Skip to main content.
01/04/2006

Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση στη δύνη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής. 'Αρθρο του Γιάννη Τόλιου στο περιοδικό "ΔΙΑΠΛΟΥΣ", τεύχος 13, Απρίλιος-Μάιος 2006

1. Εισαγωγή

Στην ΕΕ, μετά τη δημιουργία της ΟΝΕ, συντελούνται εξελίξεις που αλλάζουν σχεδόν την εικόνα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» των προηγούμενων δεκαετιών. Η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες, αποδιαρθρώνει τις εργασιακές σχέσεις, ενώ το «κράτος πρόνοιας» βρίσκεται υπό διωγμό. Βασικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος της τελευταίας 50ετίας καταργούνται ή αμφισβητούνται. Η προώθηση της ολοκλήρωση σε «βάθος» και «πλάτος» προωθείται κυρίως από τις δυνάμεις της αγοράς. Η στρατηγική της Λισσαβόνας απέτυχε τους στόχους της. Η επιμονή στην ίδια πολιτική δεν προοιωνίζει ευοίωνο μέλλον στους ευρωπαϊκούς λαούς. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν και ελπιδοφόρα στοιχεία. Η απόρριψη του ευρωσύνταγματος και «κατά βάση» της οδηγίας Bolkenstein, η μη έγκριση του αντικομμουνιστικού μνημονίου, η απόσυρση του νόμου Βιλπέν στη Γαλλία μετά την εξέγερση των νέων, η απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι από την εξουσία, η ισχυροποίηση της αριστεράς στη Γερμανία, η ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα, δημιουργούν αισιοδοξία ότι υπάρχουν δυνατότητες μιας καλύτερης πορείας στο μέλλον.

2. Προβλήματα και αντιθέσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Οι εξελίξεις στην ΕΕ, φέρνουν στο προσκήνιο νέα και παλιά ερωτήματα, για το χαρακτήρα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» και τη στρατηγική του αριστερού κινήματος στην Ευρώπη. Σε αυτό το σημείωμα θα διερευνήσουμε ορισμένα από αυτά, αφού πρώτα εξετάσουμε τις τελευταίες εξελίξεις και τις στρατηγικές επιδιώξεις των ηγετικών ελίτ του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες και τους όρους προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν είναι μόνο οι αλλαγές των εξωτερικών συνθηκών (κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του «διπολισμού», ανάδειξη των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη, κά), αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν αλλαγές στην ίδια την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος με την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης. Η ΕΕ παρά τα βήματα αυτοτέλειας, παραμένει σε μεγάλο βαθμό δέσμια του «ατλαντισμού». Οι ΗΠΑ διατηρούν ισχυρούς μοχλούς επίδρασης στις επιλογές της, σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, κλπ, επίπεδο, καθώς σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, κά. Ωστόσο η ΕΕ διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα που την κατατάσσουν δεύτερη δύναμη στον κόσμο. Παραμένει μεγάλη εμπορική και εξαγωγική δύναμη, με καλές σχέσεις σχεδόν με όλες τις χώρες του κόσμου και προνομιακές θα λέγαμε με Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Λατινική Αμερική, Αραβικές χώρες, ακόμα και με Κούβα. Η ολοκλήρωση σε «πλάτος», ενισχύει το ρόλο της στον κόσμο, ενώ οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές διαθέτουν παρουσία σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Σήμερα η ΕΕ αποτελεί βασικό κέντρο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του νέο-ιμπεριαλισμού στον κόσμο.

Ειδικότερα η διεύρυνση της ΕΕ προς στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τα Βαλκάνια, ενίσχυσε οικονομικά και γεωπολιτικά τη θέση της, ενώ στον προθάλαμο βρίσκονται μεταξύ άλλων, η Τουρκία και η Ουκρανία, με σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό βάρος. Ωστόσο η διεύρυνση προς ανατολάς, πραγματοποιήθηκε με δυσμενείς όρους για τις χώρες και τους λαούς της περιοχής. Πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεμονία του υπερεθνικού κεφαλαίου της ΕΕ, που τις μεταχειρίζεται σαν χώρες δεύτερης κατηγορίας. Συγκεκριμένα κατά τη μεταβατική περίοδο, δεν ενισχύθηκαν οικονομικά όπως άλλες, ενώ εφαρμόστηκαν ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η εκμετάλλευση του φθηνού εργατικού δυναμικού και η αξιοποίηση του ως αντίβαρο στις διεκδικήσεις των συνδικάτων, λειτουργεί αρνητικά τόσο για τους ίδιους όσος και στους όρους ζωής και εργασίας των εργαζόμενων της ΕΕ-15. Ανάλογοι φόβοι υπάρχουν από την ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας. Συνολικά με τη διεύρυνση, ενισχύθηκαν οι τάσεις μιας Ευρώπης «πολλών ταχυτήτων» και «ομόκεντρων κύκλων».

Από την άλλη η Ατζέντα της Λισσαβόνας, που έθετε ως στρατηγικό στόχο, την μετατροπή της ευρωπαϊκής οικονομίας ως το 2010, στην πιο «ανταγωνιστική, δυναμική, βασισμένη στη γνώση, ικανή για βιώσιμη ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες δουλειές και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγής 3% στη δεκαετία και επίτευξη πλήρους απασχόλησης», δεν δικαιώθηκε την πρώτη 5ετία του 2010. Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής ήταν πολύ ισχνός (1,5-2%), ενώ η ανεργία κινήθηκε σε υψηλά επίπεδα (8,7%), υψηλότερα από το 2001. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά μέσο όρο μόλις 1% το χρόνο, ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν το 2005 συνολικά μικρότερος από εκείνον του 2001. Επίσης ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού αυξήθηκε κατά 2,1%, ενώ οι αμοιβές των εργαζόμενων σε σταθερές τιμές μόλις 0,8%. Έτσι το μερίδιο των μισθωτών στο εθνικό εισόδημα περιορίστηκε στο 67,4% σε σχέση με 68,3% το 2000 (Ευρώπη-25). Τέλος το ποσοστό των φτωχών διευρύνθηκε (πάνω από το 15% του πληθυσμού) ενώ της παιδικής φτώχειας έφτασε στο 19% των παιδιών. Συνολικά οι μακροοικονομικές εξελίξεις στην πρώτη πενταετία, δεν δικαίωσαν κανέναν από τους στόχους της Ατζέντας. Βεβαίως στο ίδιο διάστημα υπήρξε νέα κυκλική κρίση (2001-2). Ωστόσο η δυναμική της αναζωογόνησης παραμένει ασθενής και δεν δημιουργεί αισιοδοξία σοβαρής ανόδου, στο μέλλον.

Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Κατά την πρόσφατη σύνοδο των αρχηγών κρατών-μελών τον Ιούνιο �05, διαφάνηκαν οι ασύμβατες επιδιώξεις βασικών εταίρων στις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ ως το 2013. Η μακρόχρονη απουσία κοινών πολιτικών (βιομηχανικής, εμπορικής, περιφερειακής, κοινωνικής, κλπ) και ανάλογων πόρων στήριξης τους, δείχνουν ότι η ολοκλήρωση σε βάθος έχει «κωλύσει» και αφήνεται στους μηχανισμούς της αγοράς. Η πιο αναπτυγμένη ευρωπαϊκή πολιτική, η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ), στην ουσία εγκαταλείπεται. Οι μικρομεσαίοι αγρότες θυσιάζονται στο βωμό των συμφερόντων των πολυεθνικών για τα βιομηχανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες. Η οικονομική σύγκλιση και η κοινωνική συνοχή, αντί να ενισχύεται αποδυναμώνεται, με τη συρρίκνωση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Από την άλλη ο νεοφιλελευθερισμός αποδιαρθρώνει το «κοινωνικό κράτος». Η άρνηση του «κοινωνικού κράτους» από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της έλλειψης αντίπαλου δέους λόγω κατάρρευσης του «υπαρκτού», αλλά κυρίως της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού και της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης των αγορών. Ο νόμος της αξίας και αντίστοιχα η τιμή της εργατικής δύναμης και του μέσου ποσοστού κέρδους, τείνει να διαμορφώνεται με βάση το διεθνή ανταγωνισμό, δημιουργώντας ισχυρές τάσεις εξίσωσης των αμοιβών και των δικαιωμάτων «προς τα κάτω» και σε δεξαμενή νέων κερδών σε όφελος κυρίως των πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων. Μόνο σε συνθήκες παγκόσμιας δημοκρατικής ρύθμισης των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, μπορούν να διασφαλιστούν όροι βαθμιαίας εξίσωσης των αμοιβών και δικαιωμάτων «προς τα πάνω».

3. Η στρατηγικές επιλογές των ισχυρών κύκλων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου

Παρά τα προβλήματα και τις αντιθέσεις, βασικός στόχος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ήταν και παραμένει, η ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, μέσω εντατικών διαδικασιών παραγωγής και ιδιοποίησης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Οι μηχανισμοί επίτευξης στόχου είναι: α) σταθερή προώθηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και κυρίως της περικοπής μισθών, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μερική και προσωρινή εργασία, ιδιωτικοποιήσεις, σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, κά, β) προώθηση της οδηγίας Μπολκενστάιν που αποσκοπεί στη δημιουργία θεσμικού πλαισίου εξίσωσης των εργατικών αμοιβών προς τα κάτω, γ) διεύρυνση της ΕΕ με νέες χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, δ) επιτάχυνση των διευρωπαϊκών, διατλαντικών και υπερεθνικών εξαγορών και συγχωνεύσεων και ενίσχυση της παρουσίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου προς Κίνα, Ινδία, Λατινική Αμερική, Αραβικές χώρες, ε) ανάπτυξη τεχνολογικών αιχμής και καινοτομιών, μεταφορντικά πρότυπα οργάνωσης, υποταγή των συστημάτων παιδείας, έρευνας-ανάπτυξης, στις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου, κα.

Έκφραση αυτής της στρατηγικής, είναι η εμμονή στην Ατζέντα της Λισσαβόνας. Στη νέα της εκδοχή η Ατζέντα, που φέρει τον τίτλο «νέα συνεργασία για την ανάπτυξη και την απασχόληση», έχει ως κεντρικό στόχο την παραπέρα φιλελευθεροποίηση των αγορών, σε βάρος κυρίως των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών. Ο στόχος, να γίνει η Ευρώπη πιο ανταγωνιστική, στηρίζεται κυρίως στη στρατηγική μείωση του κόστους εργασίας, ιδιωτικοποίηση της παιδείας και υγείας, υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κά, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τις απολύσεις και την ανασφάλεια. Με άλλα λόγια, η φιλολογία περί «συνεργασίας, απασχόλησης και ανάπτυξης» της νέας Ατζέντας, σημαίνουν στην πράξη βραδεία ανάπτυξη, υψηλή ανεργία και αυξανόμενες ανισότητες.

Από την άλλη, αντί για αύξηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού (τουλάχιστον 5-7% του ΑΕΠ για τη στήριξη κοινών πολιτικών), έχουμε φθίνουσα πορεία (από 1,27% του ΑΕΠ το 1999, σε 1,14% το 2004, με προοπτική το 1% ή λιγότερο το 2013). Ανορθολογική είναι επίσης η νέα διάθρωση των δαπανών, ιδιαίτερα για τον αγροτικό τομέα και την περιφερειακή ανάπτυξη. Ωστόσο η έλλειψη ευρωπαϊκών πολιτικών (κλαδικών, εσωτερικής αγοράς, ανταγωνισμού και κυρίως κοινωνικής πολιτικής), με αντίστοιχα κονδύλια, δεν ενισχύουν τη συνοχή της ΕΕ αλλά την αποδυναμώνουν.

Οι συγκεκριμένες επιλογές, δημιουργούν αντιστάσεις και κοινωνικές εντάσεις. Η απόρριψη του ευρωσυντάγματος και οι αντιδράσεις κατά της οδηγίας Μπολκενστάιν, δείχνει ότι οι ευρωπαίοι πολίτες βλέπουν την πορεία ολοκλήρωσης, ως απειλή για τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα. Η Γαλλία έγινε χώρα-ηφαίστειο, έκρηξης των αντιθέσεων της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο οι κυρίαρχες τάξεις δεν παραιτούνται του στόχου τους. Με νωπές τις μνήμες του Β� Παγκοσμίου πολέμου και τις πολιτικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν, εφαρμόζουν ευλύγιστη τακτική. Υποχωρούν στις αντιδράσεις να μην εξαγριώσουν το «θηρίο» και σπάσει τις αλυσίδες και οργανώνουν νέα αντεπίθεση. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, μετά το ΌΧΙ στο ευρωσύνταγμα, χαρακτήρισαν τον επόμενο χρόνο «περίοδο περισυλλογής» και επεξεργάστηκαν το «σχέδιο Δ» για «τη δημοκρατία, το διάλογο και τη δημόσια συζήτηση». Στην ουσία επιδιώκουν την «εκλαΐκευση» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και την εκτόνωση των αντιδράσεων, διατηρώντας τον «πυρήνα» της Ατζέντας και κυρίως την απελευθέρωση των αγορών, την ευελιξία στις αγορές εργασίας, την ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας, της δημόσιας παιδείας και ασφάλισης, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κά.

4. Η στρατηγική του εργατικού κινήματος

Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έχει θέσει από καιρό κρίσιμα ερωτήματα στρατηγικής και τακτικής του αριστερού κινήματος. Σε πολλά από αυτά έχουν ήδη δοθεί απαντήσεις, η ορθότητα των οποίων δοκιμάζεται στην πορεία του χρόνου. Ίσως θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε, μια διορατική επισήμανση του Μαρξ και Λένιν, σχετικά για την ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, που δείχνει την κατεύθυνση της εναλλακτικής στρατηγικής. Ειδικότερα ο Μαρξ αναφερόμενος στην εσωτερική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, επισημαίνει ότι ενυπάρχει τάση δημιουργίας «μιας μόνο εταιρίας κεφαλαιοκρατών» και ταυτόχρονα των όρων «απαλλοτρίωσης των απαλοτριωτών», ενώ ο Λένιν σημειώνει, ότι πριν φτάσει εκεί ο καπιταλισμός, «θα έχει μετατραπεί στο αντίθετο του», δηλαδή στο σοσιαλισμό.

Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σχετικά με την εναλλακτική στρατηγική, είναι το περιεχόμενο του οράματος της Ευρώπης για τους εργαζόμενους και τους λαούς της. Θα είναι μια Ευρώπη στο πρότυπο των ΗΠΑ, με το «ευρώ» στη θέση του «δολαρίου», την «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» στο ρόλο του «Federal Reserve», την «Europol» στο ρόλο του «FBI», του «ευρωστρατού» στο ρόλο του «πενταγώνου», κλπ, ή θα πρόκειται για μια Ευρώπη, της ειρήνης, της δημοκρατίας, της κοινωνικής ισότητας, της ισότιμης συνεργασίας των λαών, της σοσιαλιστικής προοπτικής; Στη βάση αυτού του οράματος πρέπει να δούμε, τα κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής. Και πρώτα απ' όλα το πρώτο κρίσιμο ζήτημα, της σύνδεσης της πάλης ανάμεσα στους άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους. Δηλαδή της σύνδεσης του αγώνα για βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, κλπ., με τον αγώνα απόκρουσης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της προώθησης ριζικότερων αλλαγών υπέρβασης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Κρίσιμος στοιχείο της σύνδεσης, είναι η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και η δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων κατάκτησης της εξουσίας και εφαρμογή ριζοσπαστικών μετασχηματισμών, σε όφελος των κοινωνικών δυνάμεων που δημιουργούν τον υλικό και πνευματικό πλούτο της κοινωνίας και πρώτα απ' όλα της εργατικής τάξης.

Κατά συνέπεια το πραγματικό δίλημμα δεν είναι αν χρειάζεται ή όχι ευρωσύνταγμα, αλλά τι είδους ευρωσύνταγμα. Οπωσδήποτε είμαστε αντίθετοι σε ένα ευρωσύνταγμα που βρίσκεται πίσω από τα σημερινά συντάγματα των χωρών της ΕΕ και που κατοχυρώνει θεσμικά το νεοφιλελευθερισμό, ενώ είμαστε υπέρ ενός ριζοσπαστικού ευρωσυντάγματος, που θα κατοχυρώνει και θα διευρύνει τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των εργαζόμενων και των ευρωπαϊκών λαών και που η ριζοσπαστικότητα του, δεν θα έχει άμεση σχέση με συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Επίσης το δίλημμα νεοφιλελευθερισμός ή κεϋνσιανισμός («ιρλανδικό» ή «σουηδικό» μοντέλο κατά την τρέχουσα πολιτική συγκυρία), λειτουργεί αποπροσανατολιστικά αν τεθεί μονοδιάστατα. Ο αγώνας κατά του νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να συνδέεται με την υπεράσπιση και διεύρυνση των κατακτήσεων και ταυτόχρονα με τον αγώνα για ριζικότερες αλλαγές και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να μένει αδιάφορο μεταξύ ενός συστήματος υγείας, τύπου ΗΠΑ ή Καναδά. Το πρώτο αποτελεί «αποθέωση» της αγοράς, ενώ το δεύτερο εξασφαλίζει δωρεάν βασικές υπηρεσίες υγείας σε όλους, χωρίς βεβαίως να είναι τέλειο, ούτε να αγνοούμε ότι υπάρχουν και καλύτερα. Αίτημα πάλης πρέπει να είναι η άμεση εφαρμογή του «σχετικά καλού» και προβολή του «καλύτερου» ως στρατηγική επιλογή. Κάτι ανάλογο ισχύει και με όλα τα άλλα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, περιφερειακής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής προστασίας, δικαιωμάτων, διεθνών σχέσεων, κά. Με άλλα λόγια το βάθος και το πλάτος της ριζοσπαστικότητας των αιτημάτων και των μορφών πάλης, δεν αποτελεί ζήτημα υποκειμενικής διάθεσης και βουλησιαρχίας, αλλά νηφάλιας θεώρησης της συγκεκριμένης πραγματικότητας, του επιπέδου ανάπτυξης της ταξικής πάλης και του γενικότερου συσχετισμού των δυνάμεων, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.

Με ανάλογο τρόπο πρέπει να δούμε το θέμα «διεύρυνση» της ΕΕ. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι το «ναι ή όχι» στη διεύρυνση, αλλά αν η συγκεκριμένη «διεύρυνση», θίγει ή όχι βασικές κατακτήσεις και δημιουργεί προϋποθέσεις ενίσχυσης τους, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει τη θέση των λαών και εργαζόμενων στις υπό διεύρυνση χώρες. Αν επιδίωξη της διεύρυνσης, είναι η ενίσχυση της τάσης εξίσωσης των μισθών, των κοινωνικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών «προς τα κάτω», ή επιβάλει επαχθείς και ανισότιμους όρους στις νέες χώρες, τότε είμαστε αντίθετοι. Μια τέτοια στάση, είναι σε όφελος των εργαζόμενων και των λαών, τόσο των παλαιών όσο και νέων χωρών. Με το ίδιο σκεπτικό απαντάμε και στο δίλημμα «μέσα ή έξω» από την ΕΕ. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το «εντός» ή το «εκτός», δεν σηματοδοτεί αυτόματα καλύτερες ή χειρότερες συνθήκες ταξικής πάλης. Στην οριστική επιλογή, λαμβάνουμε υπ� όψιν όλους τους παράγοντες που παίζουν κρίσιμο ρόλο στη συνολική πορεία και την τελική έκβαση του αγώνα και όχι αποσπασματικά, μεμονωμένα ή ευκαιριακά στοιχεία. Για αυτό θεωρούμε ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι καλύτερη επιλογή η αποχώρηση από την ΕΕ. Το σύνθημα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και οι πολλαπλές επισημάνσεις του Μαρξ, ότι «απέναντι στο ενωμένο μέτωπο του κεφαλαίου να αντιτάξουμε το ενωμένο μέτωπο της εργατικής τάξης», πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα.

Όσον αφορά τη θεωρία του «ασθενούς κρίκου» του Λένιν, που ανέπτυξε με βάση το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, διατηρεί από μεθοδολογική άποψη την αξία της. Ωστόσο στις μέρες μας τροποποιείται, τουλάχιστον για τις χώρες που συμμετέχουν σε διαδικασίες ολοκλήρωσης και κυρίως για τις μικρές. Όσο πιο μικρή είναι μια χώρα, τόσο ελαχιστοποιούνται, στις σημερινές συνθήκες, οι πιθανότητες να προχωρήσει μόνη της σε ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς, αγνοώντας τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, σε οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, γεωπολιτικό, κλπ, επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τελικά θα προχωρήσουν όλες μαζί. Χωρίς να κάνουμε ανεδαφικές υποθέσεις, είναι πολύ πιθανό μια μεγάλη χώρα ή ομάδα χωρών (αν όχι όλες μαζί), που διαθέτουν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις, να κινηθούν νικηφόρα προς ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Ένα ακόμα ερώτημα που απορρέει από τις παραπάνω επισημάνσεις, αφορά τους συγκεκριμένους άξονες εναλλακτικής πολιτικής, στη σημερινή φάση ολοκλήρωσης της ΕΕ και τους τρόπους προώθησης της. Ορισμένοι διερωτώνται αν η επιδίωξη αποτροπής των χειρότερων και η εξασφάλιση ορισμένων βελτιώσεων (με ανοικτές τις μελλοντικές προοπτικές), θα μπορούσε να ήταν κεντρικός προγραμματικός στόχος ενός αριστερού κόμματος στα πλαίσια της ΕΕ; Κατ� αρχήν εδώ πρέπει να γίνουν πιο καθαρά ορισμένα πράγματα. Αν μιλάμε για δημιουργία ενός «μπλοκ» πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που παλεύει με συνέπεια κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και των στρατηγικών επιλογών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που έχει επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών και παρεμβαίνει αγωνιστικά στα καθημερινά μέτωπα πάλης για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, που έχει ως στρατηγική επιδίωξη την υπέρβαση του καπιταλισμού και τη σοσιαλιστική προοπτική, τότε η συγκεκριμένη επιδίωξη όχι απλά είναι αποδεκτή, αλλά πρέπει να αποτελεί κεντρική επιλογή δράσης.

Χρειάζεται επίσης να γίνει καθαρό, ότι σ� αυτό το «μπλοκ» δυνάμεων, δεν υπάρχει χώρος για τις κυρίαρχες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και τα διάφορα κεντροαριστερά σχήματα, τα οποία στην ουσία αποδέχονται τις νεοφιλελεύθερες επιλογές. Οι εμπειρίες της τελευταίας δεκαετίας από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην ΕΕ (Σρέντερ/Γεμανία, Μπλερ/Αγγλία, Θαπατέρο/Ισπανία, Σημίτη/Ελλάδα, κόκ), ήταν αρκούντως διδικτικές, όπως και ορισμένων κετροαριστερών (Ζοσπέν/Γαλλία, ΝταΛέμα/Ιταλία), οι οποίες λειτούργησαν, στον ένα ή άλλο βαθμό, ως «μαξιλαράκι» στο νεοφιλελευθερισμό και άνοιξαν το δρόμο επιστροφής των δεξιών κομμάτων στην εξουσία, διαψεύδοντας τις προσδοκίες των αριστερών πολιτών. 'Αρα αυτό που χρειάζεται (σε κάθε χώρα και συνολικά στην ΕΕ), είναι η συσπείρωση όλων των αριστερών-ριζοσπαστικών δυνάμεων και η δημιουργία ενός «τρίτου πόλου», πραγματικά εναλλακτικού, στις διάφορες εκδοχές διαχείρισης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Σε αυτό το «μπλοκ» (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), έχουν θέση όλες οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, παρά τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές τους διαφορές. Όσα κόμματα και οργανώσεις, αρνούνται αυτήν την ιδέα, στο όνομα δήθεν της ιδεολογικής καθαρότητας, έχουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες, γιατί αντικειμενικά δυσκολεύουν την πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού.

Επειδή το παραπάνω συμπέρασμα ίσως από κάποιους να αμφισβητηθεί, θα φέρω ένα παράδειγμα, να γίνει πιο καθαρό. Αν ένας φορέας της ριζοσπαστικής αριστεράς (ανεξάρτητα αν είναι μεγάλος ή μικρός), υποστηρίζει θερμά την κυβέρνηση Τσάβες στη Βενεζουέλα και από την άλλη, απορρίπτει την ιδέα συσπείρωσης των αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα, είναι τουλάχιστον ανακόλουθος, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι στο «μπλοκ» εξουσίας της κυβέρνησης Τσάβε, οι κομμουνιστές αποτελούν μια μικρή συνιστώσα και η αριστερά δεν έχει συνολικά την πλειοψηφία. Παρ� όλα αυτά, όλοι συμφωνούν στο ριζοσπαστικό κυβερνητικό του πρόγραμμα, που είναι σε όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού και αντίθετο στην πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και τις πιέσεις της κυβέρνησης Μπους των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια δεν αρκούν τα συνθήματα και οι όρκοι «επαναστατικότητας», όταν μάλιστα βρίσκονται μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των λαϊκών μαζών, που αναζητούν μια αληθινά εναλλακτική και ρεαλιστική διέξοδο, στη νεοφιλελεύθερη πολιτική και στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.