Skip to main content.
05/12/2010

Η ιρλανδική κρίση - του Γιώργου Σταθάκη (ΑΥΓΗ)

Η αργή ανάπτυξη

Τη χρυσή εικοσαετία 1950-1970 η Ιρλανδία θεωρείται ότι έμεινε πίσω σε σχέση με τις νοτιοευρωπαικές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) που είχαν επιδείξει εκρηκτικούς ρυθμούς οικονομικής ανόδου, ταχύτερους από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, δικαιώνοντας τη θεωρία ότι οι χώρες που μπαίνουν αργότερα στη διαδικασία ανάπτυξης έχουν γρηγορότερους ρυθμούς από τις πιο ώριμες οικονομίες και, για ένα διάστημα, τουλάχιστον συγκλίνουν. Έτσι υπερκεράστηκε τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Ισπανία, στους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες.

Η Ιρλανδία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν σχεδόν απόλυτα προσδεδεμένη στην οικονομία της Αγγλίας (83% των εξαγωγών της). Η προσφιλής πολιτική του "ανοίγματος της οικονομίας" άρχισε να κλιμακώνεται εκείνα τα χρόνια. Έφτιαξε ενιαία αγορά με την Αγγλία το 1966 και μπήκε στην ΕΟΚ το 1973. Δημιούργησε ένα προνομιακό καθεστώς για ξένες επενδύσεις με εξαιρετικά χαμηλή φορολογία ήδη από τις αρχές του '60 και προσπάθησε να επιλύσει το χρονίζον εκπαιδευτικό πρόβλημα με την καθιέρωση του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης το 1966.

Ήδη προς τα μέσα της δεκαετίας του '70 οι εμπορικοί της εταίροι είχαν διευρυνθεί, οι εξαγωγές της είχαν σημαντική παρουσία πέρα από τα τρόφιμα και σε άλλους κλάδους (χημικά), ενώ η ροή των ξένων επενδύσεων, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, έδιναν στο ξένο κεφάλαιο προνομιακή παρουσία (το ένα τρίτο της βιομηχανικής απασχόλησης) σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή που ήδη δοκιμάζονταν από την απελευθέρωση των εισαγωγών. Η άνοδος προς το τέλος της δεκαετίας ήταν ορατή, αλλά δεν είχε διάρκεια.

Η περίοδος των δύο πετρελαϊκών κρίσεων και του στασιμοπληθωρισμού, η περίοδος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, έθεσε σε δοκιμασία την ιρλανδική οικονομία. Αντιμετωπίστηκε, όπως και παντού, με επέκταση του δημόσιου δανεισμού (από 40% έφθασε το 120% του ΑΕΠ) και με στήριξη της ζήτησης. Μέχρι τότε η Ιρλανδία ακολουθούσε την παραδοσιακή αγγλική πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του σταθερού νομίσματος. Με τη δημοσιονομική επέκταση η Ιρλανδία απέφυγε τα χειρότερα της ύφεσης, αλλά η πολιτική εκεί, όπως και αλλού, δοκιμάστηκε από τα υψηλά διεθνή επιτόκια και τη νομισματική αστάθεια. Η υποτίμηση της αγγλικής λίρας το 1987 οδήγησε σε υποτίμηση και της ιρλανδικής, οδηγώντας στην επιβολή του πρώτου σκληρού σταθεροποιητικού προγράμματος.

 

Η εκρηκτική περίοδος, 1987-2000

Το "θαύμα της κέλτικης τίγρης" οριοθετείται από το 1987 μέχρι τα τέλη του 2000. Τέσσερις παράγοντες ήταν σημαντικοί: η δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992, η αύξηση της ροής ευρωπαϊκών πόρων από τα διαθρωτικά ταμεία, το "μοντέλο της συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων" και, κυρίως, η έκρηξη των ξένων επενδύσεων, ειδικά στους κλάδους της αναπτυσσόμενης πληροφορικής. Η ενιαία αγορά συνόδευσε την απελευθέρωση των κρατικών προμηθειών, οι ευρωπαϊκοί πόροι ευνοούσαν την Ιρλανδία για την κατασκευή νέων υποδομών και εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού, το μοντέλο της συνεργασίας των εταίρων έθετε σε κανονιστικό πλαίσιο τις αυξήσεις των μισθών.

Το γιατί η Ιρλανδία μετατράπηκε στον προνομιακό τόπο χωροθέτησης των αμερικανικών επενδύσεων στην πληροφορική ερμηνεύεται εν πολλοίς από τα πολλά και "μοναδικά" προσόντα της χώρας: αγγλόφωνο και καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, φορολογικό καθεστώς στα όρια του "φορολογικού παραδείσου", ενιαία αγορά εργασίας με την Αγγλία για δεκαετίες, ικανοποιητικές νέες υποδομές και σχετικά χαμηλοί μισθοί.

Η Ιρλανδία μέσα σε δέκα χρόνια είδε διαδοχικά κύματα επενδύσεων να δημιουργούν "συμπλέγματα εταιρειών", κατά κανόνα παρεμφερών εταιρειών (ανταγωνιστικές ή συμπληρωματικές), με σημαντικές διασυνδέσεις μεταξύ τους, που μετά από λίγο καιρό απέκτησαν ισχυρές διασυνδέσεις και με τις εγχώριες εταιρείες. Με εξαίρεση δύο χρονιές, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, μέχρι το 2000, ήταν 7-12% ετησίως. Από τις 68 μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 15, η Ιρλανδία έφθασε στο 100. Την ίδια περίοδο, διατήρησε χαμηλά τις δημόσιες δαπάνες, είχε πλεονασματικό προϋπολογισμό και προχώρησε σε μείωση των φόρων επί των μισθών, προκειμένου να κρατά τις αυξήσεις των μισθών σε μέτρια επίπεδα. Μείωσε το δημόσιο χρέος της από 110% σε 60% του ΑΕΠ. Η απασχόληση αυξήθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα από το 1,1 εκατομμύριο, όπου βρισκόταν παραδοσιακά, στο 1,6 με τη ροή των μεταναστών να καλύπτει την τεράστια αυτή αύξηση, ενώ η ανεργία έπεσε από το 17% στο 3%. Οι μισθοί ακολούθησαν επίσης ανοδική πορεία. Η Ε.Ε. αποτελούσε πλέον τον βασικό εμπορικό εταίρο της Ιρλανδίας (40% των εξαγωγών), ενώ αυξήθηκε και το μερίδιο των ΗΠΑ (17%) και περιορίστηκε αυτό της Αγγλίας (20%).

Η πολιτική αυτή εξάντλησε τα όριά της στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες: η κρίση του κλάδου της πληροφορικής και η έλευση νέων διεκδικητών των ξένων επενδύσεων από την Ουγγαρία και άλλες πρώην ανατολικές χώρες. Τότε ξεκίνησε η πολιτική της επέκτασης της οικονομίας μέσω του κατασκευαστικού τομέα, πολιτική προσφιλής τότε τόσο στις ΗΠΑ όσο και την Αγγλία.

 

Η στεγαστική φούσκα

Το τραπεζικό σύστημα ήταν ήδη απελευθερωμένο και η οικονομική ευημερία της Ιρλανδίας διευκόλυνε αφάνταστα τη δημιουργία μιας τεράστιας "φούσκας" γύρω από τη στέγη. Η χορήγηση στεγαστικών δανείων έλαβε τις συνήθεις διαστάσεις. Με τον μέσο μισθό να έχει φθάσει στα 4.000 ευρώ μηνιαίως (περίπου 50.000 ετησίως), η προσφορά δανείων της τάξης των 300-400.000 ευρώ φάνταζε απόλυτα ρεαλιστική. Εκτιμάται ότι τα στεγαστικά δάνεια σήμερα φτάνουν περίπου στο 200% του ιρλανδικού ΑΕΠ. Ο κατασκευαστικός τομέας εκτινάχτηκε από το 10% στο 26% του ΑΕΠ, ενώ η συνεχής άνοδος των τιμών των ακινήτων ενθάρρυνε καταναλωτές και τράπεζες σε συνεχή επέκταση.

Οι τράπεζες φυσικά δανείζονταν από τη διεθνή αγορά με τα χαμηλά επιτόκια της εποχής και, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, κατά κανόνα δεν τιτλοποιούσαν ούτε πουλούσαν τα δάνεια σε τρίτους άλλων χωρών. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 οι ιρλανδικές τράπεζες βρέθηκαν με τους "τοξικούς τίτλους" στα χέρια τους, δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους δανειστές τους και, ενόψει της χρεοκοπίας, κρατικοποιήθηκαν. Οι τιμές των σπιτιών κατέρρευσαν στο μισό. Το κράτος εγγυήθηκε τις καταθέσεις και τις τραπεζικές εγγυήσεις και άρχισε να αποπληρώνει τα δάνεια των τραπεζών στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ίδρυσε ένα χωριστό οργανισμό για να διαχειριστεί τα προβληματικά δάνεια και να απαλλάξει τις τράπεζες από τα προβληματικά χαρτοφυλάκια. Όπως και η Ελλάδα, διευκολύνθηκε από την αγορά των δημοσίων ομολόγων της από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα. Εντούτοις, τα μεγέθη ήταν μάλλον εξωπραγματικά.

Η Ιρλανδία είχε χαμηλό δημόσιο χρέος και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Για να στηρίξει όμως με δημόσιους πόρους τα τεράστια ανοίγματα των τραπεζών, εφάρμοσε σκληρά δημοσιονομικά μέτρα το 2009. Το 2010 η κατάσταση επιδεινώθηκε. Βρέθηκε με τρέχον έλλειμμα προϋπολογισμού 32%. Το σημαντικότερο ήταν ότι σε διάστημα 24 μηνών η ιρλανδική οικονομία απώλεσε το 17% του ΑΕΠ, εν πολλοίς το σύνολο του υπερβάλλοντος κατασκευαστικού τομέα. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες συρρικνώσεις εθνικών οικονομιών στην παρούσα κρίση. Εντούτοις στον ορίζοντα βρίσκεται ένας νέος κύκλος απρόβλεπτης ύφεσης και οικονομικής αστάθειας.

[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=586031