Skip to main content.
26/05/2010

Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη σε ημερίδα που διοργάνωσε ο ΣΒΒΕ με θέμα: “Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας”

Α. ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΔΩ

Παρόλο που η κρίση στη χώρα μας παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες και ενδογενείς αιτίες, αυτή δεν παύει να αποτελεί μέρος της παγκόσμιας κρίσης. Μιας κρίσης που δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική αλλά δομική του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου και χρηματιστικού καπιταλισμού. Ως προς την «ωρίμανση» και εκδήλωσή της μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες αιτιών.

Η πρώτη αναφέρεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως ένα οικονομικο – κοινωνικό σύστημα που έχει ως σκοπό και κίνητρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, ο καπιταλισμός στην εποχή μας αναζητά αυτή τη μεγιστοποίηση του κέρδους όχι στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας αλλά στη σφαίρα των απαιτήσεων επί των αξιών που δημιουργούνται στην πραγματική οικονομία. Ο καπιταλισμός της εποχής μας αναπτύσσεται, δηλαδή, προεξοφλώντας και καταναλώνοντας μελλοντικά εισοδήματα. Μια όψη του φαινομένου αυτού είναι και η υπερχρέωση, δημόσια και ιδιωτική, γεγονός που βρίσκεται και στην καρδιά της σημερινής κρίσης. 

Η δεύτερη ομάδα αιτιών αναφέρεται στη λεγόμενη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», στο νεοφιλελεύθερο δόγμα που στηριζόταν στην παραδοχή ότι οι αγορές μπορούν να αυτορυθμίζονται, γεγονός που αποδείχτηκε  μια επικίνδυνη για τους λαούς και τις κοινωνίες αυταπάτη.

Τρίτη ομάδα αιτιών είναι αυτές που αφορούν  σε ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, του ελληνικού κράτους και ευρύτερα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού καθώς και σε επιλογές που κυριάρχησαν στην άσκηση της πολιτικής τα τελευταία είκοσι ή και περισσότερα χρόνια.

Συγκεκριμένα το δημόσιο χρέος, σε μεγάλο βαθμό, αντιπροσωπεύει τη συσσωρευμένη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των εύπορων στρωμάτων της κοινωνίας για μια μακρά χρονική περίοδο. Επίσης αντιπροσωπεύει το σωρευτικό αποτέλεσμα των εξοπλισμών. Μόνο κατά την τελευταία 20ετία , οι υπερβάλλουσες στρατιωτικές δαπάνες, σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ και τις ευρωζώνης, υπερβαίνουν τα 60 δις ευρώ. Για όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, προσεγγίζουν τα 100 δις ή το 1/3 του συσσωρευμένου χρέους. Η κοινωνικοποίηση του κόστους εξυγίανσης ή στήριξης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας όπως παλαιότερα των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων» και σήμερα των τραπεζών, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που είχε τη συμβολή του στη διόγκωση του χρέους μαζί βεβαίως και με το κόστος του  πελατειακού κομματικού κράτους ή επιλογών όπως εκείνη της ανάληψης των ολυμπιακών αγώνων.

Το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας πάλι και το αντίστοιχο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε έναν τρόπο ανάπτυξης που στηρίχθηκε στην κατανάλωση και το δανεισμό και σε ένα τραπεζικό σύστημα που λειτουργούσε με καθαρά κερδοσκοπικά  κριτήρια, κυνηγούσε τα υψηλά κέρδη της τρέχουσας κατανάλωσης αντί εκείνων από επενδύσεις μακροχρόνιας απόδοσης. Παρά τις τεχνολογικές αλλαγές και τη σημασία της γνώσης στη σύγχρονη παραγωγική διαδικασία, το παραγωγικό σύστημα έμεινε μακριά από τις εξελίξεις αυτές, αφού οι σχέσεις διαπλοκής με την εκάστοτε εξουσία εξασφάλιζαν υψηλά και ασφαλή κέρδη χωρίς τους επιχειρηματικούς κινδύνους που εμπεριέχουν οι καινοτόμες επενδύσεις. Έτσι η «ανταγωνιστικότητα» ταυτίστηκε με την επιδίωξη της κερδοφορίας ακόμη και με μέσα που υποσκάπτουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα και αναπαραγωγή της οικονομίας.  

Η έτσι κι αλλιώς προβληματική έννοια της «ανταγωνιστικότητας»  αντί να αντιμετωπίζεται, χρησιμοποιείτο ως άλλοθι για να δικαιολογηθούν πολιτικές μείωσης των μισθών και των κοινωνικών δαπανών, ενώ το έλλειμμα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας διογκωνόταν, αφού κάθε διάσταση βιομηχανικής, κλαδικής ή τομεακής πολιτικής είχε εγκαταλειφθεί.

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ «ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ» Ε.Ε. - ΔΝΤ

Το κρίσιμο ερώτημα που αναδεικνύεται όμως είναι με ποια πολιτική θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά. Με μια πολιτική που θα συνιστά συνέχεια και εντατικοποίηση της πολιτικής του παρελθόντος ή με νέες πολιτικές που θα απευθύνονται στις αιτίες και όχι μόνο στα συμπτώματα των προβλημάτων;

Ο μηχανισμός Ε.Ε. – ΔΝΤ και το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την κυβέρνηση συνιστά μια ασυνέχεια ως προς τη μορφή αλλά συνέχεια και εντατικοποίηση ως προς το περιεχόμενο. Με μια στρατηγική soc που στηρίζεται στον κοινωνικό φόβο και τον εκβιασμό, επιχειρούν να περάσουν νεοφιλελεύθερα μέτρα και αντεργατικές πολιτικές που αποτελούσαν στόχους του χρηματιστικού κεφαλαίου επί δεκαετίες. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούν, για μια ακόμη φορά, το υπαρκτό πρόβλημα του υπέρογκου δημόσιου χρέους και του ελλείμματος της ανταγωνιστικότητας με τρόπο προσχηματικό.                 

Σε ό,τι αφορά στο Δημόσιο Χρέος, το ίδιο το ΔΝΤ εκτιμά ότι το 2013 θα έχει ανέλθει σε 149%, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και οι δαπάνες για την εξυπηρέτησή του θα υπερβούν το 8%, όταν τα έσοδα από το ΦΠΑ δεν υπερβαίνουν το 7,6% (2008).

Τρία χρόνια από σήμερα, λοιπόν, μια Ελλάδα εξουθενωμένη παραγωγικά, εξαντλημένη κοινωνικά, με διαλυμένο τον δημόσιο τομέα της οικονομίας και των δημόσιων αγαθών, θα έχει να εξυπηρετήσει μεγαλύτερο χρέος από σήμερα σε σχέση με το ΑΕΠ, λόγω της ύφεσης και της καθίζησης των εσόδων που θα έχει συντελεσθεί.

Ο «μηχανισμός» επομένως δεν απομακρύνει τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας αλλά από θεωρητικό ως πρόσφατα τον καθιστά πραγματικό και μάλιστα τον εδραιώνει ως διαρκή πηγή εκφοβισμού της κοινωνίας και τον αξιοποιεί ως μοχλό εκβιασμού για την επιβολή νέων θυσιών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών. 

Διατυπώνεται η άποψη ότι μπορεί το πρόγραμμα κυβέρνησης – Ε.Ε. – ΔΝΤ να είναι κοινωνικά άδικο, όμως αυτό μπορεί να εξασφαλίσει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, άρα και την ανάκαμψη της οικονομίας. Πρόκειται για τεράστια αυταπάτη.

Και τούτο διότι η δημοσιονομική προσαρμογή, με τον τρόπο που επιδιώκεται, δημιουργεί ένα αρνητικό περιβάλλον για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Πρώτο διότι η αύξηση του ΦΠΑ πλήττει την ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον η μείωση των δημόσιων επενδύσεων συνεπάγεται μείωση των δαπανών σε υποδομές. Τρίτον η υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας, της δημόσιας υγείας και της δημόσιας διοίκησης επιδεινώνει τους  γενικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες της κοινωνικής παραγωγικότητας. Τέταρτον, το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας επιχειρείται να αντιμετωπιστεί σα να είναι πρόβλημα μισθών. Σύμφωνα όμως με μελέτες της ΕΚΤ, ο ελληνικός διαφορικός πληθωρισμός οφείλεται κατά 67% περίπου στα συγκριτικά υψηλότερα περιθώρια κέρδους και κατά 20% στους έμμεσους φόρους και το ΦΠΑ. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία. Η μείωση των μισθών επομένως δεν θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα αλλά θα περιορίσει τη ζήτηση, θα αυξήσει την ανεργία και θα βαθύνει την ύφεση.

Πέραν αυτού η μείωση των μισθών, όταν επιδιώκεται παντού, σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης δεν διασφαλίζει τελικά συγκριτικό πλεονέκτημα σε καμιά από αυτές. 

Τέλος, τα μέτρα που προτείνονται από το μηχανισμό Ε.Ε. – ΔΝΤ δεν αντιμετωπίζουν τις διαρθρωτικές πτυχές του ελλείμματος της ανταγωνιστικότητας, αλλά αντίθετα παραπέμπουν την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Όμως υπό συνθήκες χρηματοπιστωτικής κρίσης και ουσιαστικής αδυναμίας των τραπεζών να ασκήσουν επεκτατική πιστωτική πολιτική ή να αναλάβουν πρόσθετους κινδύνους, οι αναγκαίες κλαδικές και λειτουργικές ανακατανομές πόρων που επιβάλλει η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, δεν μπορούν να γίνουν χωρίς σχέδιο και δημόσιες πολιτικές. Έτσι, ακόμη και αν υπάρξει κάποια βελτίωση στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας τιμής, αυτή ακυρώνεται από τις συνέπειες της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού και τη  μείωση της ζήτησης.

Γ. ΔΙΕΞΟΔΟΣ: ΜΕ ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε ότι η υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στο μηχανισμό Ε.Ε. – ΔΝΤ δεν απομακρύνει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας ούτε καθιστά περισσότερο διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος. Αντιθέτως καθιστά τον κίνδυνο αυτό μεγαλύτερο. Επίσης ο εν λόγω μηχανισμός δεν συνιστά μια απάντηση στο έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας, αλλά οδηγεί σε ένα τυφλό, χωρίς ορατή διέξοδο, τούνελ ύφεσης και ανεργίας. Τέλος, όσο η ύφεση βαθαίνει και παρατείνεται, οι επιπτώσεις θα γίνονται αισθητές όχι μόνο στο σκέλος της ζήτησης αλλά και στο σκέλος της προσφοράς, αφού οι επιχειρήσεις που θα κλείνουν, οι θέσεις εργασίας που θα καταστρέφονται, οι ειδικεύσεις και οι δεξιότητες που θα απαξιώνονται δεν είναι βέβαιο αν, πότε και πώς θα αποκαθίστανται ή θα αντικαθίστανται με νέες παραγωγικές δραστηριότητες, εξειδικεύσεις και δεξιότητες.

Η απεμπλοκή όμως από το μηχανισμό αυτό προϋποθέτει ένα σχέδιο το οποίο θα θεμελιώνει και θα εγγυάται μια επανεκκίνηση της οικονομίας, μια νέα αξιόπιστη αρχή  για την ελληνική κοινωνία, στη βάση μιας πολιτικής που θα έχει στόχο την απελευθέρωση παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων που εγκλωβίζονται στη παγίδα της υπερχρέωσης, της ανεργίας, της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να επιδιώκει συνδυασμένα τους παρακάτω στόχους:

1.    Τη μείωση των δανειακών αναγκών και της ασφυκτικής εξάρτησης από τις διεθνείς αγορές. Η μείωση των δανειακών αναγκών θα μπορούσε να επιτευχθεί με πολιτικές αύξησης των δημόσιων εσόδων, ριζικής αναδιανομής, περιστολής των εξοπλιστικών και άλλων μη παραγωγικών δαπανών, καθώς και με την έκδοση εσωτερικών έντοκων ομολόγων σε ευρώ με τα οποία το κράτος θα ικανοποιούσε μέρος των υποχρεώσεών του και τα οποία θα ήταν αποδεκτά στη συνέχεια ως μέσα για την πληρωμή φόρων, ασφαλιστικών εισφορών ή άλλων υποχρεώσεων προς το κράτος, ασφαλιστικούς ή άλλους δημόσιους φορείς. Όταν η κρίση τεθεί υπό έλεγχο και η ομαλή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δανεισμού αποκατασταθεί, τα ομόλογα αυτά θα μπορούσαν είτε να ενταχθούν στην αγορά ομολόγων ή να ακυρωθούν αν τα δημόσια οικονομικά το επιτρέπουν.

2.    Τη διεκδίκηση, με την κατάλληλη προετοιμασία και στον κατάλληλο χρόνο, μιας ρύθμισης του συσσωρευμένου χρέους, με στόχο τη ακύρωση μέρους από αυτό και τη διευκόλυνση της εξυπηρέτησης του υπόλοιπου. Μια τέτοια ρύθμιση βεβαίως έχει περισσότερες δυνατότητες να υλοποιηθεί με τρόπο επωφελή για την κοινωνία μέσα σε ευρύτερα ευρωπαϊκά και διεθνή πλαίσια από κοινού με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν στο ορατό μέλλον ανάλογα προβλήματα.

3.    Την εφαρμογή ενός μακρόπνοου αναπτυξιακού προγράμματος, που με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας, θα διασφαλίζει την οριστική έξοδο από την παγίδα του χρέους και γενικά την ύφεση. Μόνο σε έναν τέτοιο ευρύ χρονικό ορίζοντα μπορεί να αναθεμελιωθεί αξιόπιστα η ελπίδα για μια εναλλακτική προοπτική, αλλά και να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν εκείνοι οι μακρόπνοοι μετασχηματισμοί στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνία μέσω των οποίων μπορεί να επαναπροσδιοριστεί το περιεχόμενο και ο τρόπος ανάπτυξης με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, την αειφορία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

4.    Μια πρώτη αναπτυξιακή ώθηση θα πρέπει να στηριχτεί κυρίως στην τόνωση της εσωτερικής αγοράς πρώτον γιατί ο εξαγωγικός τομέας της οικονομίας είναι μικρός και δεύτερον διότι η παγκόσμια κρίση σχετικής υπερπαραγωγής καθιστά την έξοδο από την κρίση μέσω εξαγωγών ανέφικτη. Η τόνωση της εσωτερικής αγοράς θα πρέπει να επιδιωχθεί με στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων, της απασχόλησης και των δημόσιων επενδύσεων, καθώς και με διαρθρωτικές πολιτικές υποκατάστασης των εισαγωγών ή περιορισμού τους.

5.    Τόσο η τόνωση της εσωτερικής αγοράς όσο και πολύ περισσότερο η παραγωγή αγαθών διεθνώς εμπορεύσιμων απαιτούν μια πολιτική παραγωγικής αναδιάρθρωσης και εξειδίκευσης, γεγονός που αποτελεί και τον πυρήνα του προβλήματος της λεγόμενης διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Το διαρθρωτικό παραγωγικό πρόβλημα δεν μπορεί να αφεθεί  στην αυθόρμητη λειτουργία των αγορών. Χρειάζονται πολιτικές επιλογές ως προς τους τομείς που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ατμομηχανές της οικονομικής ανάπτυξης καθώς και σύγχρονες δημόσιες κλαδικές ή τομεακές πολιτικές που θα στηρίζουν τις σχετικές δραστηριότητες. Μπορούμε ενδεικτικά να διακρίνουμε ορισμένα παραγωγικά συμπλέγματα από τα οποία θα μπορούσε να εκκινήσει ένας τέτοιος σχεδιασμός: το αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, το τουριστικό – πολιτιστικό σύμπλεγμα, το δομικό – κατασκευαστικό σύμπλεγμα ως παραγωγή δομικών υλικών αλλά και διάθεσης τεχνογνωσίας, το ενεργειακό σύμπλεγμα, σε συνδυασμό με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά και τις δραστηριότητες που συνδέονται με την εξοικονόμηση και τις αλλαγές στη χρήση της ενέργειας, το επιστημονικό – ερευνητικό σύμπλεγμα.

6.    Τη μετάβαση από έναν τρόπο ανάπτυξης που βασιζόταν στο δανεισμό σε μια ανάπτυξη που θα βασίζεται στις εσωτερικές κυρίως δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης, στην αναδιανομή  προς τα κάτω, στη βέλτιστη κατανομή και τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δημόσιων πόρων, στον αναπτυξιακό και κοινωνικό αναπροσανατολισμό της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, στην επιδίωξη αναπτυξιακών επενδύσεων με διεθνείς συμπράξεις και συνεργασίες. Οι συζητήσεις για ένα νέο αναπτυξιακό νόμο δεν έχουν νόημα αν δεν συνδεθούν με τις αναγκαίες παραγωγικές εξειδικεύσεις και τις αναγκαίες πολιτικές και αν δεν υπάρξει προηγουμένως μια έγκυρη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από την ως τώρα λειτουργία των σχετικών νόμων: πόσοι πόροι διατέθηκαν; πόσες επενδύσεις έγιναν; πόσες απʼ αυτές συνεχίζουν να λειτουργούν; ποιο το αποτέλεσμα στην απασχόληση και την προστιθέμενη αξία; 

  Γενικότερα το πρόβλημα με τη χρήση των δημόσιων πόρων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τυφλές περικοπές, αλλά με μέτρα και πολιτικές αξιολόγησης, ελέγχου και αναβάθμισης της κοινωνικής αποτελεσματικότητάς τους.

Σε ό,τι αφορά στο τραπεζικό σύστημα, η δημιουργία σήμερα ενός ισχυρού δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα είναι αναγκαία όχι μόνο ως ένα μέσο για τον αναπτυξιακό προσανατολισμό της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, αλλά και για την αντιμετώπιση των κινδύνων φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος καθώς και του κινδύνου εξαγοράς σημαντικών τραπεζών από ξένες τράπεζες.

7. Όπως έχει γίνει ήδη φανερό, η βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας», της κοινωνικής συνοχής και της μείωσης των ανισοτήτων, υπό συνθήκες δομικής κρίσης, μπορεί να εξασφαλιστεί με πολιτικές ασυνέχειας και όχι συνέχειας ή απλής προσαρμογής των επιλογών του παρελθόντος.

Σε ό,τι αφορά λοιπόν την ανταγωνιστικότητα τιμής η κατεύθυνση πρέπει να είναι όχι ο αποπληθωρισμός των μισθών αλλά ο βελτίωση της παραγωγικότητας και αποπληθωρισμός των τιμών, η καταπολέμηση της ακρίβειας, των καρτέλ, των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων.

Σε ό,τι αφορά στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η κατεύθυνση πρέπει να είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση και η εξειδίκευση της οικονομίας με την εισαγωγή νέου τύπου διαρθρωτικών πολιτικών, τη χρήση κλαδικών και τομεακών πολιτικών και τη διαμόρφωση ενός δημόσιου τραπεζικού πυλώνα και την εφαρμογή νέων κριτηρίων, αναπτυξιακών και κοινωνικών, στη λειτουργία συνολικά του τραπεζικού συστήματος.

 8. Οι όποιες πολιτικές πάντως θα κριθούν τελικά όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομικής αποτελεσματικότητας υπό τη στενή έννοια αλλά κυρίως στο κοινωνικό επίπεδο, σʼ εκείνο της διαμόρφωσης βιώσιμων κοινωνικών αποτελεσμάτων που να είναι ικανά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης με όρους διευρυμένης και ουσιαστικής δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και αειφορίας.