Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
09/05/2006

ΑΣΕΠ: «Μεγάλο μέρος των συμβάσεων ανάθεσης έργου σε φυσικά πρόσωπα, στο δημόσιο τομέα της οικονομίας, υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία»

Κομισιόν: «Αρμόδια τα εθνικά δικαστήρια. Aν δεν μεταφέρουν ορθά κοινοτική οδηγία ελέγχονται για κακή διοικητική πρακτική»

Απάντηση Επιτρόπου Σπίντλα στον Δημήτρη Παπαδημούλη

Στις καταγγελίες του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) για τις «ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου» στο δημόσιο τομέα απαντά η Κομισιόν μετά από σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Δημήτρη Παπαδημούλη.

Πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Παπαδημούλης στην ερώτησή του έθετε υπόψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τις καταγγελίες του ΑΣΕΠ (Ετήσια Έκθεση 2004) ότι «μεγάλο μέρος των συμβάσεων ανάθεσης έργου σε φυσικά πρόσωπα, στον δημόσιο τομέα της οικονομίας, υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία» και ρωτούσε την Επιτροπή: «Τι θα θεωρούσε ως «περίπτωση γενικής διοικητικής κακής πρακτικής» δεδομένου ότι η πλέον αρμόδια ανεξάρτητη αρχή -το ΑΣΕΠ- διατυπώνει καταγγελίες για γενικευση των ψευδεπίγραφων συμβάσεων έργου, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την Οδηγία 99/70;»

Ο Επίτροπος κ. Σπίντλα, αρμόδιος για τις κοινωνικές υποθέσεις, απαντώντας στον Δημήτρη Παπαδημούλη αφού ανέφερε ότι «απουσία κοινού ορισμού του «εργαζομένου» σε κοινοτικό επίπεδο, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των κανόνων που μεταφέρουν την οδηγία εμπίπτει κατά πρώτο λόγο στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και των αρχών», τόνισε ότι: «Εάν στην Ελλάδα γίνεται ευρεία χρήση «ψευδεπίγραφων συμβάσεων έργου» στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία, εκείνοι που πρέπει κατά πρώτο λόγο να επιληφθούν της καταστάσεως είναι τα εθνικά δικαστήρια και οι αρχές». Επίσης, επισήμανε ότι: «Η μη εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια και τις αρχές των εθνικών κανόνων που έχουν θεσπιστεί για τη μεταφορά οδηγίας θεωρείται κακή διοικητική πρακτική, η οποία ενδεχομένως συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου για την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο το κράτος μέλος.»

Η πλήρης απάντηση του κ. Σπίντλα έχει ως εξής:

«Η μη εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια και τις αρχές των εθνικών κανόνων που έχουν θεσπιστεί για τη μεταφορά οδηγίας θεωρείται κακή διοικητική πρακτική, η οποία ενδεχομένως συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου για την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο το κράτος μέλος. Ωστόσο, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει λάβει χώρα η υποτιθέμενη εσφαλμένη πρακτική μπορούν να αξιολογηθούν μόνον βάσει των εκάστοτε γεγονότων και των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Όσον αφορά τις συγκεκριμένες καταγγελίες από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), στις οποίες αναφέρεται ο κ. βουλευτής, πρέπει κατ'αρχάς να υπογραμμιστεί ότι η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου για την εργασία ορισμένου χρόνου εφαρμόζεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση απασχόλησης ή εργασιακή σχέση όπως ορίζεται σε εθνικό επίπεδο. Απουσία κοινού ορισμού του «εργαζομένου» σε κοινοτικό επίπεδο, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν την οδηγία εμπίπτει κατά πρώτο λόγο στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και των αρχών. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι οι καταγγελίες του ΑΣΕΠ δεν δείχνουν ότι τα δικαστήρια και οι αρχές συστηματικά δεν εφαρμόζουν τους εθνικούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου.

Εάν στην Ελλάδα γίνεται ευρεία χρήση «ψευδεπίγραφων συμβάσεων έργου» στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία, εκείνοι που πρέπει κατά πρώτο λόγο να επιληφθούν της καταστάσεως είναι τα εθνικά δικαστήρια και οι αρχές.»

To Γραφείο Τύπου