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ, όπως προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όλα αυτά σήμερα έχουν διαψευσθεί παταγωδώς.

Ακριβώς γιʼ αυτό η κρίση αυτή είναι και κρίση θεσμική και διαρθρωτική της Ε.Ε.: το σύμφωνο σταθερότητας ουσιαστικά δεν τηρείται από κανέναν και το ευρώ κλονίστηκε μόλις μια μικρή χώρα μέλος, όπως η Ελλάδα, αντιμετώπισε δυσκολίες δανεισμού.

Ο πρωθυπουργός αντί να λέει ότι δε ζητά βοήθεια, έπρεπε συνεχώς να τονίζει ότι το θέμα δεν είναι η διμερής ή πολυμερής βοήθεια προς την Ελλάδα, αλλά η θεσμική θωράκιση του ευρώ με τους αναγκαίους θεσμούς και μηχανισμούς στήριξης, αλληλεγγύης και διανομής.

Οι αποφάσεις της 25ης Μαρτίου δεν απάντησαν σε αυτή την ανάγκη. Δεν αποκλείεται μάλιστα τώρα να φανεί πως το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου και η κρίση της Ε.Ε. να γίνει πιο αισθητή.

Σε ό,τι αφορά στις αποφάσεις της ΕΚΤ, σύμφωνα με αυτές τα ομόλογα του ελληνικού κράτους θα συνεχίσουν να γίνονται αποδεκτά ως ενέχυρο. Αυτό θα οδηγήσει στην εξής παράδοξη κατάσταση: οι τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1%, με ενέχυρο τα κρατικά ομόλογα. Όμως οι ίδιες τράπεζες θα δανείζουν το κράτος με πολύ υψηλότερα επιτόκια. Έχουμε κατά κάποιον τρόπο διοικητική διασφάλιση της κερδοφορίας των τραπεζών σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού κράτους και του κοινωνικού συνόλου. Η δεύτερη συνέπεια θα είναι η άφθονη ρευστότητα, που με τον τρόπο αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί, να μη διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας λόγω και της πιστωτικής στενότητας. Τέλος, εφόσον ο δανεισμός του δημοσίου συνεχίζει να γίνεται με επιτόκια μεγαλύτερα των μέσων επιτοκίων της ευρωζώνης, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα αυξάνει και θα επιζητούνται νέα “πακέτα” θυσιών. 

4.    Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος. Πώς νομίζετε εσείς ότι θα έπρεπε να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι;

Το ασφαλιστικό σύστημα έχει δυο ομάδες προβλημάτων.

Η πρώτη οφείλεται στα λειτουργικά ελλείμματα του συστήματος. Το έλλειμμα αυτό έχει εκτιμηθεί από επιστήμονες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ στα 16 δις ευρώ περίπου ετησίως και οφείλεται πρωτίστως στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης και τη συνδεδεμένη μʼ αυτό υψηλή ανεργία, την αδήλωτη εργασία, τη μερική και τις άτυπες μορφές απασχόλησης.

Μια δεύτερη πηγή διαφυγής πόρων είναι η εισφοροδιαφυγή και η κακοδιαχείριση του συστήματος. Επομένως η επίλυση της κρίσης της κοινωνικής ασφάλισης είναι συνυφασμένη με την καταπολέμηση αυτών των προβλημάτων και με την επιδίωξη ενός μοντέλου ανάπτυξης προσανατολισμένου στην πλήρη απασχόληση και τη δίκαιη διανομή.

Η δεύτερη ομάδα προβλημάτων του συστήματος είναι η απουσία αποθεματικού πόρου. Όπως είναι γνωστό, τα αποθεματικά που το σύστημα συσσώρευε μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εξανεμίστηκαν από τις πολιτικές των κυβερνήσεων. Ενώ το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό και συνειδητοποιημένο τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, το ασφαλιστικό σύστημα έχει μείνει γυμνό και αθωράκιστο. Όμως είναι γνωστό ότι, για δημογραφικούς και άλλους λόγους, οι δαπάνες για τις συντάξεις θα παρουσιάσουν μεγάλη αύξηση από το 2020 ή και νωρίτερα μέχρι το 2030.

Με άξονα και άλλοθι το πρόβλημα αυτό, μεθοδεύεται η αποδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος η περικοπή συντάξεων, η εξώθηση των νέων γενιών εργαζομένων σε μορφές ιδιωτικής ασφάλισης, ο περιορισμός της κρατικής εγγύησης σʼ ένα πολύ μικρό μέρος της σύνταξης. Είναι επείγουσα ανάγκη, έστω και τώρα, να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος για την εξασφάλιση αποθεματικών πόρων, οι οποίοι θα δεσμευτούν για την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών. Οι πόροι αυτοί μπορεί να εξασφαλιστούν τόσο με φορολογικά όσο και με μη φορολογικά μέσα.     

5.    Τα χειρότερα νεοφιλελεύθερα σενάρια που ακούμε εδώ και πολλά χρόνια για ανεξέλεγκτες απολύσεις, για άρση της μονιμότητας, για ιδιωτικοποίηση των πάντων κ.λπ. θα μπορούσαν να περάσουν μέσα στο κλίμα της απόγνωσης στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν;

Οι δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου επιδιώκουν να αξιοποιήσουν την κρίση για να επιτύχουν «φιλοδοξίες» και στόχους ετών ή και δεκαετιών, τόσο στο πεδίο της οικειοποίησης της δημόσιας περιουσίας όσο και σε εκείνο της συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων. Και σʼ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύεται πολύτιμος «εταίρος».

Η ταξική λογική των εισπρακτικών μέτρων που πήρε η κυβέρνηση έχει την προέκτασή της και στα λεγόμενα «θεσμικά μέτρα», όπου κεντρική θέση έχει η περαιτέρω απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Όμως, πρέπει να υπάρξει αποφασιστική και ενιαία αντίσταση των εργαζομένων. Όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρξει περαιτέρω απορύθμιση, αλλά αντίθετα πρέπει να διεκδικηθούν μέτρα προστασίας της εργασίας από τις αυθαίρετες απολύσεις, πολιτικές και πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων πλήρους απασχόλησης ως βασικό στρατηγικό άξονα εξόδου από την κρίση, πολιτικές στήριξης των ανέργων και ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων, καθώς και την απαγόρευση μορφών απασχόλησης και εργασίας που προσβάλουν τον κοινωνικό μας πολιτισμό.    

Το μέλλον της κοινωνίας είναι συνυφασμένο με το μέλλον της εργασίας και τη θέση που αυτή έχει σε κάθε ιστορική εποχή. Ο πόλεμος λοιπόν ενάντια στον εργασιακό μεσαίωνα είναι υπόθεση που μας αφορά όλους. Γι αυτό και ο αγώνας αυτός πρέπει να γίνει υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο των συνδικάτων.