Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
01/03/2005

Ημερίδα του ΣΥΝ με θέμα: "Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους"

Ο Συνασπισμός διοργάνωσε σήμερα στο Ζάππειο ημερίδα με θέμα: «Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους».

Τις προτάσεις του ΣΥΝ παρουσίασαν οι βουλευτές Ν. Κωνσταντόπουλος και Γ. Δραγασάκης.

Ν.ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ:

«Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ για την παρουσία σας. Αυτό που μας απασχολεί είναι το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει τον τελευταίο καιρό με όσα αποκαλύπτονται, το πρόβλημα δηλαδή δημοκρατίας, προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και αξιόπιστης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που ορίζει την οργάνωση του κράτους και της διακυβέρνησης της χώρας.

Μας απασχολεί το πρόβλημα παρακρατικών κυκλωμάτων και μηχανισμών παραεξουσίας που επηρεάζουν την δικαιοδοτική λειτουργία της πολιτείας, την εξωτερική πολιτική αλλά και την εσωτερική νομιμότητα.

Κυκλώματα προσώπων που έχουν στο χέρι δικαστές και δικαστικές αποφάσεις, που αλωνίζουν στους τομείς εξωτερικής πολιτικής, που διακανονίζουν οικονομικά συμφέροντα, που εμπορεύονται δημόσια περιουσία και συναλλάσσονται συστηματικά σε τομείς οργανωμένου εγκλήματος όπως η διακίνηση ναρκωτικών και μαύρου χρήματος, δεν είναι δυνατόν να κρύβονται κάτω από καμιά δικαστική τήβεννο, κάτω από κανένα ιερατικό ράσο, κάτω από καμία κρατική λεοντή.

Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας έχουν τόσο θεσμικά όσο και φιλοσοφικά αποσαφηνιστεί απ� την ίδια τη διαφορά δομής και αποστολής μιας κοσμικής εξουσίας και ενός πνευματικού φορέα. Προκύπτει η ανάγκη διάκρισης των ρόλων και διαχωρισμού του κράτους ως πολιτειακής δομής και της εκκλησίας ως πνευματικού σχήματος.

Η εκκλησία ως μη πολιτικός θεσμός υπάγεται στη συνταγματική νομιμότητα, η διοίκησή της δεν αποτελεί στεγανό εξουσίας και κράτος εν κράτει. Η κρατική έννομη τάξη περιλαμβάνει και τη νόμιμη λειτουργία της διοίκησης της ιεραρχίας που οφείλει να εναρμονίζει τα της οργάνωσης και λειτουργίας της με τη συνταγματική αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας. Αποτελεί επιβίωση θεσμικού αναχρονισμού, εκλογικοκομματικής σκοπιμότητας για τη διατήρηση και με το σύνταγμα του 2001 του ιδιότυπου κρατικοεκκλησιαστικού μορφώματος που αποτελεί δημοκρατική αλλοίωση, ιδεολογικοπνευματική στρέβλωση και πολιτική οπισθοδρόμηση.

Η ηγεσία της ιεραρχίας που διεκδικεί εθναρχικό ρόλο και με διχαστικό λόγο θέλει να επιβληθεί ως θεσμικός καθοδηγητής της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών με ευχές ή με αφορισμούς, με κηρύγματα απ� τον άμβωνα ή οικονομικές διεκδικήσεις δημόσιας περιουσίας, επιδιώκει πολιτικό ρόλο και κοσμική δύναμη ως αυτόνομο κέντρο ισχύος που στο όνομα της πίστης θέλει να βάλει υπό έλεγχο τη δημόσια σφαίρα της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης.

Έχουμε εκτιμήσει και θεωρούμε ότι είναι μεγάλη ευθύνη τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑΣΟΚ που με αγαστή σύμπραξη εγκατέλειψαν στην αναθεώρηση του συντάγματος του 2001 την αναγκαία διάκριση κράτους και εκκλησίας συντηρώντας αυτό το δισυπόστατο της ελληνικής πολιτείας.

Ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους ως περιεχόμενο της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης είναι υπόθεση που πρέπει να αρχίσει το 2006 για να ολοκληρωθεί, εάν υπάρξει πολιτική συμφωνία, στις επόμενες εκλογές. Μέχρι δηλαδή και το 2010 περίπου έτσι θα σέρνονται και θα κακοφορμίζουν τα προβλήματα περιμένοντας πότε θα αποφασίσουν τα δυο μεγάλα κόμματα να στέρξουν στην συνταγματική πρόβλεψη του χωρισμού των ρόλων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους;

Θα πορευθούμε με την άποψη την οποία διατύπωσε ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα κάνει αυτό το οποίο πιστεύει ότι πρέπει να κάνει και την ομόλογη άποψη της κας Υπουργού Παιδείας ότι δεν θα υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης μέχρι τότε;

Εμείς πιστεύουμε αντιθέτως ότι πρέπει να υπάρξουν νομοθετικές πολιτικές πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να ξεκινήσουν αμέσως ενόψει και της αναγκαίας συνταγματικής διάκρισης.

Συγκεκριμένες νομοθετικές πολιτικές πρωτοβουλίες για να αλλάξει ο τρόπος εκλογής Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων, να προβλεφθούν όρια ηλικίας, διαρκής εποπτεία και έλεγχος από πλευράς πολιτείας αλλά και δυνατότητα κήρυξης Μητροπόλεων ή Αρχιεπισκοπής σε κατάσταση χηρείας σε έκτακτες περιπτώσεις.

Πρωτοβουλίες για οικονομικό έλεγχο και λογοδοσία στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σύνταξη ειδικού Κτηματολογίου ακίνητης περιουσίας Μητροπόλεων, ναών, μονών. Καταγραφή κινητής πολιτισμικής κληρονομιάς. Ασυμβίβαστο εμπορικής επιχείρησης και εκκλησιαστικού φορέα. Υποχρεωτική δημοσίευση ετησίων ελέγχων και μεταβολών.

Απαγόρευση δημιουργίας υπεράκτιων εταιρειών και διατήρησης λογαριασμών στο εξωτερικό. Υποχρεωτικό και ελεγχόμενο πόθεν έσχες και για τους ιεράρχες και όσους διαχειρίζονται δημόσια περιουσία και εκκλησιαστικό χρήμα.

Με κριτήριο την διαφάνεια και τη δημοκρατική νομιμότητα, πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου παραεκκλησιαστικών Οργανώσεων τύπου Χρυσοπηγής που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία Αδελφότητα έξω και από όσα ισχύουν περί Μονών και για τα όσα ισχύουν περί εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων. Να καθιερωθεί ο πολιτικός όρκος στο πλαίσιο της κρατικής λειτουργίας, στα Δικαστήρια, στρατιωτικές Μονάδες και αλλού.

Στη Βουλή να καθιερωθεί επίσημα η κοσμική κηδεία και ταφή καθώς και η καύση νεκρών. Να καταργηθεί η Μεταξική νομοθεσία περί προσηλυτισμού η οποία και έχει οδηγήσει σε καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Με ανοιχτή ερμηνεία του άρθρου 3 του συντάγματος, η αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία να μην έχει άλλες έννομες συνέπειες εκτός απ� την απόδοση τιμής προς την Ορθοδοξία (εορτολόγιο, επίσημες αργίες).

Να αποδεσμευθεί η διαδικασία ανέγερσης ναών, ευκτήριων οίκων και χώρων λατρείας από την προβλεπόμενη στον Μεταξικό νόμο έγκριση του τοπικού Ορθόδοξου Μητροπολίτη. Να καταργηθεί η υποχρεωτική κατήχηση σε στρατιωτικές Μονάδες αλλά και σε ορισμένους τομείς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Να αλλάξει ριζικά ο κατηχητικός χαρακτήρας της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία κατά τα πρότυπα των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να ρυθμιστεί το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας από το κράτος και ν� αλλάξει το νομικό καθεστώς.

Να αναθεωρηθεί η ποινική υπερπροστασία της θρησκείας έτσι ώστε να υπάρξει πράγματι ανεξιθρησκία. Να καθιερωθεί σε ό,τι αφορά την λειτουργία της πολιτείας ο πολιτικός γάμος ως υποχρεωτικός για όλους και να καταστεί προαιρετικός ο θρησκευτικός και η ονοματοδοσία να γίνει πολιτική διαδικασία.

Είναι αναγκαίο να επισημάνω την διαφωνία μας προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης όταν λέει ότι ο καθείς εφ� ω ετάχθη, εννοώντας με τον τρόπο την μη παρέμβαση της νομοκρατούσας πολιτείας, της κυβερνώσας πολιτείας, στη διοίκηση της ιεραρχίας, όταν όσα συμβαίνουν εκεί προκαλούν σάλο στην ελληνική κοινωνία και παραβίαση της νομιμότητας.

Είναι προφανές ότι διαφωνούμε επίσης με τις θέσεις της κας Υπουργού Παιδείας περί του καθεστώτος ως έχει, περί μη νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα αποσαφηνίζει τους διακριτούς ρόλους, όταν η ίδια γνωρίζει ότι δεν υπάρχει παρόμοια θεσμική εισπίδυση της Εκκλησίας στο δημοκρατικό κράτος καμιάς ευρωπαϊκής χώρας και όταν με αυτές τις θέσεις αντιφάσκει με τις ευρωπαϊκές της απόψεις.

Είναι προφανές επίσης ότι διαφωνούμε με τη στάση της Κυβέρνησης και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που στο πεδίο μιας θεσμικής και πολιτικής κρίσης συνεχίζουν με παραταξιακή νοοτροπία να αντιμάχονται για τις επικοινωνιακές εντυπώσεις, αποφεύγοντας έτσι την ανάληψη ευθυνών.

Πολιτικές απόψεις οι οποίες λένε ότι αυτά είναι εσωτερική υπόθεση και σύνδρομο του καπιταλιστικού συστήματος, είναι απόψεις πολιτικού αναχωρητισμού και αποπροσανατολιστικών ιδεολογισμών. Πολιτικές εκτιμήσεις ότι τα φαινόμενα είναι μεμονωμένων φορέων που δεν αλλοιώνουν τη θεσμική κανονικότητα των δημοκρατικών εξουσιών είναι απόψεις που μπορεί να υποβιβάσουν τις αντιδημοκρατικές εκτροπές σε προσωπικού χαρακτήρα παραβατικότητα.

Πολιτικές απόψεις ότι όλα αυτά που εμφανίζονται ως διείσδυση, διαπλοκή και διαφθορά είναι μόνον εσωτερική υπόθεση των αντίστοιχων φορέων, οδηγεί στην απολιτικοποίηση της πολιτικής και της διακυβέρνησης που αρνούνται έτσι να ασκήσουν τη λαϊκή εντολή για την σωστή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών προς το συμφέρον του ελληνικού λαού.

Το πρόβλημα δεν είναι για μας αριθμητικό και ποσοτικό με βάση τα ποσοστά έντιμων και επίορκων θεσμικών φορέων. Το πολιτικό πρόβλημα επίσης για μας δεν είναι η ισοπεδωτική και μηδενιστική απόρριψη θεσμικών λειτουργιών στο σύνολό τους. Δεν αποδοκιμάζουμε, δεν απορρίπτουμε την λειτουργία της Δικαιοσύνης, δεν μηδενίζουμε την συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, δεν εχθρευόμαστε την Εκκλησία, δεν ισοπεδώνουμε τους έντιμους ιεράρχες στο όνομα όλων εκείνων των φαινομένων που σήμερα αποκαλύπτονται.

Το πολιτικό πρόβλημα είναι η θεσμική πολιτική και κοινωνική αντιμετώπιση των φαινομένων της διείσδυσης, της διαπλοκής και της διαφθοράς που χειραγωγούν θεσμικές λειτουργίες και αναγορεύουν τη δράση των κυκλωμάτων σε υπερεξουσία εκτός πολιτικού δημοκρατικού ελέγχου. Η Κυβέρνηση και όλες οι πολιτικές δυνάμεις δεν είναι δυνατόν μπροστά σε όσα αποκαλύπτονται να σηκώνουν τα χέρια ψηλά ανήμπορες ή να αδρανούν γιατί δεν τους αφορούν τα του πολιτικού συστήματος ή να νίπτουν τας χείρας τους για να κρύψουν την συνυπευθυνότητά τους.

Αυτές τις θέσεις έχει διατυπώσει ο Συνασπισμός με συνέπεια αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος επί σειρά χρόνων. Και αυτές οι σκέψεις είναι που αποτελούν το πλαίσιο για έναν πολιτικό προβληματισμό που θέλει να αναδείξει το πολιτικό πρόβλημα όσων συντελούνται και να βάλει αυτό το πολιτικό πρόβλημα στο κέντρο της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών.

Με αυτές τις σκέψεις επιτρέψτε μου, πέραν των θέσεων του Συνασπισμού να διατυπώσω ορισμένες προσωπικές εκτιμήσεις: Πιστεύω ότι τόσο ο κ. Καραμανλής ως Πρωθυπουργός και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, όσο και η κα Ψαρούδα Μπενάκη ως Πρόεδρος της Βουλής και ο κ. Γεώργιος Παπανδρέου ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να πάρουν πρωτοβουλία εντός της Βουλής για να αναδειχθεί ο πολιτικός χαρακτήρας του προβλήματος και να μην αποπροσανατολιστούν τα πραγματικά χαρακτηριστικά αυτού του θέματος.

Στο τέλος της μεταπολίτευσης και στην αρχή του 21ου αιώνα, μετά 30 χρόνια πολιτικής σταθερότητας, ελληνική δημοκρατία και ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζουν την πιο σοβαρή ίσως θεσμική κρίση.

Βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα στρέβλωσης και εκφυλιστικής αλλοίωσης κρίσιμων τομέων του πολιτικού συστήματος. Η χώρα και η κοινωνία μας, σε μια αποφασιστική καμπή τους, φορτώνονται πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κόστος. Αντιμετωπίζουν ένα νοσηρό δημόσιο βίο, δοκιμάζονται από φαινόμενα κοινωνικής συνενοχής και πολιτικού μιθριδατισμού την ώρα που οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες φουντώνουν.

Η διαφθορά, η διάβρωση και η διαπλοκή ως κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα δεν αποσπώνται από το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό πλαίσιο. Δεν ήρθαν ξαφνικά στην επιφάνεια. Ξεπερνούν τη συγκυρία οι αιτίες τους και οι συνέπειές τους και δεν αντιμετωπίζονται με συνήθεις κυβερνητικούς ή αντιπολιτευτικούς χειρισμούς επικοινωνιακής ή κομματικής σκοπιμότητας.

Αυτό που ορίζεται ως διαπλοκή, στην ουσία είναι μιας μορφής παρακυβέρνηση και αυτό που δρα ως σύστημα διαφθοράς και διάβρωσης του δημοσίου χώρου, στην πράξη δρα ως μιας μορφής παρακράτος.

Ο αγώνας εναντίον τους αποτελεί αγώνα επαναπροσδιορισμού του κοινωνικού και ηθικού περιεχομένου της πολιτικής και της δημοκρατίας. Γι� αυτό και το ζητούμενο είναι το πολιτικό δια ταύτα με όρους αξιών και θεσμών.

Μία αξιόπιστη πρόταση πολιτικής και πνευματικής αναδημιουργίας περιμένει ο ελληνικός λαός. Αποτελεί άμεση προτεραιότητα η αποφασιστική πολιτική πρωτοβουλία για την εξυγίανση των θεσμών και την αναζωογόνηση του δημοσίου βίου.

Εκείνο που χρειάζεται είναι να εξαλειφθούν οι αιτίες που παράγουν και ανακυκλώνουν την κρίση, που δημιουργούν εντός των θεσμών στεγανά και μηχανισμούς παραεξουσίας.

Απέναντι στα φαινόμενα που προκαλούν κοινωνικό σάλο, πολιτική αποστροφή και θεσμικό κλονισμό, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση, η Βουλή των Ελλήνων ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής επιβάλλεται να δράσουν με ένα πλαίσιο ελάχιστης πολιτικής συμφωνίας.

Και είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί με τη σύμφωνη θέληση όλων και με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, όπως προβλέπει ο κανονισμός, Εξεταστική Επιτροπή, ειδική Εξεταστική Επιτροπή για τα προβλήματα διαπλοκής και διαφθοράς Κρατικών Υπηρεσιών, Δικαιοσύνης, Εκκλησίας, Υπηρεσιών Πληροφοριών, Αστυνομίας και άλλων κέντρων εξουσίας για το γενικότερου ενδιαφέροντος αυτό πρόβλημα κατά το άρθρο 44 του Κανονισμού της Βουλής, προκειμένου η Βουλή να ασχοληθεί θεσμικά με την έρευνα και τις ακροάσεις που θα της επιτρέψουν να βγάλει συμπεράσματα και να εισηγηθεί πολιτικές πρωτοβουλίες.

Δεύτερον. Μπορεί και πρέπει να συνέλθουν από κοινού οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Θεσμών και Διαφάνειας, Εξωτερικών και 'Αμυνας, Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης προκειμένου να ασχοληθούν με τα μέτρα που απαιτούνται τώρα και τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες ώστε κρίσιμοι τομείς εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, δικαιοσύνης και διοίκησης της Εκκλησίας να εξουδετερώσουν τους μηχανισμούς και τα κυκλώματα διάβρωσης που λειτουργούν στο εσωτερικό τους.

Θα μπορούσε, με βάση τον πολιτικό χαρακτήρα του προβλήματος, να συμφωνηθεί ότι ο όρκος του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα δοθεί ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας και της Προέδρου της Βουλής και να προφυλάξουμε το νέο Πρόεδρο από θεσμικά και συνειδησιακά διλήμματα και να μη γίνουμε, ως ο υπέρτατος δημοκρατικός θεσμός, χώρος υποκριτικών τελετών που μετατρέπουν την νομοκρατούσα πολιτεία σε ένα κρατικοεκκλησιαστικό μόρφωμα, αλλά και μεγαλώνουν τη δυσπιστία και ενόχληση της κοινωνίας έναντι του πολιτικού συστήματος, αλλά και να δοθεί μία πολιτική απάντηση στη διοίκηση της Ιεραρχίας που επιμένει στο διχαστικό λόγο και ρόλο ότι δεν είναι και δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως κράτος εν κράτει.

Να υπάρξει, τέλος, από τώρα θεσμική και πολιτική πρόβλεψη για την ολοκλήρωση των δικαστικών ελέγχων χωρίς εμπλοκές και χρονοτριβές από τις αλλαγές στην ηγεσία του Αρείου Πάγου τον Ιούνιο του 2005 και του 2006.

Ζούμε σε μια περίοδο που γενικεύονται τα αδιέξοδα και οι αντιθέσεις. Το κοινωνικό πρόβλημα είναι έντονο, όπως μεγάλο είναι και το πολιτικό πρόβλημα αξιόπιστης λειτουργίας των θεσμών και μικρού βαθμού εκτίμησης που έχουν οι πολίτες στο πολιτικό μας σύστημα.

Κυβέρνηση και πολιτικές δυνάμεις, η Βουλή των Ελλήνων δεν είναι θεατές εκ του μακρόθεν, ούτε σχολιαστές εκ του ασφαλούς. Έχουν τη βασική δημοκρατική ευθύνη, με πολιτικούς όρους και θεσμικές παρεμβάσεις να αντιμετωπίσουν μία κατάσταση που διαρκώς βγάζει εκτός ελέγχου τομείς του δημοσίου βίου, κάνοντας έτσι αυτεξούσια τη διαφθορά και μεταλλαγμένη τη δημοκρατία.

Τέλος, επειδή είναι και ο κ. Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας εδώ, θα ήθελα να ενημερώσει και την Υπουργό Παιδείας, αλλά και τους συναρμόδιους Υπουργούς ότι με επίκαιρη ερώτηση, τόσο προς τον Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όσο και προς τους Υπουργούς Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, θα ζητήσουμε, θα ζητήσω έναν έλεγχο για πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία και εξειδικεύω.

Κάθε μέρα αποκαλύπτονται στοιχεία για τη δράση της Παραεκκλησιαστικής Οργάνωσης «Χρυσοπηγή» που εμφανίζεται ως η μήτρα νοσηρών καταστάσεων. Η Οργάνωση αυτή που εμφανίζεται ως Αδελφότητα, διαχειρίζεται μεγάλη οικονομική περιουσία και διεισδύει τόσο στο μοναστικό χώρο και τη διοίκηση της Ιεραρχίας με επιθυμητούς Αρχιμανδρίτες και Επισκόπους, όσο και στη Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Διοίκηση, όπως προκύπτει από τη δράση των κυκλωμάτων Γιοσάκη, Βαβύλη, Φαρμάκη και άλλων.

Μόλις χθες Επίσκοπος υπό παραίτηση δημοσίως ανέφερε ότι μέλος της Χρυσοπηγής, Ιεράρχης, έστειλε ανθρώπους τους στην ΕΥΠ να συγκεντρώσουν στοιχεία εναντίον του. Έχουν ήδη αποκαλυφθεί πολλά για το παραεκκλησιαστικό κύκλωμα εντός της Δικαιοσύνης και για το κύκλωμα επικίνδυνων μισθοφόρων που αλωνίζουν στους τομείς Δημόσιας Τάξης και Εξωτερικής Πολιτικής.

Έχουν υποχρέωση οι συναρμόδιοι Υπουργοί, Παιδείας, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, να απαντήσουν. Έχει διαταχθεί ή πρόκειται να διαταχθεί έλεγχος των οικονομικών και της λειτουργίας της Χρυσοπηγής; Το Υπουργείο Παιδείας συμφωνεί με την ανεξέλεγκτη δράση τέτοιων Παραεκκλησιαστικών Οργανώσεων; Κι αν δεν συμφωνεί, τι κάνει;

Ποια έρευνα διατάχθηκε για τις καταγγελίες περί συνεργασίας Χρυσοπηγής - ΕΥΠ, σχέσεων Φαρμάκη και άλλων με Χρυσοπηγή και Κρατικά Κέντρα ή Μυστικές Υπηρεσίες; Εκλήθη και από ποια δημόσια αρχή ο κ. Καλλίνικος να υποστεί τον έλεγχο της πολιτείας για την αδιαφανή και έκνομη πολυσχιδή δραστηριότητα της αδελφότητάς του με την επωνυμία «Χρυσοπηγή»;

Ποια μέτρα προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την αποκάλυψη και αποδυνάμωση του υπαρκτού μηχανισμού εντός της Δικαιοσύνης, που κινείται από παραεκκλησιαστικές και παραδικαστικές ομάδες Ιεραρχών και συνταξιούχων Δικαστικών προκειμένου να επηρεάζει δικαστικές αποφάσεις, αλλά και προαγωγές, τοποθετήσεις και επιλογές ακόμη και σε ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης;

Πιστεύω ότι ένας ουσιαστικός κοινοβουλευτικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει τον πραγματικό πολιτικό χαρακτήρα του προβλήματος, η Βουλή να ασχοληθεί με το πρόβλημα ως πολιτικό πρόβλημα δημοκρατίας και να προωθηθούν συγκεκριμένα μέτρα ώστε να μην περιμένουμε όλοι πότε θα γίνει η επόμενη αναθεώρηση ή πότε θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες των δικαστικών και διοικητικών ελέγχων. Σας ευχαριστώ.»

Γ.ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ:

�Κατ� αρχήν συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά σήμερα περνάει από τη Βουλή ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας που αφορά το νέο ΔΙΚΑΤΣΑ και επειδή το Υπουργείο Παιδείας είναι εποπτεύουσα Αρχή και στα θέματα Εκκλησίας, αξιοποιήσαμε το γεγονός αυτό για να καταθέσουμε μια τροπολογία που αφορά ορισμένα από τα θέματα που συζητάμε σήμερα.

Εγώ έχω καταθέσει μια γραπτή εισήγηση και κάποια άλλα υλικά τα οποία αποσκοπούν στο να δώσουν μια πληροφόρηση για το πώς έχουν σήμερα οι οικονομικές σχέσεις κράτους και Εκκλησίας και τι πρέπει να γίνει κατά την άποψή μας.

Δεν κρίνω σκόπιμο να διαβάσω την εισήγηση αλλά θα ήθελα με βάση αυτή να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις. Αυτό που λέμε χωρισμός κράτους και Εκκλησίας όπως το αντιλαμβάνομαι, δεν σημαίνει όποτε και εφ� όσον γίνει ότι θα υπάρξει μια πλήρης αποξένωση κράτους και Εκκλησίας. Θα υπάρξει όμως μια άλλου είδους σχέση, διαφανής, με σαφείς ρόλους, σαφείς υποχρεώσεις και δικαιώματα.

Απ� αυτή την άποψη έχει νομίζω σημασία από σήμερα να αποκτούμε μια πιο σαφή αντίληψη και πιο συγκεκριμένη, πώς είναι σήμερα οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, τι προβλήματα και τι παθογένειες εμφανίζουν αυτές οι σχέσεις και άρα γιατί είναι αναγκαίος ο χωρισμός και πώς ο χωρισμός αυτό θα μπορέσει να γίνει.

Στην κατεύθυνση αυτή έχουμε ξεκινήσει μια προσπάθεια σε ό,τι αφορά στις οικονομικές σχέσεις κράτους και Εκκλησίας και λέω ότι έχουμε ξεκινήσει μια προσπάθεια διότι το πλέγμα των σχέσεων είναι δαιδαλώδες, ασαφές σε πολλές περιπτώσεις, άτυπο σε άλλες και επομένως χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει.

Για να δώσω μια γενική εικόνα θα έλεγα ότι οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας μπορούμε να πούμε ότι στηρίζονται σε ένα συμβόλαιο, σε μια συμφωνία μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Και το καινούργιο που έχουμε νομίζω και αποτελεί ένα από τα στοιχεία της κρίσης της Εκκλησίας σήμερα, είναι ότι το συμβόλαιο αυτό έχει σπάσει, η συμφωνία έχει ανατραπεί.

Να το εξηγήσω αυτό με δυο παραδείγματα που όμως αποτελούν και δυο σοβαρά θέματα: Ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας -στα χαρτιά που έχω μοιράσει υπάρχει το σχετικό απόσπασμα- έχει την εξής λογική: Ότι η Εκκλησία και τα Ιδρύματά της λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με όρους αυτονομίας. Αλλά ακριβώς γι αυτό υπόκεινται στην εποπτεία του κράτους και υπόκεινται στον οικονομικό έλεγχο του Υπουργείου Οικονομικών. Αυτό αναφέρει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας, δηλαδή ο νόμος 509 στο άρθρο 46.

Αυτός ο νόμος ψηφίστηκε το 1977, έχουν περάσει 25 και πλέον χρόνια. Από τότε αυτή η διάταξη δεν έχει ποτέ εφαρμοστεί, ποτέ δηλαδή δεν έχει γίνει ο προβλεπόμενος οικονομικός έλεγχος στις Μητροπόλεις, παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, κατόπιν εντολής Εισαγγελέα.

Αυτό το γεγονός δείχνει μία αλλοίωση της συμφωνίας, μη τήρησή της. Φταίει η Εκκλησία; Την πολιτική ευθύνη την έχει το κράτος, την έχουν οι Κυβερνήσεις. Έγινε αυτό κατόπιν παρεμβάσεων της Εκκλησίας; Δεν το ξέρουμε.

Δεύτερο γεγονός που κάνει εντύπωση είναι το εξής: Το 1998, που ήταν περίοδος αν θυμάστε ένταξης στην ΟΝΕ και λαμβάνονταν μέτρα αυστηρά προς όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, τους εργαζόμενους βεβαίως κυρίως, στο κλίμα εκείνο η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών -και το τονίζω αυτό, δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι- πήραν την πρωτοβουλία και εισηγήθηκαν στον κ. Δρυ, τότε Υφυπουργό Οικονομικών, να γίνει διαχειριστικός έλεγχος σε όλες τις Μητροπόλεις με το σκεπτικό να ελεγχθεί αν οι Μητροπόλεις καταβάλλουν στο κράτος τον νόμιμο φόρο, από κει ξεκίνησε.

Στο έγγραφο που σας έχω μοιράσει φαίνεται ότι υπήρξε απόφαση του �98, το φθινόπωρο, να γίνει έλεγχος σε όλες τις Μητροπόλεις, διαχειριστικός. Κατά το νόμο απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του Υπουργείου Παιδείας. Τρία χρόνια αργότερα απάντησε το Υπουργείο Παιδείας με έγγραφό του, το οποίο στην ουσία αποτρέπει τον έλεγχο.

Ερώτημα: Δεν πρέπει να υπάρξει μια απάντηση; Ποιος έχει την ευθύνη που όλα αυτά τα χρόνια δεν γινόταν έλεγχος; Διότι αυτό σημαίνει ότι οι θεσμοί εποπτείας μετατράπηκαν σε θεσμού ασυλίας και οι διαδικασίες ελέγχου έγιναν άλλοθι συγκάλυψης. Αυτή είναι η μία πτυχή του θέματος.

Το δεύτερο σκέλος των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας στο οικονομικό του υπόβαθρο, ρυθμίστηκε σε πολλές φάσεις αλλά με έναν αναγκαστικό νόμο του 1945. Εκεί ορίστηκε το εξής -ως λογική το λέω: Τότε τους παπάδες, τους κληρικούς τους πλήρωνε η Ενορία. Με το νόμο λοιπόν αυτόν του �45 έγινε η εξής συμφωνία: Τους μισθούς των ιερέων, των κληρικών, θα τους πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός. Σε αντάλλαγμα όμως η Εκκλησία θα δίνει το 25% των εσόδων της, ό,τι μαζεύει στο παγκάρι ή από δωρεές ή από άλλα, το 25% θα τα δίνει στο κράτος και αν έχει περιουσία βεβαίως η περιουσία θα φορολογείται.

Αυτή η συμφωνία επίσης έχει πλήρως ανατραπεί. Πρώτον: Η υποχρέωση της Εκκλησίας να καταβάλλει την εισφορά καταργήθηκε με νόμο προεκλογικά πριν τις εκλογές του 2004 δια της σιωπής. Δεύτερον, η Εκκλησία εξαιρέθηκε απ� τον φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας και μιλώ εδώ όχι για μεγάλη περιουσία που χρησιμοποιείται για λειτουργικές ανάγκες της Εκκλησίας, αλλά για μεγάλη περιουσία που ενοικιάζεται, γίνεται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης.

Τρίτον: Η Εκκλησία με πρόσφατο νόμο της Νέας Δημοκρατίας εξαιρείται, καταργείται ο φόρος που υπήρχε για εισοδήματα από ακίνητα. Όπως γνωρίζετε, εάν κάποιος από σας έχει ένα ακίνητο και έχει ενοίκιο, θα φορολογηθεί. Εάν ένα ασφαλιστικό Ταμείο, το ΙΚΑ, έχει εισοδήματα από ακίνητα, θα φορολογηθεί, μάλιστα με συντελεστή 35% συν 3% χαρτόσημο, 38%. Η Εκκλησία έχει έναν μικρό φόρο 10%. Ο φόρος αυτός μειώνεται και τελικά καταργείται οριστικά μέχρι το 2008.

Εάν μια επιχείρηση κάνει μια δωρεά σε ένα Ίδρυμα, η δωρεά αυτή υπόκειται σε κάποιον φόρο. Με το νέο νόμο επίσης εάν μια επιχείρηση κάνει δωρεά στη Εκκλησία, η δωρεά αυτή είναι αφορολόγητη. 'Αρα η επιχείρηση έχει κίνητρο να κάνει δωρεές στην Εκκλησία και όχι σε άλλα Ιδρύματα.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι μέσα απ� αυτή τη σχέση, για να μην επεκταθώ, υπάρχουν και πολλές άλλες πτυχές και πολλά άλλα προνόμια. Η αρχική συμφωνία που λέει ότι το κράτος, δηλαδή οι φορολογούμενοι πληρώνουν τους μισθούς των κληρικών και καλύπτουν την ασφάλισή τους αλλά η Εκκλησία πληρώνει κάποιους φόρους, αυτή έχει πλήρως ανατραπεί.

Η Εκκλησία είναι ο μόνος θεσμός στην Ελλάδα που έχει δικαιώματα οικονομικά χωρίς υποχρεώσεις. 'Αρα αυτά τα δύο στοιχεία αρκούν μαζί και με άλλα που μπορεί κανείς να προσθέσει, για να δείξουμε ότι έχουμε ένα καθεστώς ασυδοσίας, οι νόμοι και οι όποιοι έλεγχοι προβλέπονται δεν τηρούνται με συνενοχή της πολιτείας και των Κυβερνήσεων, αυτό το καθεστώς αφ� ενός μεν αποτελεί κατά τη άποψη την δική μου έναν από τους παράγοντες εκτροφής σκανδάλων και από την άλλη μεριά έχει νομίζω αυτό το κλίμα δημιουργήσει και μια επιθετικότητα σε ορισμένους ιεράρχες οι οποίοι εκδηλώνονται με ατέλειωτες διεκδικήσεις περιουσιών.

Έχουμε την περίπτωση της Εκκλησίας που διεκδικεί το μισό ο νομός Ξάνθης ο οποίος έχει μοιραστεί σε ακτήμονες, οι οποίοι κατοικούν και ζουν σ� αυτά τα κτήματα. Η Μητρόπολη Φθιώτιδας διεκδικεί το Ποικίλο Όρος εδώ στη Αττική. Ανάλογες διεκδικήσεις υπάρχουν στο Λιτόχωρο και σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας με τίτλους που ανάγονται στο Βυζάντιο ή και πιο πίσω, στον Μέγα Αλέξανδρο.

Η αίσθηση η δική μου είναι ότι τώρα ζούμε, τα βλέπουμε όλοι στα παράθυρα, στις συζητήσεις κτλ., για λόγους που εγώ τουλάχιστον νομίζω πρέπει να συζητηθούν κι αυτοί, αυτές οι πλευρές συγκαλύπτονται. Δημιουργείται η εικόνα ότι κάποιοι ιεράρχες έκαναν κάποια πράγματα και συγκαλύπτεται το στοιχείο της πολιτικής συνευθύνης και συνενοχής το οποίο περισσότερο εδώ παρά σε άλλους τομείς μπορεί εύκολα να αποδειχθεί.

Επομένως νομίζω ότι εμείς πρέπει και αυτή την πλευρά να την υπογραμμίσουμε. Δηλαδή υπάρχουν προβλήματα που αφορούν το εσωτερικό της εκκλησίας, υπάρχουν όμως και προβλήματα που έχουν να κάνουν όπως έδειξα με τη σχέση της Εκκλησίας με το κράτος και με την λειτουργία του κράτους και των Κυβερνήσεων.

Εμείς λοιπόν θεωρούμε ανάμεσα στα άλλα, άμεσα όχι προς ανατροπή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, αλλά για την υλοποίησή του, την εφαρμογή του, πρέπει: Πρώτον, πρέπει άμεσα να διαταχθεί διαχειριστικός έλεγχος, ένας ειδικός διαχειριστικός έλεγχος με τρία σκέλη:

Απογραφή της περιουσίας των Μητροπόλεων, διότι σε συνέντευξή του ο αρμόδιος για τα οικονομικά της Αρχιεπισκοπής ο κ. Πυλαρινός δήλωσε ότι ούτε η Αρχιεπισκοπή έχει εικόνα των περιουσιακών στοιχείων των Μητροπόλεων, το μόνο που έχουν εικόνα είναι της κεντρικής, ας το πούμε έτσι, διοίκησης.

Δεύτερον, ιστορικός έλεγχος του «πόθεν έσχες» των Μητροπολιτών ούτως ώστε οι έντιμοι άνθρωποι να μη ζουν υπό την σκιά, την κατηγορία ότι υπεξαίρεσαν περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας και αν υπάρχουν βεβαίως ένοχοι να ελεγχθούν. Διότι γενικώς το πόθεν έσχες εδώ μπορεί να μη λέει και τίποτε. Δηλαδή το πόθεν έσχες ας πούμε όπως είναι στην περίπτωση του Βουλευτή, η πολιτεία δεν ενδιαφέρεται τι είχε ο Βουλευτής πριν, η πολιτεία ενδιαφέρεται μέσα στο 2005 ο Βουλευτής α� τι αγόρασε, τι απέκτησε και πώς τα απέκτησε.

Στην περίπτωση των Μητροπολιτών πρέπει να γίνει ιστορικό. Δηλαδή εμφανίζεται κάποιος Μητροπολίτης να έχει καταθέσει 1 δις; Πού το βρήκε;

Και τρίτο βεβαίως, ο στενότερος οικονομικός, ο έλεγχος διαχείρισης όπως λέμε. Η αντίδραση σήμερα ορισμένων Βουλευτών στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων δεν ήταν ενθαρρυντική ως προς την αποδοχή της τροπολογίας. Εμείς καλέσαμε και εκεί όχι μόνο την Κυβέρνηση, καλέσαμε και το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ να μελετήσουν τα στοιχεία και να τοποθετηθούν και να στηρίξουν την τροπολογία μας.

Χρειάζεται να γίνει άμεσα μια κωδικοποίηση όλων των φορολογικών και άλλων προνομίων της Εκκλησίας καθώς και της νομοθεσίας που διέπει την παραχώρησή τους. Να έχουμε μια εικόνα, δηλαδή αυτά τα στοιχεία που σας είπα για να τα βρούμε, δούλεψαν άνθρωποι πάρα πολλές ώρες και μερικά τυχαία προέκυψαν. Χρειάζεται λοιπόν υπεύθυνα να γίνει κωδικοποίηση και στη βάση αυτής της κωδικοποίησης και της γνώσης να γίνει ένας δημόσιος διάλογος.

Αν η κοινωνία συμφωνεί αυτά τα προνόμια τα φορολογικά να διατηρηθούν στην Εκκλησία, εμείς θα το λάβουμε υπόψη μας. Εάν όμως διαμορφωθεί η άποψη ότι αυτά τα προνόμια δεν έχουν λογική βάση, δεν έχουν αντιστοίχιση με υποχρεώσεις, θα πρέπει να επανεξεταστούν στο σύνολό τους.

Υπάρχει κι ένα θέμα, δεν το έθιξα πριν: Με τον τελευταίο αναπτυξιακό νόμο η Εκκλησία γίνεται επιλέξιμη για επενδύσεις, δηλαδή μπορεί μια Μητρόπολη να πει «εγώ θέλω να κάνω ένα εργοστάσιο, μια επιχείρηση» και η επιχείρηση αυτή επιχορηγείται από το κράτος. Ποιο είναι το παράδοξο εδώ: Δεν υποχρεούται η Εκκλησία να κάνει Νομικό Πρόσωπο, να δημιουργήσει μια εταιρεία, να δημοσιεύει ισολογισμούς, να πληρώνει φόρους, το οποίο θα γίνει άλλη εστία προβλημάτων, δεν έχει ακόμα αυτό αναδυθεί.

Εμείς τι είπαμε και τι λέμε σ� αυτό: Εάν πρόκειται, διότι μπορεί να είναι και αυτή η περίπτωση, για έργα πολιτισμικού χαρακτήρα, δηλαδή ανακαίνιση ενός ιστορικού μνημείου, ενός ναού που έχει ιστορική αξία, αυτά όλα εμείς λέμε να πάμε σε ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, να χρηματοδοτούνται κανονικά.

Εάν πρόκειται για επιχειρηματική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, να υπάρξει θεσμικό πλαίσιο. Είναι μια γενικότερη ανάγκη της κοινωνίας και της οικονομίας. Να υπάρξει ένα θεσμικό πλαίσιο να αναγνωρίζει την ύπαρξη επιχειρήσεων ειδικού σκοπού και εκεί μέσα να μπαίνουν ενδεχομένως οικονομικές δραστηριότητες της Εκκλησίας, κοινωνικών Οργανώσεων, όλο αυτό που ορισμένοι ονομάζουν κοινωνική οικονομία.

Τέλος, για επιχειρήσεις καθαρά κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εκεί δεν βλέπουμε το λόγο να υπάρχει καμία εξαίρεση. Επιχείρηση, ισολογισμός, ΣΔΟΕ, Εφορίες, όλα. Δεν μπορεί εδώ να υπάρξει καμία εξαίρεση.

Αυτά και άλλες προτάσεις. Κάποιος πρέπει ίσως να μιλήσει για τη Ναοδομία και τις πολεοδομικές διαστάσεις της Εκκλησίας. Εν πάση περιπτώσει εγώ σταματώ σ� αυτό για να καταλήξω σε κάποιες διαπιστώσεις και συμπεράσματα:

Αυτά τα μέτρα που προτείνουμε, όπως είπα είναι μέτρα που απορρέουν από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και αποσκοπούν στην λειτουργία του. Δεν προϋποθέτουν τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Από την άλλη μεριά βεβαίως, τα μέτρα αυτά μπορούν να διευκολύνουν έναν υπεύθυνο διάλογο για τον χωρισμό και τον ίδιο τον χωρισμό αν και όποτε αποφασισθεί.

Το δεύτερο νομίζω που γίνεται προφανές είναι ότι δεν νοείται κάθαρση χωρίς την αλλαγή όλων αυτών των σχέσεων που περιέγραψα και άλλων βεβαίως που είναι πέρα από την οικονομία. Ακριβώς γιατί αυτό το θέμα έχει μια σαφή πολιτική διάσταση και ως ευθύνη πολιτική για ό,τι έγινε ή για ό,τι δεν γίνεται και ως ευθύνη πολιτική για το τι πρέπει να γίνει.

Είναι εντυπωσιακό, μετά από όσα ακούσαμε για την Μητρόπολη Αττικής και για τον Μητροπολίτη Αττικής, είναι εντυπωσιακό, ούτε σήμερα έχει διαταχθεί διαχειριστικός έλεγχος έστω γι αυτή την Μητρόπολη. Σας ευχαριστώ.»

Επίσης παρευρέθηκε και μίλησε ο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Α. Καραμάνος, ο οποίος τόνισε:

Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Κύριε Πρόεδρε του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κύριε τέως Πρόεδρε του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κύριοι βουλευτές, κυρίες και κύριοι.

Εκπροσωπώντας την Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κα Μαριέτα Γιαννάκου η οποία δυστυχώς αυτή τη στιγμή συμβαίνει να έχει και Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων για σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Κυβερνητική Επιτροπή, είναι στην πρόθεση μου να αναφέρω ορισμένες σκέψεις σε σχέση με την εκδήλωση που διοργανώνεται για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας.

Κατ� αρχήν δεν έχει περάσει πολύ καιρός από την επίκαιρη ερώτηση που υπέβαλε ο Πρόεδρος του Συνασπισμού ο κ. Αλέκος Αλαβάνος στη Βουλή και στην οποία απήντησε η Υπουργός. Η θέση ήταν σαφής. Η Κυβέρνηση δεν προτίθεται να ανοίξει διάλογο για αλλαγή του πλαισίου των σχέσεων κράτους - Εκκλησίας.

Κυρίες και κύριοι, ο ρόλος των δύο θεσμών εξ ορισμού είναι διακριτός αφού το κράτος έχει τον προκαθορισμένο από το Σύνταγμα και τους νόμους διοικητικό ρόλο και η Εκκλησία τον πνευματικό ρόλο που επίσης ορίζουν οι ιεροί κανόνες και το ίδιο το Σύνταγμα μέσω του άρθρου 3 και άλλων άρθρων.

Το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει μόνο την οργάνωση και την λειτουργία του κράτους, αλλά και την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών, βασική έκφανση της οποίας είναι η εκδήλωση και του θρησκευτικού συναισθήματος.

Τα πεδία ευθύνης και αρμοδιότητας του κράτους και της Εκκλησίας διακρίνονται σαφώς. Η ύπαρξη όμως διαφορετικών απόψεων μεταξύ των πολιτών για θέματα όπως για παράδειγμα ο τρόπος άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν είναι επέμβαση της Εκκλησίας στο κράτος αλλά μεμονωμένα ζητήματα τα οποία ανάγονται στη σφαίρα της πολιτικής και της δικαιοσύνης και σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυτοτελώς στο πλαίσιο μιας καλόπιστης συζήτησης και συναίνεσης.

Αναφέρουμε χαρακτηριστικά θέματα τα οποία έχουν ήδη λυθεί ή θα μπορούσαν να λυθούν χωρίς κοινωνικούς κλυδωνισμούς όπως ο πολιτικός γάμος ή η ονοματοδοσία πριν από την βάπτιση, η κηδεία χωρίς θρησκευτική ακολουθία, η καύση των νεκρών και άλλα, ορισμένα από τα οποία ανέφερε ήδη ο κ. Κωνσταντόπουλος.

Πιστεύω ότι ένας διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας είναι ασαφής. Αν εννοούμε την πλήρη εφαρμογή της θρησκευτικής ελευθερίας για όλα τα υποκείμενα της ατομικά ή συλλογικά, τότε αυτό είναι αυτονόητο, προβλέπεται από το Σύνταγμα και λέγεται σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας.

Αν εννοούμε ότι δεν πρέπει να γίνονται συγκεκριμένες λειτουργίες, όπως αγιασμοί, δοξολογίες, ορκωμοσίες κλπ., τότε θα πρέπει να λάβουμε παράλληλα και πολύ σοβαρά υπόψη και τη μακραίωνα παράδοση και τους αναμφισβήτητους και ισχυρούς δεσμούς του Έλληνα με τη θρησκεία του.

Ένα πράγμα όμως είναι σημαντικό και δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Η σημερινή συγκυρία με τη σοβούσα κρίση στην Εκκλησία και όλες τις εντάσεις που παρατηρούνται, είναι ακατάλληλη για μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση και επίλυση των όποιων γενικότερων ή ειδικότερων προβλημάτων υπάρχουν.

Η συζήτηση αυτή προϋποθέτει βαθιά γνώση των νομικών, εκκλησιολογικών, αλλά και ιστορικών δεδομένων τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς και απαιτεί και ψυχραιμία και νηφαλιότητα που αυτή τη στιγμή φαίνεται να μην υπάρχει.

Πιστεύουμε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει το απαραίτητο ανθρώπινο και πνευματικό οπλοστάσιο που θα της επιτρέψει να ορθοποδήσει τη δύσκολη αυτή στιγμή και να επιδοθεί απερίσπαστη στο κολοσσιαίο πνευματικό τονίζω έργο που έχει να επιτελέσει, ένα έργο το οποίο οφείλει στη μεγάλη πλειοψηφία του θρησκευόμενου λαού μας. Ευχαριστώ πολύ.»

 

Παρεμβάσεις έγιναν και από εκπροσώπους του ΠΑΣΟΚ, και του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο κ. Μιχ. Παντούλας, εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, τόνισε:

«Πρώτα - πρώτα θα ήθελα να ευχαριστήσω για την καλοσύνη σας να μας καλέσετε σήμερα σ� αυτή την ημερίδα για να πούμε τις απόψεις μας και να σας συγχαρώ γι� αυτή την πρωτοβουλία. Το ζήτημα σχέσεων κράτους και εκκλησίας στην Ελλάδα ακολουθεί τα τελευταία 180 περίπου χρόνια και πάντως από της συστάσεως του ελληνικού κράτους μια σταθερή ως προς τις διακυμάνσεις του διαδρομή. Υπάρχουν περίοδοι έντασης όπου το ζήτημα κυριαρχεί πολιτικά και προκαλεί κοινωνικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και περίοδοι ύφεσης κατά τις οποίες ο προβληματισμός είναι υπόθεση κυρίως νομικών, θεολόγων και ιστορικών.

Όταν λοιπόν το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας αποκτά πολιτικό και ειδησεογραφικό ενδιαφέρον, αυτό γίνεται πάντοτε με μεγάλη οξύτητα και οδηγεί σε προσεγγίσεις που συχνά δεν διακρίνονται για τη ψυχραιμία τους. Το πιο παλιό παράδειγμα είναι η σύγκρουση για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ νεότερα παραδείγματα αποτελούν η σύγκρουση του 1987 για την εκκλησιαστική περιουσία και το 2000 για την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

Η αναφορά σ� αυτά τα γεγονότα, αλλά και σε πλήθος παρόμοια, δείχνει ότι στο ζήτημα σχέσεων κράτους και εκκλησίας συμπυκνώνονται πολλά από τα θεμελιώδη προβλήματα αυτοπροσδιορισμού και αυτοσυνείδησης της ελληνικής κοινωνίας. Από τη σχέση της με τις μεγάλες φάσεις της ελληνικής ιστορικής διαδρομής μέχρι τη σχέση της με αυτό που ονομάζουμε δυτικό πολιτιστικό παράδειγμα, υπό την έννοια του δυτικού θεσμικού μοντέλου του συνταγματικού κράτους, δηλαδή του δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Υπάρχουν βέβαια πάντοτε απλοί τρόποι για να τεθεί το ζήτημα σχέσεων κράτους - Εκκλησίας. 'Αλλοτε ως διμερές πρόβλημα σχέσεων ελληνικού κράτους και ελλαδικής Εκκλησίας και ελληνικού κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου και άλλοτε ως τριμερές πρόβλημα ελληνικού κράτους, Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδας.

Μπορεί με βάση την εμπειρία στις κρίσεις του 2000 να τίθεται από τους περισσότερους ως πρόβλημα σαφούς διαχωρισμού των πεδίων δράσης κράτους και Εκκλησίας, ως πρόβλημα ολοκλήρωσης της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες και όσους βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια και ως πρόβλημα πολιτικής ουδετεροποίησης της Εκκλησίας, αλλά τα πράγματα ιστορικά δεν ετίθεντο πάντοτε έτσι και ούτε στηρίζονταν στην αυτή βασική παραδοχή ως προς τις σχέσεις κράτους - Εκκλησίας.

Όλα αυτά δείχνουν βέβαια πόσο βαθύ και πολύπλοκο είναι το ζήτημα των μεταξύ τους σχέσεων, πόσο έντονες είναι οι ιστορικές του καταβολές και οι βιολογικές του αναγωγές. Δείχνουν επίσης πόσο πολύ αδικείται το ζήτημα όταν η προσέγγιση του γίνεται κατά τρόπο οξύ, συγκυριακό, παροδικό και επιθετικό.

Η τωρινή κρίση στο χώρο της Εκκλησίας επιβάλει νομίζω να ανακαλύψουμε μηχανισμούς και τρόπους υπέρβασης της που θα οριοθετούν παραλλήλους στις σχέσεις κράτους - Εκκλησίας μέσα από μια εντελώς σύγχρονη αντίληψη. Φαίνεται πως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να προχωρήσουμε σε έναν αμοιβαία επωφελή και συναινετικό χωρισμό με πρωτοβουλίες ευρείας αποδοχής που δεν πρέπει να διχάζουν τα κόμματα και το λαό. 'Αλλωστε στην πολιτική αυτοί που έχουν τον τελικό λόγο είναι οι πολίτες.

Δεν ξέρω κατά πόσο είναι δημοκρατικό να εκβιάζεις τη δεκτικότητα της κοινωνίας. Οφείλεις βέβαια να πηγαίνεις μπροστά. Μπορείς να την πείσεις, να την προσανατολίσεις, αλλά σε τελευταία ανάλυση πρέπει να τη σέβεσαι. Δεν πρέπει να εκβιάζεις την κοινωνία. Αυτό επαγγέλλεται η δημοκρατία. Όσοι έπραξαν με διαφορετικό τρόπο, το πλήρωσαν και μάλιστα πολύ ακριβά.

Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Ανδρέα Παπανδρέου γι� αυτά τα θέματα. Είχε πει «ο ηγέτης πρέπει να προπορεύεται, να οδηγεί και να καθοδηγεί τον λαό, αλλά να προπορεύεται τόσο όσο να μη χάνει την οπτική επαφή με όσους τον ακολουθούν. Αν απομακρυνθεί τόσο πολύ και χαθεί αυτή η επαφή τότε στο πρώτο σταυροδρόμι θα βρεθεί να βαδίζει μόνος του το δικό του δρόμο αφού εκείνοι που τον ακολουθούν θα συνεχίσουν από κεκτημένη ταχύτητα την ευθεία οδό».

Για το ΠΑΣΟΚ η σημερινή πρόκληση είναι σαφής. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε τη θετική προοπτική που θα προστατεύει και την Πολιτεία και την Εκκλησία με απόλυτο σεβασμό στους διακριτούς ρόλους. Έτσι η Εκκλησία θα μπορέσει να στραφεί στην πνευματικότητα της. Θα ασχοληθεί με τον εσχατολογικό και σωτηριολογικό της χαρακτήρα και όχι με θέματα που έχουν σχέση με την κοσμικότητα.

Από την άλλη πλευρά το κράτος θα πάψει να έχει λόγο σε θέματα που δεν ανήκουν στη δική του αρμοδιότητα. Είναι αυτονόητο ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν μπορεί να γίνει με «εισαγγελικό» τρόπο. Πολιτεία δεν θα πει στην Εκκλησία τι θα κάνει. Η Εκκλησία πρέπει να αντιληφθεί από μόνη της τι οφείλει να πράξει και αυτό να το πράξει με τρόπο πειστικό. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη πλευρά. Είναι ανάγκη αυτή τη στιγμή να αποφύγουμε όλοι μας να «αξιοποιήσουμε» την κρίση με τη ρεβανσιστική διάθεση αυτού που δικαιώθηκε.

Το 1987 είχε συσταθεί μικτή Επιτροπή για τη μελέτη του θέματος, η οποία ύστερα από 36 πολύωρες συνεδριάσεις κατέληξε στα εξής βασικά σημεία. Πρώτον να γίνει συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας όπου θα καθορίζεται το πλαίσιο των βασικών αρχών στη μεταξύ τους σχέση. Δεύτερον, να καταρτιστεί νέος νόμος με λίγα άρθρα και πολλές εξουσιοδοτικές, κανονιστικού περιεχομένου, διατάξεις. Και τρίτον, να χαρακτηριστεί η Εκκλησία της Ελλάδος ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ειδικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή ουδέποτε υλοποιήθηκε, φανερώνει ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν μπορεί να αποτελέσει απλά και μόνο ζήτημα τρέχουσας πολιτικής.

Στις σημερινές συνθήκες και στο πλαίσιο του παρόντος Συντάγματος, ο συγκεκριμένος προβληματισμός επικαιροποιείται σε θέσεις όπως ο άμεσος εκδημοκρατισμός της Εκκλησίας με την αποδυνάμωση του στεγανού, αδιαφανούς και ανεξέλεγκτου υψηλόβαθμου μηχανισμού της, ο έλεγχος των οικονομικών και η δημοσιοποίηση αυτού του ελέγχου, ο εκσυγχρονισμός της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, η συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα στη διοίκηση της Εκκλησίας και στην εκλογή των ποιμένων, νομικές ρυθμίσεις πολλές από τις οποίες ανέφερε ήδη ο τέως Πρόεδρος του Συνασπισμού που διακρίνουν τους ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας και βεβαίως πάρα πολλά άλλα πράγματα.

Για όλα αυτά ασφαλώς μπορεί και πρέπει να υπάρξει συγκροτημένος διάλογος Πολιτείας με διακομματική συναίνεση και Εκκλησίας. Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν ρυθμίσει τη σχέση κράτους και Εκκλησίας μέσα στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας, με πλήρη όμως σεβασμό στην ιστορική διεργασία συγκρότησης τόσο του κάθε κράτους όσο και της αντίστοιχης κοινωνίας πολιτών, στην οποία το θρησκευτικό ζήτημα έπαιζε ιστορικό και παίζει κοινωνιολογικά σημαντικό ρόλο.

Το ίδιο πλαίσιο νομίζω ότι πρέπει να ισχύσει και στη δική μας περίπτωση, χωρίς αδικαιολόγητες ενοχές και ακόμη πιο αδικαιολόγητες άγνοιες ή νευρικότητες που μπορεί να οφείλονται στις βιολογικές αγκυλώσεις και συνθήκες ή σε μορφές ενός πνευματικού επαρχιωτισμού. Το αποτέλεσμα του εξαντλητικού αυτού διαλόγου μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας γύρω από το θέμα του διαχωρισμού, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να τύχει της έγκρισης μέσω λαϊκού δημοψηφίσματος, το οποίο θα οργανωθεί από θεσμικά Όργανα της Πολιτείας.

Το «δημοψήφισμα» που οργάνωσε η διοικούσα Εκκλησία για τις ταυτότητες ήταν μια διχαστική και τραυματική εμπειρία που δυστυχώς ο κ. Καραμανλής επιχείρησε να νομιμοποιήσει με τις διαδικασίες διαπλοκής της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας με την ηγεσία της Εκκλησίας.

Ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας αποτελεί μια ουσιαστική και κρίσιμη εκδοχή του ευρύτερου ζητήματος σχέσεων κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Μας έρχεται από την ευρωπαϊκή παράδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ του ελληνικού κράτους και της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας μπορεί να υποταχθεί σε θεωρητικά σχήματα και τυπολογίες που συγκροτήθηκαν για να ερμηνεύσουν ή να οργανώσουν νομικά τη σχέση κράτους και ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ή κράτους και διαφόρων προτεσταντικών δογμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στο παρελθόν το αίτημα αυτό αποτέλεσε μια εκσυγχρονιστική πρόταση των δυνάμεων της Αριστεράς και περιφερειακών ατόμων από το χώρο της Εκκλησίας. Σήμερα αρχίζει να τίθεται έντονα και από στελέχη της συντηρητικής παράταξης αλλά και επιφανείς ιεράρχες.

Θα μου επιτρέψετε κλείνοντας την παρέμβαση μου αυτή να αναφερθώ σε 4 κείμενα τα οποία θα αναγνώσω για να μην αλλοιώσω το πνεύμα αυτών των κειμένων. Το πρώτο είναι η συνέντευξη του Μητροπολίτη Φθιώτιδος Νικολάου στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» στις 27.2.2005.

Ο ιεράρχης αναφερόμενος στο θέμα του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας λέει: «Το διαζύγιο θα δοθεί. Εφόσον υπάρχει στην Ευρώπη, θα ισχύσει και στην Ελλάδα. Το θέμα είναι να μη γίνει άτσαλα γιατί θα βλάψει το κράτος. Αν γίνει με συνεννόηση, συζήτηση και διάλογο, αφού είναι να γίνει θα είναι καλό.

Το απότομο θα δημιουργήσει προβλήματα και στις δύο πλευρές γιατί θα υπάρξει εκμετάλλευση. Κάποιοι θα στρέψουν το λαό εναντίον του κράτους και η Πολιτεία για να αμυνθεί θα εξαπολύσει μύδρους εναντίον εκείνων που θα αντιτάσσονται στη θέληση της».

Και από το άρθρο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου του κ. Ιεροθέου στην «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» στις 25.2. Λέει λοιπόν τα εξής: «Στην πρόσφατη σύγκληση της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος πρότεινα να συγκροτηθεί μια Επιτροπή η οποία θα μελετήσει το όλο πρόβλημα του λεγόμενου χωρισμού κράτους και Εκκλησίας ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι να το συζητήσουμε όταν το θέμα θα τεθεί όπως πιστεύω εντονότερα. Στην Επιτροπή αυτή θα πρέπει να συζητηθούν όλες οι παράμετροι του θέματος αυτού επειδή δημιουργούνται πολλές προσφύσεις».

Για να κλείσω και να μη σας κουράζω «μια τέτοια οριοθέτηση θα ωφελήσει πρωτίστως την ποιμένουσα Εκκλησία και την ελληνική κοινωνία διότι θα μας απαλλάξει από πολλές αγκυλώσεις και πολλούς μύθους».

Το τρίτο κείμενο είναι η πρόταση του Εθνικού Συμβουλίου Ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ όπως αποφασίστηκε προχθές την Παρασκευή και κατατίθεται ως πρόταση προς ψήφιση στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ: χωρισμός κράτους - Εκκλησίας.

Η Ορθοδοξία με την ανθρωποκεντρική της θεώρηση και στάση έχει συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του ελληνισμού και έχει διαδραματίσει ιστορικό λόγο στη διαδρομή του. Η κοινωνία που οραματιζόμαστε εμφορούμενη τις ίδιες αξίες σέβεται την Ορθοδοξία και τις παραδόσεις της και ταυτόχρονα επαγγέλλεται την ισοτιμία όλων των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκευτικών φρονημάτων.

Όλοι οι πολίτες και οι Οργανώσεις τους που μένουν μόνιμα στη χώρα μας πρέπει να απολαμβάνουν ελεύθερα τη λατρεία τους. Στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος οι σχέσεις κράτους - Εκκλησίας είναι δεδομένες και σεβαστές.

Ενόψει της επόμενης αναθεώρησης πιστεύουμε ότι το ζήτημα του ανακαθορισμού αυτών των σχέσεων στην κατεύθυνση της αποδέσμευσης πρέπει να συζητηθεί και πρωτίστως με την ίδια την Εκκλησία και με προσεκτικά βήματα να αρχίσει από τώρα η διαδικασία του χωρισμού. Με την αυτονόητη δέσμευση της Πολιτείας ότι θα διασφαλίσει για την Εκκλησία το σεβασμό στον κλήρο της, την οικονομική και μισθολογική αυτάρκεια των λειτουργών και των υπαλλήλων της.

Και το τέταρτο και τελευταίο κείμενο είναι απόσπασμα από την ομιλία του κ. Παπανδρέου, του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ στη συγκεκριμένη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ανασυγκρότησης. Και κλείνω με αυτό το κείμενο.

«Τι έπραξε η Νέα Δημοκρατία σε σχέση με την Εκκλησία; Επιδίωξε να προσεταιριστεί και να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία για μικροκομματικά οφέλη. Την ήθελε συμμέτοχο και συμπαίχτη στα κομματικά της παιχνίδια. Κύκλοι τους έστειλαν προεκλογικά αυτά τα άθλια, υβριστικά και συκοφαντικά φυλλάδια σε βάρος του ΠΑΣΟΚ σε χιλιάδες ιερείς σε κάθε ενορία. Ο κ. Καραμανλής μπήκε στην ουρά για να υπογράψει για το θέμα των ταυτοτήτων μετά την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας. Έπαιξε δηλαδή με τον πόνο πολλών πιστών. Εκμεταλλεύτηκε το πόνο τους, αν θέλετε τους εξαπάτησε, διότι γνώριζε και τις αποφάσεις των δικαστηρίων και τις αποφάσεις της Ε.Ε.

Από την άλλη μεριά και η ηγεσία της Εκκλησίας μπήκε στον πειρασμό να παίξει αυτό το παιχνίδι. Ο λαός έχει πίστη, διαθέτει όμως και μνήμη.

Εμείς μπορεί να είχαμε κατά καιρούς τις διαφωνίες μας με τοποθετήσεις της ιεραρχίας της Εκκλησίας, πάντα όμως σεβαστήκαμε την Εκκλησία. Ήταν και είναι μέρος της ιστορίας και της παράδοσης μας, έχει μεγάλο και σπουδαίο ρόλο να παίξει πνευματικό και κοινωνικό και καθόλου δεν μας ευχαριστεί να βλέπουμε καθημερινά το σίριαλ που υπονομεύει το κύρος αυτού του θεσμού, που διασύρει την Εκκλησία και πληγώνει τους πιστούς.

Στεκόμαστε πάντα με το πλήρωμα της Εκκλησίας, συμμεριζόμαστε τις αγωνίες του. Σήμερα που χρειάζεται πραγματική στήριξη ο θεσμός της Εκκλησίας σήμερα κοιτά αμήχανη, νίπτει τας χείρας της η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Καραμανλής. Αδυνατούν να βοηθήσουν αξιόπιστα διότι ποτέ δεν σεβάστηκαν τον θεσμό. Αποτέλεσαν αν θέλετε μέρος της διαφθοράς της πνευματικής συνείδησης της ιεραρχίας της Εκκλησίας, τους ενέπλεξαν με τα εγκόσμια, με τα παιχνίδια της εξουσίας. Τώρα πως μπορούν να κάνουν τους αντικειμενικούς κριτές;

Και φοβάμαι ότι η απραξία τους ανοίγει ορέξεις που θα έχουν ως τελικό αποτέλεσμα να καούν τα χλωρά με τα ξερά, να βγει πληγωμένη η Εκκλησία χωρίς να ανορθωθεί το κύρος της. Γι� αυτό προτείνουμε καθαρά, δεν ψάχνουμε για εξιλαστήρια θύματα. Θέλουμε δικαιοσύνη και διαφάνεια και θέλαμε μια νέα σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας βασισμένη στη διαφάνεια και στην κοινωνική λογοδοσία. Και ο χωρισμός δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μέσο που εξυπηρετεί αυτή τη στρατηγική και είναι η ώρα να μελετηθεί και να προετοιμαστεί με απόλυτη σοβαρότητα».

Εκ μέρους του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο Π. Κλαυδιανός, τόνισε

Ευχαριστούμε για την πρόσκληση του Συνασπισμού. Είναι μία επίκαιρη πρωτοβουλία, πολιτικά πολύ χρήσιμη και καθώς έχει και παρελθόν ως Κόμμα που έχει επεξεργαστεί συχνά και έχει προβάλει τις απόψεις του κι έτσι επομένως και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βοηθηθεί συνολικά μαζί με τις άλλες συνιστώσες προκειμένου να διαμορφώσει θέσεις, εγώ θα κάνω μόνο μερικές παρατηρήσεις, παρακολουθώντας τη συζήτηση μέχρι αυτή τη στιγμή.

Έχει οπωσδήποτε τεθεί ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα σήμερα στη χώρα και φοβάμαι, το οποίο μάλιστα όταν λέμε για Εκκλησία είναι στο συνολικό ζήτημα της κρίσης των θεσμών και του πολιτικού συστήματος. Πολύ ωραία το έθεσε ο σύντροφος ο Κωνσταντόπουλος αυτό, ότι έχουμε τη διαπλοκή, έχουμε τη Δικαιοσύνη, έχουμε τώρα την Εκκλησία, έχουμε κι άλλα πράγματα.

Υπάρχει λοιπόν ένα θέμα στο πολιτικό μας το οποίο δεν θα πρέπει να το αφήσουν οι πολιτικές δυνάμεις όλες, η Αριστερά ιδίως, να χαθεί μέσα στα παράθυρα των τηλεοράσεων κλπ. Έπ� ουδενί δεν θα πρέπει αυτό το πράγμα να το αφήσουμε γιατί είναι πολύ σημαντικό.

Το πολιτικό πρόβλημα τώρα όμως που έχει τεθεί, φαίνεται ότι θα διαιωνιστεί. 'Ακουσα με προσοχή και τον κ. Γενικό και τον εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ. Νομίζω ότι συμπλέουν στη συγκάλυψη του ζητήματος, μάλιστα με πολύ πιο φανερό τρόπο απ� ότι εγώ αρχικά θα περίμενα και επομένως το πρόβλημα μένει μπροστά μας για το επόμενο διάστημα. Αυτό θα πρέπει να το πάρουμε πολύ υπόψη μας όταν προβληματιζόμαστε γι� αυτό.

Όταν συζητάμε για την Εκκλησία και τις σχέσεις της Εκκλησίας και του κράτους, νομίζω ότι συγχρόνως πρέπει να λέμε και για τη σχέση της Εκκλησίας και της θρησκείας με την κοινωνία. Είναι δύο ζητήματα μαζί, είναι ένα ζεύγος αδυσώπητο που θα πρέπει να μας απασχολήσει.

Το λέω διότι καμιά φορά, επειδή ακριβώς έχουμε καθυστερήσει πάρα πολύ στους θεσμούς στη χώρα μας, δεν έχει γίνει παραδείγματος χάρη ο χωρισμός της Εκκλησίας και Κράτους, ο τρόπος που το λέμε με έμφαση όλοι μας εννοώ. Είναι σαν να λέμε στον κόσμο ότι θα λυθούν πάρα πολλά μόνο με το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους.

Έχει και μία άλλη παρενέργεια αυτό βέβαια. Οι κυβερνήσεις λένε «μα δεν μπορώ να κάνω αυτό». Σήμερα ο Γενικός Γραμματέας, είναι αλήθεια, είπε πολλά ότι μπορεί να κάνει και χωρίς το χωρισμό. Και αυτό είναι θετικό, αλλά ο σύντροφος Δραγασάκης μας είπε μία σειρά πράγματα πολύ χρήσιμα, που μάλλον δεν θα θέλουν το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους.

Από τη μια μεριά είναι ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ότι όλα θα λυθούν μ� αυτόν τον τρόπο αν δεν προχωρήσουμε στο άλλο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την κοινωνία, της θρησκείας με την κοινωνία κι εδώ βεβαίως αυτή η συζήτηση που προέχει για την Αριστερά θα την κάνουμε ασφαλώς με τις αποχρώσεις μας, είναι αυτονόητο.

Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να προσέξουμε επίσης είναι το ζήτημα που τέθηκε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αυτό να το αποφύγουμε. Βλέποντας τα κανάλια, δεν αγιάζει ο σκοπός τα μέσα. Και σ� αυτήν την περίπτωση εμείς στην Αριστερά το έχουμε αυτό πληρώσει. Καλά είναι να το θέτουμε, οι πολίτες έχουν δικαιώματα κι όταν είναι Ιερωμένοι. Επομένως, κάμερες, κασέτες κλπ, είναι ένα μαχαίρι που εμείς θα πρέπει να πούμε ότι κόβει και να το πούμε με μεγάλη σαφήνεια.

Το πολιτικό πρόβλημα που ανακύπτει καταρχάς είναι γιατί έχουμε αυτό το θεσμικό πλαίσιο το υπαρκτό και τα δύο μεγάλα Κόμματα ευθύνονται εξίσου λοιπόν που έχουμε αυτό το θεσμικό πλαίσιο σήμερα που οξύνει την κρίση, πού, κλπ. Τα είπαν πολύ καλά οι σύντροφοί μου. Εγώ δεν θα επιμείνω περισσότερο.

Ο εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας ο κ. Γενικός μας μίλησε για μακραίωνα παράδοση, μας μίλησε για πολλά πράγματα, για πνευματικό έργο της Εκκλησίας και μίλησε για το διακριτό ρόλο. Δεν μας καλύπτει προφανώς αυτό το πράγμα.

Και γιατί δεν μας καλύπτει; Όχι γιατί εμείς λέμε κάποια επιχειρήματα, εν πολλοίς και εγκεφαλικά όπως καμιά φορά κάνουμε οι Αριστεροί. Μα τα γεγονότα, μπορούμε να μιλάμε σήμερα για διακριτικούς ρόλους και σεβασμό; Δεν νομίζω ότι είναι εκεί το πρόβλημα.

Όπως και από τον εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, νομίζω ότι πρέπει να σημειώσουμε τον πολύ σεβασμό που ακούσαμε για όσα είναι γύρω από την Εκκλησία, βεβαίως και την κριτική του, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. 'Αρα επισημαίνω αυτό που είπα και στην αρχή, ότι το πολιτικό πρόβλημα νούμερο 2 είναι ότι αυτό το καθεστώς, που υπήρχε σκανδαλωδώς, θα συνεχιστεί.

Τι πρέπει να γίνει; 'Αμεσα θα πρέπει κι αυτό είναι έργο δικό μας να το θέσουμε, αυτό το θέμα να τεθεί από την ανανεωτική, τη ριζοσπαστική, την κριτική Αριστερά, το ΣΥΡΙΖΑ και από όλους ότι πρέπει να προχωρήσουμε. Δεν περιμένουμε τίποτα ούτε από την αυτοκάθαρση. Κουκούλωμα θα γίνει.

Να περάσουμε στον οικονομικό, το διαχειριστικό, τον πολιτικό έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων της Εκκλησίας και γρήγορα να θέσουμε στους πολίτες, στο λαό, στους εργαζόμενους τα συναφή προβλήματα που αυτές τις ημέρες παρακολουθούμε.»

Παρεμβάσεις έκαναν επίσης ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μάριος Μπέγζος και οι δημοσιογράφοι Γιώργος Καραγιάννης και Νίκος Φίλης.

Στην ημερίδα παρευρέθηκε και ο Πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλ. Αλαβάνος.


Υ.Γ. Επισυνάπονται επίκαιρη ερώτηση προς τους Υπουργούς Εθνικής Παιδεία ςκαι Θρησκευμάτων, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης σχετικά με τη δράση της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ καθώς και επιστολή προς τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και την Πρόεδρο που απέστειλε ο Ν. Κωνσταντόπουλος.

Επιστολή του Νίκου Κωνσταντόπουλου

Προς τους:

Στο τέλος της μεταπολίτευσης και στην αρχή του 21ου αιώνα, μετά τριάντα χρόνια πολιτικής σταθερότητας, Ελληνική Δημοκρατία και κοινωνία αντιμετωπίζουν την πιο σοβαρή, ίσως, θεσμική κρίση. Βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα στρέβλωσης κι εκφυλιστικής αλλοίωσης κρίσιμων τομέων του πολιτικού συστήματος. Η χώρα και η κοινωνία μας, σε μια αποφασιστική καμπή της πορείας τους, φορτώνονται πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κόστος, αντιμετωπίζουν ένα νοσηρό δημόσιο βίο, δοκιμάζονται από φαινόμενα κοινωνικής συνενοχής και πολιτικού μιθριδατισμού.

Η διαφθορά, η διάβρωση και η διαπλοκή, ως κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, δεν αποσπώνται από το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Δεν ήρθαν ξαφνικά στην επιφάνεια. Ξεπερνούν τη συγκυρία οι αιτίες τους και οι συνέπειές τους και δεν αντιμετωπίζονται με συνήθεις κυβερνητικούς ή αντιπολιτευτικούς χειρισμούς, επικοινωνιακής κομματικής σκοπιμότητας.

Αυτό που ορίζεται ως διαπλοκή στην ουσία είναι μιας μορφής παρακυβέρνηση. Κι αυτό που δρά ως σύστημα διαφθοράς και διάβρωσης του δημοσίου χώρου, στην πράξη δρά ως μιας μορφής παρακράτος. Ο αγώνας εναντίον τους αποτελεί αγώνα επαναπροσδιορισμού του κοινωνικού και ηθικού περιεχομένου της Πολιτικής και της Δημοκρατίας. Γι΄αυτό και το ζητούμενο είναι το πολιτικό διά ταύτα, με όρους αξιών και θεσμών.

Μια αξιόπιστη πρόταση πολιτικής και πνευματικής αναδημιουργίας, περιμένει ο ελληνικός λαός. Αποτελεί άμεση προτεραιότητα η αποφασιστική πολιτική πρωτοβουλία για την εξυγίανση των θεσμών και την αναζωογόνηση του δημοσίου βίου. Εκείνο που χρειάζεται είναι να εξαλειφθούν οι αιτίες που παράγουν κι ανακυκλώνουν την κρίση, που δημιουργούν εντός των θεσμών στεγανά και μηχανισμούς παραεξουσίας.

Απέναντι στα φαινόμενα που προκαλούν κοινωνικό σάλο, πολιτική αποστροφή και θεσμικό κλονισμό, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, η Βουλή των Ελλήνων, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, επιβάλλεται να δράσουν με ένα πλαίσιο ελάχιστης πολιτικής συμφωνίας.

Ζούμε σε μια περίοδο, που γενικεύονται τα αδιέξοδα και οι αντιθέσεις. Το κοινωνικό πρόβλημα είναι έντονο, όπως μεγάλο είναι και το πολιτικό πρόβλημα αξιόπιστης λειτουργίας των θεσμών και μικρού βαθμού εκτίμησης των πολιτών προς το πολιτικό μας σύστημα.

Κυβέρνηση και πολιτικές δυνάμεις, η Βουλή των Ελλήνων, δεν είναι θεατές εκ του μακρόθεν και σχολιαστές εκ του ασφαλούς. Έχουν τη βασική δημοκρατική ευθύνη με πολιτικούς όρους και θεσμικές παρεμβάσεις να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση που διαρκώς βγάζει εκτός ελέγχου τομείς του δημοσίου βίου, κάνοντας έτσι αυτεξούσια την διαφθορά και μεταλλαγμένη την Δημοκρατία.»


Επίκαιρη Ερώτηση

Προς τους κ. κ. Υπουργούς:

Κάθε μέρα αποκαλύπτονται στοιχεία για την δράση της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ, που εμφανίζεται ως η μήτρα νοσηρών καταστάσεων και σκοτεινών διαπλοκών. Η οργάνωση αυτή, που εμφανίζεται ως αδελφότητα, διαχειρίζεται μεγάλη οικονομική περιουσία και διεισδύει τόσο στο μοναστικό χώρο και την διοίκηση της Ιεραρχίας, με επιθυμητούς Αρχιμανδρίτες κι Επισκόπους, όσο και στην Δικαιοσύνη και την Διοίκηση, όπως προκύπτει από τη δράση των κυκλωμάτων Γιοσάκη, Βαβύλη, Φαρμάκη κ.α. που έχουν υπονομεύσει κρίσιμους τομείς δημοσίου συμφέροντος.

Μόλις εχθές επίσκοπος υπό παραίτηση δημοσίως ανέφερε ότι μέλος της Χρυσοπηγής, ιεράρχης, έστειλε ανθρώπους του στην ΕΥΠ να συγκεντρώσουν στοιχεία εναντίον του. Έχουν ήδη αποκαλυφθεί για το παραεκκλησιαστικό κύκλωμα εντός της δικαιοσύνης και για το κύκλωμα επικίνδυνων μισθοφόρων, που αλωνίζουν στους τομείς δημόσιας τάξης κι εξωτερικής πολιτικής.

Ερωτώνται οι κ. Υπουργοί:

Ο ερωτών
ΝΙΚΟΣ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ»

To Γραφείο Τύπου