Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
24/11/2004

Ημερίδα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΝ για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2005. Παρέμβαση Γιάννη Μηλιού.

Προϋπολογισμός - Σύμφωνο Σταθερότητας - Δημόσια Αγαθά

Συμπληρωματικά σε όσα ανέπτυξαν οι Γιάννης Δραγασάκης και Γιάννης Θεωνάς θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Προϋπολογισμός-2005, όπως και εκείνοι των προηγούμενων χρόνων, εντάσσονται σε μια λογική που ευνοεί την ενίσχυση των κερδών σε βάρος των μισθών και χρησιμοποιεί ως όπλο μια δογματική αντίληψη περί δημοσιονομικής πειθαρχίας που αντιστρατεύεται την ανάπτυξη.

Η φιλοσοφία της οικονομικής στρατηγικής που διαπνέει τον Προϋπολογισμό έχει από καιρό κωδικοποιηθεί στο Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο καίτοι παραβιάζεται σήμερα από τις μισές και πλέον χώρες της Ευρωζώνης δεν καταργείται, όπως ζητά η ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά θεωρείται ότι ισχύει, θέτοντας το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσουν οι χώρες-μέλη της ΕΕ.

Δημοσιονομική πειθαρχία: Ο βασικός άξονας του Προϋπολογισμού-2005

Ο Προϋπολογισμός-2005 ορίζει ως βασικό του στρατηγικό άξονα και στόχο τη δημοσιονομική πειθαρχία:

«Με τη δη΅οσιονομική απογραφή, αποτυπώνεται η πραγματική δη΅οσιονο΅ική κατάσταση της χώρας η οποία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί για τη σημαντική μείωση του ύψους του ελλείμματος και του χρέους.

Τα μεγάλα ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος απαιτούν αλλαγές και σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον στρατηγικό σχεδιασμό και την οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική.

Για την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής εξυγίανσης [προβλέπεται]:

* συγκράτηση των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου

* ανάπτυξη ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και διαρθρωτικών αλλαγών ΅ε εφαρμογή όλων των σχετικών μεθόδων (μετοχοποιήσεις, στρατηγικές συμμαχίες, συμβάσεις παραχώρησης κ.λπ.)

*σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων»

Το φορολογικό ν/σ που ακολουθεί προβλέπει περίπου 1 δις φοροαπαλλαγές στη διάρκεια της 3τίας υπέρ των κερδών των επιχειρήσεων, πράγμα που σημαίνει ανακατανομή των φορολογικών βαρών σε βάρος των εργαζομένων και επέκταση του χώρου δράσης του κεφαλαίου, με τη συρρίκνωση των δημόσιων αγαθών και των χώρων και πολιτικών κοινωνικής προστασίας.

Το δημόσιο έλλειμμα εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ, από το 5,3% όπου αναμένεται να φτάσει φέτος, το δημόσιο χρέος στο 109,9% από 112,1% αντίστοιχα, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα ενισχυθεί στο 3,9%, σε σχέση με τον προβλεπόμενο για το 2004 ρυθμό του 3,7%. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να είναι υπεραισιόδοξοι για την κυβερνητική πολιτική, οριοθετούν όμως σαφώς τις κατευθύνσεις της. Δημοσιονομική πειθαρχία, απόλυτη προτεραιότητα στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος.

Οι κατευθύνσεις αυτές τίθενται σε μια συγκυρία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ των χωρών-΅ελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τις υψηλότερες οικονομικές επιδόσεις για το τρέχον έτος θα σημειώσουν η Ελλάδα (3,7%), η Ιρλανδία (3,4%), η Μεγάλη Βρετανία (3,1%) και η Ισπανία (2,9%).

Ο μέσος όρος του δημοσιονομικού ελλείμματος της ευρωζώνης προβλέπεται να ανέλθει στο 2,6% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος. Επιπλέον έξι χώρες της ευρωζώνης έχουν ήδη υπερβεί το ανώτατο όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το 2003 το δημόσιο έλλειμμα ως % του ΑΕΠ ήταν 7,4 στην Ιαπωνία και 4,9 στις ΗΠΑ, δηλαδή μεγαλύτερο από της Ελλάδας μετά την απογραφή (4,6%).

Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας δεν είναι σήμερα δεινή, ούτε απολύτως ούτε σε διεθνή σύγκριση. Για αυτό δεν θα είχε συμβεί καμιά καταστροφή αν δεν είχε λάβει χώρα η «απογραφή».

Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι η διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος σε επίπεδα άνω του 3% θεωρείται, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσει μια οικονομία.

Δημοσιονομική πειθαρχία και Σύμφωνο Σταθερότητας

Όμως αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλεται στις χώρες της ΕΕ, μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας, συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη βελτίωση της απασχόλησης και της ανάπτυξης στις περισσότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ, επειδή επιδιώκει την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος με δογματικό τρόπο, ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες κάθε περιόδου, μάλιστα ακόμη και σε περιόδους επιβράδυνσης ή στασιμότητας της οικονομίας --προκαλώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και στασιμότητα. Για τον λόγο αυτό, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, παρόλο που δεν εγκαταλείφθηκε, ούτε τηρήθηκε αυστηρά ούτε και θα τηρηθεί, κατά τα φαινόμενα, στην διάρκεια των επομένων ετών από μια σειρά χωρών.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έγινε αποδεκτό από τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το 1997 και εφαρμόζεται από το 1999. Σε όλη την διάρκεια της εφαρμογής του έγινε αντικείμενο κριτικής και η αξιοπιστία του έχει μειωθεί σημαντικά. Κατά τα δύο πρώτα έτη της εφαρμογής του δεν δημιούργησε προβλήματα διότι η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας επέτρεπε την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων μέσω της λειτουργίας των αυτόματων σταθεροποιητών Από το 2001, όμως, με την οικονομική επιβράδυνση που επήλθε, η δυσλειτουργική φύση του Συμφώνου Σταθερότητας έγινε φανερή. Η Γερμανία και η Γαλλία, αντί να επιχειρήσουν τότε μια μεταρρύθμιση του Συμφώνου, προσπάθησαν να το αποδυναμώσουν στην πράξη αποδυναμώνοντας την Διαδικασία Υπερβάλλοντος Ελλείμματος (Excessive Deficit Procedure) σε αναμονή της επιδείνωσης των δημόσιων οικονομικών και σε άλλες χώρες μέλη. Η αποκορύφωση αυτής της στρατηγικής επήλθε τον Νοέμβριο του 2003, όταν μια πλειοψηφία του Συμβουλίου ψήφισε το πάγωμα της Διαδικασίας Υπερβάλλοντος Ελλείμματος προκειμένου να μην επιβληθούν κυρώσεις στην Γαλλία και την Γερμανία.

Το κυριότερο στοιχείο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι η δέσμευση ότι το δημόσιο έλλειμμα δεν θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, η δε παραβίαση αυτού του ορίου θα επισύρει κυρώσεις, το ύψος και η φύση των οποίων θα εξαρτάται από το μέγεθος της παράβασης. Στην πραγματικότητα, ο όρος αυτός είναι πολύ πιο περιοριστικός από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Διότι, το δημόσιο έλλειμμα παρουσιάζει διακυμάνσεις στην διάρκεια του οικονομικού κύκλου: Κατά την περίοδο της ανάκαμψης και της άνθισης της οικονομίας, όταν αυξάνεται το προϊόν, αυξάνονται αυτομάτως και τα δημόσια έσοδα --δηλαδή χωρίς να απαιτούνται αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές, στην ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να συλλέγει τους φόρους ή σε οποιαδήποτε άλλον παράγοντα επηρεάζει τα έσοδα. Κατά την περίοδο της ύφεσης, αντιστρόφως, τα δημόσια έσοδα μειώνονται στον βαθμό που ατονεί η οικονομική δραστηριότητα και μειώνεται ή επιβραδύνεται το προϊόν. Επομένως, η υποχρέωση μιας χώρας να διατηρεί το δημόσιο έλλειμμά της κάτω από το όριο του 3%, σημαίνει ότι το εν λόγω έλλειμμα πρέπει να φθάνει στο όριο αυτό όταν η οικονομία της θα βρίσκεται στο βαθύτερο σημείο της ύφεσης. Διότι εάν επιτυγχάνει έλλειμμα 3% στην ανοδική φάση του κύκλου, όταν δηλαδή το προϊόν αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, που παρουσιάζει τους ψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ), τότε στη διάρκεια της ύφεσης το έλλειμμα θα διευρύνεται και θα υπερβαίνει το προκαθορισμένο όριο. Κατά συνέπεια, το Σύμφωνο Σταθερότητας επιβάλλει μεν την διατήρηση των δημοσίων ελλειμμάτων κάτω από το ανώτατο όριο 3%, πλην όμως, στην πραγματικότητα επιβάλλει κατά μέσο όρο, στη διάρκεια δηλαδή ολόκληρου του οικονομικού κύκλου, μηδενικό ή έστω πολύ μικρό δημόσιο έλλειμμα. Μάλιστα, με δεδομένη την υποχρέωση των χωρών μελών να αποπληρώνουν το δημόσιο χρέος, το μηδενικό δημόσιο έλλειμμα συνεπάγεται την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Επομένως, ο περιορισμός των βαθμών ελευθερίας άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής είναι περισσότερο σοβαρός από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται.

Θα πρέπει, έτσι, να συνυπολογίσουμε ότι σε μια ενδεχόμενη κάμψη της οικονομίας που θα επέλθει κατά τα επόμενα έτη, (τέλος των μεγάλων ολυμπιακών κ.ά. έργων), η επιβράδυνση του ΑΕΠ θα τείνει να αυξήσει το δημόσιο έλλειμμα (εξαιτίας των αυτόματων σταθεροποιητών). Με δεδομένο το ΣΣ, τα περιθώρια για άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής (δηλαδή πολιτικής για την αντιμετώπιση της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας), θα είναι πάντοτε εξαιρετικά περιορισμένα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας δημιουργεί, επομένως, τις συνθήκες για την συνέχιση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής στις χώρες εκείνες που δεν επιτυγχάνουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα την διατήρηση των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Η ανακήρυξη του δημοσίου ελλείμματος σε πρωτεύον ζήτημα, μετατοπίζει το ενδιαφέρον της δημόσιας συζήτησης σχετικά με τα προβλήματα της οικονομίας από την πραγματική οικονομία, που αναφέρεται στο παραγωγικό σύστημα της χώρας, στην συσσώρευση παραγωγικού κεφαλαίου, στο ύψος της παραγωγής και της απασχόλησης, στη διανομή του προϊόντος και την ανταγωνιστικότητα, προς την σφαίρα των νομισματικών κριτηρίων, δηλαδή του πληθωρισμού, των επιτοκίων, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η μετατόπιση αυτή αποτελεί διολίσθηση της δημόσιας συζήτησης στο έδαφος της νεοφιλελεύθερης-μονεταριστικής ιδεολογίας, για την οποία οι σημαντικές μεταβλητές της οικονομίας είναι τα νομισματικά μεγέθη.

Τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας δεν είναι, ωστόσο, νομισματικής φύσης αλλά σχετίζονται με τη συσσώρευση παραγωγικού κεφαλαίου και τη διανομή του πλούτου.

Σήμερα, ακόμα και από την πλευρά των φορέων της επίσημης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη εκκρεμεί μια οριστική απόφαση σχετικά με το μέλλον του Συμφώνου: πρώτον, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μοναδική περιοχή του αναπτυγμένου κόσμου που δεν συμμετέχει ουσιαστικά στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, και δεύτερον, διότι δημιουργεί περιβάλλον αβεβαιότητας, τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για τις χρηματιστικές αγορές, σχετικά με την αναμενόμενη εξέλιξη των φόρων, των δημοσίων δαπανών και των επιτοκίων. Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει μια πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής, η οποία αναφέρεται στην έννοια των έκτακτων περιστάσεων, η οποία θα επέτρεπε την παραβίαση του ορίου 3% που έχει καθοριστεί από το Σύμφωνο για το δημόσιο έλλειμμα κάθε χώρας μέλους, καθώς και την παράταση της περιόδου διόρθωσης της παρέκκλισης από το εν λόγω όριο, η οποία τώρα έχει καθοριστεί σε ένα έτος. Η έννοια των εκτάκτων περιστάσεων αναφέρεται σε περιπτώσεις παρατεταμένης στασιμότητας της οικονομίας, έτσι ώστε να επιτρέπεται στην λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών να αναλαμβάνει τον παραδοσιακό της ρόλο. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η περίπτωση της Γερμανίας, για στην οποία το Σύμφωνο επέβαλε σημαντικό και παρατεταμένο περιορισμό της δημοσιονομικής πολιτικής. Η υποχρέωση της διόρθωσης του ελλείμματος εντός ενός έτους οδήγησε σε διαδοχικές φορολογικές αλλαγές αυξανόμενης αυστηρότητας στον βαθμό που τα εισοδήματα αυξάνονταν λιγότερο από όσο είχε προεξοφληθεί. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κλίμα μειωμένης αξιοπιστίας και αβεβαιότητας που επέδρασε αρνητικά στην συμπεριφορά των καταναλωτών, αλλά και στα επενδυτικά σχέδια του ιδιωτικού τομέα. Η αλλαγή στην δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ενσωμάτωση στο Σύμφωνο της έννοιας των εκτάκτων περιστάσεων (όπου ως έκτακτες περιστάσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν, είτε εξωτερικοί παράγοντες, όπως π.χ. η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων από την Ελλάδα, είτε η παρατεταμένη μείωση της παραγωγής σε ένα προκαθορισμένο ποσοστό της δυνητικής παραγωγής) θα επέτρεπε στις χώρες μέλη να ανακτήσουν πολύτιμους χαμένους βαθμούς ελευθερίας ως προς την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

Η Αριστερά και τα κινήματα κατά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης προχωρούν όμως πέρα από αυτό. Απαιτούν την κατάργηση του Συμφώνου Στ.

Η Αριστερά μάχεται βεβαίως στρατηγικά για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, για την οικοδόμηση της δημοκρατίας και της οικονομίας των εργαζομένων, όπου βεβαίως δεν θα τίθεται θέμα ΣΣ. Εντούτοις από τα παραπάνω γίνεται προφανές, ότι και στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος, η προστασία των δημόσιων αγαθών και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, η μείωση της ανεργίας και η προστασία των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι στόχοι πολύ σημαντικότεροι του ΣΣ και της δογματικής προσκόλλησης στη δημοσιονομική πειθαρχία. Η κριτική επομένως της φιλοσοφίας και των στόχων του Προϋπολογισμού μπορεί να συσπειρώσει την πλειοψηφία των εργαζομένων και των φορέων τους και στις παρούσες συνθήκες.

To Γραφείο Τύπου