Skip to main content.
30/10/2011

Γίνεται βιώσιμο το ελληνικό χρέος; του Γιάννη Ευσταθόπουλου

Η αποκλιμάκωση του χρέους σε ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας έχει εργαλειακό χαρακτήρα, με απώτερο στόχο την ολοκλήρωση των απαιτούμενων αλλαγών στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να εδραιωθεί ενός νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου με χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων, υπερ-ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και εξαιρετικά περιορισμένο δημόσιο τομέα και κράτος πρόνοιας.

Η έκθεση της τρόικας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το πλαίσιο των συνομιλιών και αποφάσεων για την περικοπή του χρέους. Συνοπτικά, διακρίνονται τα εξής σημαντικά σημεία:

Οι διαπιστώσεις αυτές οδήγησαν τελικά στις αποφάσεις της προχθεσινής Συνόδου Κορυφής για περικοπή, της τάξης του 50%, του χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες.

Ελάφρυνση της κοινωνίας ή βιωσιμότητα των νεοφιλελευθέρων πολιτικών;

Ενώ η αναφορά σε "κούρεμα" του χρέους κατά 50% προκάλεσε αρχικά μεγάλες προσδοκίες αναφορικά με την εφαρμογή μιας άμεσης και κοινωνικά υποφερτής λύσης στο πρόβλημα του ελληνικού χρέους αντιθέτως παρατηρούνται τα εξής:

Η περικοπή του χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες συνεπώς δεν κινείται επαρκώς σε μια λογική ελάφρυνσης της κοινωνίας από την ύφεση, την ανεργία και τη σκληρή λιτότητα. Αντιθέτως, κύριο γνώρισμα της απόφασης αποτελεί η διασφάλιση της βιωσιμότητας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης της κρίσης. Από τη συγκεκριμένη άποψη, η προοπτική της ήπιας αποκλιμάκωσης του χρέους σε ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας έχει εργαλειακό χαρακτήρα, με απώτερο στόχο την ολοκλήρωση των απαιτούμενων αλλαγών στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να εδραιωθεί ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου με χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων, υπερ-ευέλικτες εργασιακές σχέσεις (ως κατεξοχήν δίαυλος προσαρμογής των οικονομιών της Ευρωζώνης σε εξωτερικές διαταραχές) και εξαιρετικά περιορισμένο δημόσιο τομέα και κράτος πρόνοιας. Η διαχείριση του χρέους διευκολύνει συνολικότερα τους θεμελιώδεις στόχους της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης της Ε.Ε, της στρατηγικής «Ε.Ε. 2020», του Συμφώνου για το Ευρώ και συνολικότερα τη συμμόρφωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τους κανόνες του παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Η δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρεται εξάλλου εκτενώς στο νέο αυτό πλαίσιο άσκησης πολιτικής.

Υπενθυμίζεται παράλληλα ότι η εφαρμογή των διαδικασιών της νέας οικονομικής διακυβέρνησης δίνει την ευχέρεια στις ευρωπαϊκές αρχές για άμεση παρέμβαση σε πεδία πέραν της δημοσιονομικής πολιτικής (π.χ. εξέλιξη μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα), γεγονός που αναμένεται μεσομακροπρόθεσμα να δράσει υποστηρικτικά στην εδραίωση μιας σχεδόν μόνιμης εσωτερικής υποτίμησης.

Όσο για την περικοπή του χρέους, θα έχει μεν μικρή συμβολή στη βιωσιμότητά του, πλην όμως θα αποφέρει μεγάλο κέρδος στην τρόικα και στους υποψηφίους επενδυτές στην Ελλάδα, σε όρους αμεσότερου ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής και των «ευκαιριών» που προσφέρει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (όπως υποδεικνύει η αναφορά στη δήλωση της 26ης Οκτωβρίου στα έσοδα του προγράμματος «Ήλιος»).

Από την εσωτερική υποτίμηση στην ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας

Ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος που επιβάλλεται σήμερα υπό την απειλή της χρεωκοπίας δεν μπορεί να μείνει αναπάντητος. Η διερεύνηση εναλλακτικών προτάσεων διεξόδου από την κρίση, όπως η αποσαφήνιση ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, ανάγεται σε βασική προτεραιότητα. Εφόσον καταστεί αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, και εφόσον υπάρξει κρατικοποίηση, μπορούν να διερευνηθούν για παράδειγμα οι προοπτικές διαχείρισης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε μια λογική δημοσίου συμφέροντος. Ξεχωρίζουν τουλάχιστον δύο βασικά πεδία διεκδίκησης σε αυτή την κατεύθυνση:

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνολικότερα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου στη δεκαετία 2000 στηρίχθηκε σε μεγάλα εξωτερικά χρέη και ελλείμματα1.

Η απομάκρυνση στη σημερινή πολιτική συγκυρία της προοπτικής της ομοσπονδιοποίησης της Ευρώπης καθιστά μη θεμιτή την αναπαραγωγή του εν λόγω μοντέλου λόγω των σχέσεων εξάρτησης και υποταγής που δημιουργεί για τις ελλειμματικές χώρες. Το μοντέλο αυτό απορρίπτεται εξάλλου και σε θεσμικό επίπεδο. Πράγματι, η νέα οικονομική διακυβέρνηση επικρίνει τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες», διαθέτοντας πλέον την αρμοδιότητα να απαιτήσει μισθολογική λιτότητα στις χώρες που παρουσιάζουν εμπορικά ελλείμματα. Αντί να ρυθμίζονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες από την αγορά (market adjustment), θα ρυθμίζονται πολιτικά (policy adjustment), έτσι ώστε το βάρος της προσαρμογής να μεταβιβάζεται στους εργαζόμενους.

Συνεπώς, η αμιγώς ποσοτική προσέγγιση της ανάπτυξης που προβάλλουν οι υποστηρικτές πολιτικών αναθέρμανσης της οικονομίας (αύξηση μισθών, δημόσιων επενδύσεων, κ.λπ.) δεν συνιστά επαρκή πλέον συνθήκη για τη δημιουργία βιώσιμων συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, διότι θα προσκρούει στην άνοδο των εξωτερικών ελλειμμάτων και την απροθυμία των δανειστών να τα χρηματοδοτήσουν. Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο θα πρέπει επομένως να διασφαλίσει μια στοιχειώδη συνοχή μεταξύ τεσσάρων στόχων, ήτοι (1) υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (2) αύξηση μισθών, συντάξεων και δημόσιων επενδύσεων (3) αειφορία και (4) άμβλυνση των εξωτερικών ανισορροπιών.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση θα πρέπει ως εκ τούτου να προσανατολιστεί αφενός στην αύξηση των εξαγωγών και αφετέρου, όπου είναι τεχνολογικά εφικτό, στην υποκατάσταση των εισαγωγών, συμπεριλαμβανομένων και των ενεργειακών. Λόγω των συνεπειών της πολυετούς ύφεσης στον παραγωγικό ιστό, η παραγωγική ανασυγκρότηση επιτάσσει την επαναφορά μιας ανανεωμένης μορφής βιομηχανικής πολιτικής σε συνεργασία με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πληθαίνουν εξάλλου οι φωνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που τάσσονται υπέρ της επαναφοράς αναπτυξιακών εργαλείων ικανών να απαντήσουν στις έκτακτες ανάγκες που απορρέουν από την ένταση της κρίσης, την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής και τις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούν στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο οι αναδυόμενες οικονομίες2. Η διεθνής εμπειρία έχει καταγράψει εξάλλου περιπτώσεις χωρών που αναζήτησαν με επιτυχία διέξοδο από συνθήκες κρίσης μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης του παραγωγικού τους δυναμικού (π.χ. Φινλανδία, Ν. Κορέα).

Η έμφαση που δίνεται στις ποιοτικές πτυχές της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν αναιρεί τη σπουδαιότητα συμπληρωματικών μέτρων για την μείωση του χρέους όπως ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι τα ίδια τα χαρακτηριστικά της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας δύνανται να εξυπηρετήσουν τον στόχο μιας δικαιότερης κατανομής του παραγόμενου πλούτου. Η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των μεταξύ τους σχέσεων (με την συγκρότηση συστάδων, clusters), η χρηματοδότηση υφιστάμενων και αναδυόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων συνεταιριστικής μορφής σε όλους τους τομείς της οικονομίας και η στήριξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού με μεγαλύτερη διείσδυση και οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες μπορούν να στηρίξουν ταυτοχρόνως τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της προσφοράς όσο και την ιδιωτική κατανάλωση μέσω καλύτερης κατανομής του πλούτου.

Το μοντέλο ανάπτυξης που προωθούν αντιθέτως η ελληνική κυβέρνηση, η τρόικα και οι εγχώριες εργοδοτικές ενώσεις διακρίνεται από όξυνση των ανισοτήτων εξαιτίας της άνισης κατανομής του παραγόμενου πλούτου μεταξύ εργαζομένων και μεγάλων επιχειρήσεων, μεταξύ τοπικών κοινωνιών και μεγάλων τουριστικών επενδύσεων και μεταξύ καταναλωτών και ισχυρών ολιγοπωλιακών ομίλων.

1. Artus, P. (2011), “Le debt overhang des pays du Sud de la zone euro”, Flash Economie No 791, Natixis Recherche Economique, 24/10/2011.

2. Aghion, P. and al (2011) “Rethinking Industrial Policy”, Bruegel policy brief, Issue 2011/04.