Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
14/10/2010

Συζήτηση Επίκαιρης Ερώτησης της βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ, Η.Διώτη για την εκμετάλλευση του λιγνίτη και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας

Η.Διώτη: «Η εκμετάλλευση του λιγνίτη δεν είναι μονόδρομος»

Απέφυγε να δεσμευτεί ενώπιον της Βουλής ο υφυπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Ι. Μανιάτης ότι η κυβέρνηση δε θα ανακινήσει εκ νέου το θέμα του λιγνίτη ή ότι θα επιχειρήσει να διεκδικήσει την αλλαγή της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Κομισιόν για το θέμα, παρά αρκέστηκε στο να πει ότι στόχος της είναι να διατηρηθεί το 51% της ΔΕΗ στο Δημόσιο και να προχωρήσει σταδιακά στην αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων με Φυσικό Αέριο.

Αυτό απάντησε κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης της βουλευτή Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ Ηρούς Διώτη, για την εκμετάλλευση του λιγνίτη και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Η βουλευτής στην πρωτολογία της ζήτησε ξεκάθαρες απαντήσεις στο «τι θα πράξει το ΥΠΕΚΑ εφόσον σε νέα, επικαιροποιημένη έκδοση του Μνημονίου ζητηθεί κι επίσημα εκποίηση μονάδων της ΔΕΗ και τεθεί επιτακτικά το ζήτημα της παραχώρησης των λιγνιτικών κοιτασμάτων σε ιδιώτες, πρακτική στην οποία αντιτίθενται οι τοπικές κοινωνίες αλλά και οι εργαζόμενοι στην Επιχείρηση, αλλά κι αν θα επιλέξει, αντί για τον αντιπεριβαλλοντικό και επικίνδυνο για την υγεία λιγνίτη, να προχωρήσει στην ανάπτυξη κι εκμετάλλευση άλλων, Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη τη φέρουσα ικανότητα κάθε περιοχής και κάθε οικοσυστήματος».

Ο υφυπουργός ανέφερε ότι το υπουργείο βρίσκεται σε «πολύ λεπτή φάση διαπραγμάτευσης», τονίζοντας ότι «δεν αποδεχθήκαμε ποτέ την απόφαση της Κομισιόν».

Η βουλευτής υποστήριξε ότι «το οικονομικό μέλλον της χώρας δεν μπορεί να στηριχθεί στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος», ξεκαθαρίζοντας ότι «ο λιγνίτης δεν είναι επιθυμητός από τις τοπικές κοινωνίες, δεν είναι ΑΠΕ, δεν είναι φθηνός και η εκμετάλλευσή του δεν είναι μονόδρομος».

Εξήγησε δε, ότι η απόφαση της Κομισιόν είναι δεσμευτική μόνο για το λιγνίτη, οπότε η κυβέρνηση μπορεί να διεκδικήσει την αλλαγή της, προτάσσοντας άλλες εναλλακτικές λύσεις και πρόσθεσε ότι «ο λιγνίτης δε θα είναι πλέον φθηνό καύσιμο, αφού στο “χρηματιστήριο ρύπων”, θα πρέπει να αγοράζεται κάθε παραγόμενο από μονάδες ηλεκτρισμού, γραμμάριο CO2».

Επίσης, έβαλε το θέμα της διαφωνίας των τοπικών κοινωνιών στην εκμετάλλευση του λιγνίτη, ζητώντας από την κυβέρνηση να πάρει ξεκάθαρα θέση εάν είναι «μαζί με ή ενάντια στους πολίτες» και ζήτησε ενόψει και των αυτοδιοικητικών εκλογών, να διεκδικήσει το υπουργείο στις Βρυξέλλες ότι δε θα ανακινηθεί καθόλου το θέμα και ότι «θα εξεταστούν άλλες διέξοδοι, σύμφωνες με την κοινωνία και με ένα διαφορετικό, φιλοπεριβαλλοντικό μοντέλο».

Κλείνοντας, σημείωσε ότι «δεν παραβλέπουμε το αίτημα των εργαζομένων της ΔΕΗ, θέλουμε μεν το πέρασμα στη μεταλιγνιτική περίοδο, όμως συνάμα, θέλουμε από εσάς να δεσμευτείτε σήμερα, ότι θα διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας, με επενδύσεις της Επιχείρησης σε ΑΠΕ, με δημόσιο κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό, συμμετοχή των πολιτών και των ειδικών φορέων στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, με κριτήρια το σεβασμό στο περιβάλλον και τη φέρουσα ικανότητα των περιοχών εγκατάστασης, την κοινωνική ωφέλεια υπό την μορφή των ανταποδοτικών εισφορών και των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας. Είναι πια, πιο επιτακτικό από ποτέ, να προχωρήσουμε σε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης που θα αποτυπώνει τις πραγματικές ενεργειακές ανάγκες του τόπου, θα προτείνει τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας, θα απεξαρτητοποιείται σταδιακά από τον λιγνίτη, θα στρέφεται στις ΑΠΕ και θα ενισχύει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της περιοχής, στο πλαίσιο ενός αειφορικού και βιώσιμου αναπτυξιακού σχεδιασμού».