Skip to main content.
01/12/2005

Συνέντευξη με το Γιάννη Τόλιο, μέλος της Π.Γ. του ΣΥΝ και υπεύθυνου σε ζητήματα Αγροτικής Πολιτικής στο περιοδικό ΓΕΩΡΓΙΑ-ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ, τεύχος 10/Δεκεμβρίου 2005

Πως βλέπεται το μέλλον της ευρωπαϊκής γεωργίας, μετά την πρόθεση κάποιων ηγετών της ΕΕ για περικοπή των αγροτικών επιδοτήσεων και συγχρηματοδότησης της ΚΑΠ;

Οι πρόσφατες συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (16-17/6/05) για τις δημοσιονομικές προοπτικές (προϋπολογισμό) της Κοινότητας στην περίοδο 2007-2013, έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το αγροτικό ζήτημα. Η εμμονή των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ στις περικοπές δαπανών για την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση, δείχνει εμμονή στις νεοφιλελεύθερες επιλογές που εξυπηρετούν κυρίως συμφέροντα των ισχυρών χωρών και των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ανώτατο όριο δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ, από 1,24% του ΑΕΠ την τελευταία πενταετία, κατέβηκε με τις προτάσεις της προεδρίας στο 1%. Στο επίκεντρο των περικοπών ήταν και πάλι οι αγροτικές δαπάνες. Παρ� ότι η σύνοδος δεν κατέληξε σε συμφωνία, είναι βέβαιο ότι μετά το 2008, θα υπάρξουν και νέες περικοπές, πέρα από αυτές που αποφασίστηκαν με την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2003. Ειδικότερα με τη συγκεκριμένη αναθεώρηση και την απόφαση «αποσύνδεσης» των επιδοτήσεων από την παραγωγή, την εφαρμογή της «διαφοροποίησης» (περικοπές σε επιδοτήσεις άνω 5.000 ευρώ ετησίως, κατά 3% το 2006, 4% το 2007 και 5% κατ� έτος ως το 2013) και παράλληλη εφαρμογή των «κριτηρίων πολλαπλής συμμόρφωσης», θα επέλθει βαρύ χτύπημα στο αγροτικό εισόδημα, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων παραγωγών και θα κάνει σχεδόν αδύνατη τη συνέχιση της δραστηριότητας τους για τη μεγάλη πλειοψηφία. Στόχος των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ, είναι η διατήρηση μεγάλων μόνο εκμεταλλεύσεων, ιδιαίτερα των κτηνοτροφικών επιχειρήσεων του βορρά, που θα παίρνουν και τον κύριο όγκο επιδοτήσεων και λειτουργούν «ανταγωνιστικά» στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά.

Πιστεύεται ότι οι αγρότες έχουν ενημερωθεί ουσιαστικά για τις αλλαγές που φέρνει η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ;

Ούτε οι αγρότες, ούτε η ελληνική κοινωνία έχουν ενημερωθεί για τις αλλαγές και τις συνέπειες εφαρμογής της. Αντίθετα έγιναν προσπάθειες εξωραϊσμού των επιλογών, τόσο από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και τη σημερινή της ΝΔ. Σοβαρές ευθύνες έχουν επίσης και οι γραφειοκρατικές ηγεσίες της ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και ΣΥΔΑΣΕ, που αντί να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των αγροτών, λειτουργούν ως μηχανισμοί στήριξης του δικομματισμού. Η απουσία ουσιαστικής ενημέρωσης και διαλόγου, στερεί μεταξύ άλλων και τη δυνατότητα έγκαιρης προετοιμασίας περιορισμού των συνεπειών και αξιοποίησης των όποιων δυνατοτήτων ανάπτυξης υπάρχουν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που επιχειρήθηκε η ενημέρωση και ο διάλογος (Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής), αξιοποιήθηκε κυρίως για επικοινωνιακούς σκοπούς.

Υπάρχει φόβος με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, να υπάρξει μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού στη χώρα μας;

Η κυβέρνηση της ΝΔ, με την άμεση στήριξη του ΠΑΣΟΚ, προχώρησε στην δυσμενέστερη εκδοχή εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, καταφεύγοντας την τελευταία στιγμή στην εύκολη λύση της «ολικής» αποδέσμευσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Πρόκειται για ενέργεια που θα επιφέρει δραματική μείωση της παραγωγής σε βασικά προϊόντα, μείωση του αγροτικού εισοδήματος και επιτάχυνση των διαδικασιών εγκατάλειψης της υπαίθρου, κυρίως ορεινών, μειονεκτικών και νησιώτικων περιοχών. Θα επιφέρει επίσης σοβαρούς κλυδωνισμούς (μείωση παραγωγής, απολύσεις, κλπ) σε κλάδους μεταποίησης προϊόντων (καπνού, βάμβακος κά), ερήμωση περιοχών, αύξηση εισαγωγών, ένταση διατροφικής εξάρτησης, κά. Βραχυχρόνια οι δυσμενείς επιπτώσεις, δεν θα είναι πολύ ορατές. Η χορήγηση ετήσιας εισοδηματικής ενίσχυσης, στο μέσο όρο επιδοτήσεων της τελευταίας τριετίας (2000-2003), ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη παραγωγής, εμφανίζεται για πολλούς αγρότες, ιδιαίτερα της προχωρημένης ηλικίας, ως μια ευκαιρία. Ωστόσο μακροπρόθεσμα, οι συνέπειες θα είναι άκρως αρνητικές και μη αντιστρέψιμες. Επιπλέον με τις διάφορες παρακρατήσεις (10-15%), τα πρόστιμα από τη μη εφαρμογή των κριτηρίων «πολλαπλής συμμόρφωσης», κά, περιορίζουν τις τελικές ενισχύσεις προς παραγωγούς. Συνολικά με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, θα επέλθουν σοβαρές αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο κάθε περιοχής, στις αντίστοιχες υποδομές, τις κεκτημένες παραγωγικές εμπειρίες, τις τοπικές συνήθειες, πολιτιστικές παραδόσεις, κά. Ωφελημένοι από τις επιλογές τις ΚΑΠ θα είναι μόνο μεγαλοπαραγωγοί σε βάρος των μικρομεσαίων. Η σημερινή ανορθολογική κατανομή των αγροτικών επιδοτήσεων (20% των μεγάλων παραγωγών απολαμβάνει το 80%), θα ενταθεί. Από την άλλη το σχόλασμα αγροτικών γαιών (πάνω από 10 εκατ. στρέμματα, κυρίως σε άνυδρες περιοχές), η μεταβίβαση δικαιωμάτων από τους μικρούς στους μεγάλους παραγωγούς και η μείωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, θα δυσκολέψουν την παραμονή των νέων στην ύπαιθρο αυξάνοντας την ανεργία. Αν σήμερα ο πληθυσμός στην ύπαιθρο αποτελεί το 14,5% του ενεργού πληθυσμού, το 2013 θα έχει μειωθεί στο 7%.!

Τα κονδύλια από τα ποσοστά παρακράτησης επιδοτήσεων, τα πρόστιμα πολλαπλής συμόρφωσης και τη διαφοροποίηση, πως θα αξιοποιηθούν; Πάνε στην αγροτική ανάπτυξη;

Τα ποσά από τη «διαφοροποίηση» (ετήσιες περικοπές επιδοτήσεων άνω των 5.000 ευρώ), θα πηγαίνουν κατά 80% στα κράτη μέλη (αυτό επιδίωκαν οι χώρες με καθαρή συμμετοχή, όπως η Αγγλία), ενώ το υπόλοιπο 20% θα ανακατανέμεται με κριτήρια σύγκλισης και συνοχής μέσα από προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης (η Ελλάδα προσδοκά πρόσθετη ενίσχυση που όμως δεν μπορεί να υπερβεί τα 75,7 εκατ.ευρώ). Όσον αφορά τα ποσά από πρόστιμα, κατά 25% παραμένουν στο κράτος μέλος και 75% πάει στο ταμείο ΦΕΟΓΚΑ (η Ελλάδα για ευνόητους λόγους θα έχει απώλειες πόρων). Τέλος όσον αφορά τις «παρακρατήσεις» (στο λάδι αγγίζουν 20%, στον καπνό 15%, σιτηρά 10%, βοοειδή 10%, αιγοπρόβατα 5%, κοκ), θα κατευθύνονται σε προγράμματα βελτίωσης ποιότητας, εμπορίας, περιβάλλοντος, αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών, κά. Στην ουσία οι μόνοι ωφελημένοι θα είναι μεγάλοι παραγωγοί και διάφορα γραφειοκρατικά κυκλώματα.

Το μοντέλο της νέας ΚΑΠ θα ενισχύσει περισσότερο τη φυτική ή την κτηνοτροφική παραγωγή; Πως θα επηρεαστούν τα βασικά μας προϊόντα;

Οι συνέπειες συνολικά θα είναι αρνητικές σε όλους τους τομείς, ενώ το χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα (κτηνοτροφική παραγωγή λιγότερο από 30% της φυτικής), θα διαιωνιστεί. Ξεκινώντας από τα λεγόμενα μεσογειακά προϊόντα, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει καπνοπαραγωγή, ενώ θα υποστεί σημαντική μείωση η παραγωγή βαμβακιού, λαδιού και ελιών. Περιορισμούς θα έχουμε επίσης στις αροτραίες καλλιέργειες (σιτηρά, κά), στο ρύζι, βοοειδή, αιγοπρόβατα, αμπελουργικά, τεύτλα, κά. Η μείωση της απασχόλησης δεν θα είναι μόνο στην αγροτική παραγωγή, αλλά και στις συνδεδεμένες δραστηριότητες (συσκευαστήρια- τυποποίηση- μεταποίηση- εμπορία, κά).

Πως κρίνεται τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη ζάχαρη; Τι επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν στην τευτλοκαλλιέργεια και στη βιομηχανία ζάχαρης στη χώρα μας;

Η αναθεώρηση της «κοινής οργάνωσης αγοράς» ζάχαρης, αποτελεί μια ακόμα αρνητική εξέλιξη στην πορεία εφαρμογής της νέας ΚΑΠ. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, προβλέπεται η μείωση της θεσμικής τιμής ζάχαρης, σε δύο χρόνια, κατά 39% (από 632 �/τόνος σε 385,5 �/τόνος) και της τιμής των τεύτλων κατά 42,6% (από 43,6�/τόνος σε 25�/τόνος). Η αποζημίωση προς τους παραγωγούς θα καλύπτει μόνο το 60% της περικοπής τιμών, ενώ παράλληλα προβλέπεται επιδότηση για εγκατάλειψη της τευτλοκαλλιέργειας και της παραγωγικής δραστηριότητας των ζαχαρουργείων. Η κυβέρνηση τον περασμένο Νοέμβρη, διαβεβαίωνε, μέσω του κ. Μπασιάκου, ότι χάρη στη σθεναρή της στάση, διασφαλίστηκαν τα συμφέροντα της χώρας. Τώρα σιωπά αποφεύγοντας οποιοδήποτε σχόλιο. Έμμεσα προσπαθεί να δικαιολογήσει τις εξελίξεις, επικαλούμενη τις διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ. Ωστόσο δεν υπάρχει καμιά συμφωνία που να δικαιολογεί αυτές τις επιλογές.

Η εφαρμογή των προτάσεων της Επιτροπής, θα έχει αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή, στην απασχόληση, το αγροτικό εισόδημα, το εμπορικό ισοζύγιο, κά. Από στους 20 χιλιάδες τευτλοπαραγωγούς και τους 3.000 εργαζόμενους στα ζαχαρουργεία, σε λίγα χρόνια θα έχουν μείνει οι μισοί. Μετά τη βέβαιη ερήμωση των περιοχών παραγωγής καπνού (Αγρίνιο, Φθιώτιδα, Ελασσόνα, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη), θα ακολουθήσει η ερήμωση των περιοχών παραγωγής ζάχαρης (Ημαθία, Λάρισα, Σέρρες, Ξάνθη και Ορεστιάδα). Κερδισμένοι από τις νέες ρυθμίσεις θα είναι οι ισχυρές εξαγωγικές χώρες ζάχαρης και τα μεγάλα αγροτοβιομηχανικά συγκροτήματα ζάχαρης στην ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία και Αγγλία, που ελέγχουν το 50% της παραγωγής). Ωστόσο η Ελλάδα διαθέτει τα εδαφικά και κλιματολογικά πλεονεκτήματα, για την παραγωγή αρίστης ποιότητας ζάχαρης και θα �πρεπε να στηριχτεί η παραγωγή της, με δεδομένη την ελλειμματικότητα της ΕΕ σε αυτό το προϊόν.

Από τα όσα έχουμε πει ως τώρα είναι φανερό ότι με τη νέα ΚΑΠ, θα έχουμε μείωση αγροτικής παραγωγής και καλλιεργούμενων εκτάσεων, συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και αρνητικές συνέπειες στην οικονομία. Εσείς τι πιστεύεται ότι πρέπει να γίνει; Μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση και με ποιο τρόπο;

Κατ� αρχήν θέλω να τονίσω, ότι ο Συνασπισμός απορρίπτει συνολικά τη «φιλοσοφία» της νέας ΚΑΠ, που αποτελεί το ευρωσύνταγμα του αγροτικού τομέα. Θεωρούμε ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ, όχι μόνο δεν πρέπει να μειωθούν, αλλά πρέπει βαθμιαία να αυξηθούν στο 5% του ΑΕΠ, ώστε να αυξηθούν τα κονδύλια για τον αγροτικό τομέα, την περιφερειακή ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τη διάσωση κρίσιμων κλάδων και την αντιμετώπιση προβλημάτων μειονεκτικών περιοχών. Παράλληλα σε εθνικό επίπεδο, χρειάζεται ριζική στροφή στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, ώστε να καταστεί δυνατή η απορρόφηση και η ορθολογική αξιοποίηση των κονδυλίων του Γ� και Δ� ΚΠΣ.

Επίσης ως Συνασπισμός θεωρούμε αναγκαία τη λήψη μέτρων για αξιοποίηση των δυνατοτήτων βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης με βάση τις διατροφικές ανάγκες της χώρας. Απορρίπτουμε την πολιτική αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή, δεδομένου ότι ατονεί το ενδιαφέρον στην ποιότητα και την ποσότητα των προϊόντων και επιταχύνει τις διαδικασίες αποδιάρθρωσης της υπαίθρου. Στο δύσκολο περιβάλλον που κινείται η ελληνική γεωργία δε βοηθάει ούτε η γενική καταγγελία, αλλά ούτε και η αμαχητί παράδοση στις νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΚΑΠ. Η αγροτική πολιτική, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής «αυτοδυναμίας» της χώρας σε τρόφιμα και την εξασφάλιση απασχόλησης των κατοίκων της υπαίθρου. Απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της «κοινοτικής προτίμησης» στα ελλειμματικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα «μεσογειακά» και την ανακατανομή κονδυλίων της ΚΑΠ, από τους μεγάλους παραγωγούς προς τους μικρο-μεσαίους και από τις χώρες του βορρά προς τις χώρες του μεσογειακού νότου. Τέλος θεωρεί αναγκαία τη δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών διαχείρισης της νέας ΚΑΠ, με αναβάθμιση των υπηρεσιών, ορθολογική και όχι πελατειακή διαχείριση των παρακρατούμενων πόρων.

Είμαστε επίσης αντίθετοι στις κατευθύνσεις και επιλογές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Τα αγροτικά προϊόντα και τα δημόσια αγαθά (νερό, υγεία, εκπαίδευση, κά), πρέπει να μείνουν έξω από τις «προκρούστιες» ρυθμίσεις του, γιατί αφορούν τους όρους επιβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Για να παίζει ο ΠΟΕ θετικό ρόλο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, πρέπει να λειτουργήσει δημοκρατικά και να έχει ως αφετηρία στην πολιτική του την προώθηση ισότιμων και αμοιβαία επωφελών οικονομικών σχέσεων μεταξύ χωρών, αντί να αποτελεί, με την «Παγκόσμια Τράπεζα» και το Δ.Ν.Τ., το «μακρύ χέρι» των πολυεθνικών και θεσμικό «πυλώνα» της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Επίσης πιστεύουμε ότι χρειάζονται άμεσα μέτρα αντιμετώπισης χρόνιων προβλημάτων του αγροτικού κόσμου. Το 2004, ήταν ένας χρόνος εφιαλτικός για τους έλληνες αγρότες και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η μείωση τιμών παραγωγού κατά 20-50% στα περισσότερα προϊόντα, η αύξηση του κόστους παραγωγής 6,5-7%, η αδυναμία διάθεσης μεγάλου όγκου της παραγωγής, οι μεγάλες εισαγωγές «εν πολλοίς» κακής ποιότητας προϊόντων από τρίτες χώρες, οι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις βασικών ειδών διατροφής 7-10% και διεύρυνση της ψαλίδας τιμών παραγωγού -καταναλωτή κατά 3-8 φορές, το άνοιγμα της πόρτας στα μεταλλαγμένα και η αύξηση των έμμεσων φόρων, έχουν επιφέρει βαρύ κτύπημα στο αγροτικό εισόδημα, όπως και των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις. Από την άλλη, η αυξανόμενη αβεβαιότητα για τις προοπτικές του αγροτικού τομέα, σε συνδυασμό με τα χρόνια προβλήματα ασφάλισης της αγροτικής παραγωγής, απουσίας γεωτεχνικής στήριξης, ο μόνιμος βραχνάς των πανωτοκίων, οι μεγάλες ελλείψεις έργων υποδομής, το «απολίθωμα» των αγροτικών συντάξεων, κά), δημιουργούν ένα κλίμα εγκατάλειψης και τάσεων φυγής από την ύπαιθρο.

Επίσης ο ΣΥΝ θεωρεί ότι χρειάζεται ριζική στροφή στην ασκούμενη αγροτική πολιτική και η λήψη άμεσων μέτρων στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών και ανάπτυξης της υπαίθρου. Ειδικότερα χρειάζεται ο έλεγχος εισαγωγών κυρίως από τρίτες χώρες, δραστικός περιορισμός της «ψαλίδας» τιμών παραγωγού-καταναλωτή, οργάνωση της διακίνησης και εμπορίας αγροτικών προϊόντων, μείωση κόστους παραγωγής, καθιέρωση νέου συστήματος χρηματοδότησης, ασφάλιση αγροτικής παραγωγής, ποιοτική βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, προσέγγιση αγροτικών συντάξεων προς τις κατώτατες συντάξεις του ΙΚΑ, ψήφιση νέου νόμου για τους συνεταιρισμούς, προγράμματα εκπαίδευσης και στήριξης νέων αγροτών, κά.

Επεξεργασία ολοκληρωμένου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης. λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες κλάδων και περιοχών, με συνδυασμό οριζόντιων και κάθετων δράσεων και στόχο την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής υπέρ των δυναμικών καλλιεργειών, την αλλαγή της σχέσης φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής υπέρ της τελευταίας, την ανάπτυξη της αλιείας και δασοκομίας με αυστηρή τήρηση οικολογικών κριτηρίων κά. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης λογικής, ότι η αγορά αποτελεί τον βασικό μοχλό ρύθμισης, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα, αλλά αναπόφευκτα τα αναπαράγει.

Εξασφάλιση των αναγκαίων και αποτελεσματικών μηχανισμών στήριξης του αγροτικού τομέα, ώστε να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν σωστά τα αγροτικά κονδύλια, από εθνικές και κοινοτικές πηγές, να προωθηθεί η αγροτική έρευνα, οι αγροτικές υποδομές σε έγγειο-βελτιωτικά έργα, οι κοινωνικές υπηρεσίες, κά. Εξασφάλιση επιστημονικής-τεχνικής στήριξη του αγροτικού κόσμου από τους γεωτεχνικούς. Επεξεργασία συγκεκριμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, κατά κλάδο και περιοχή, τυποποίηση και έλεγχο ποιότητας, προώθηση εξαγωγών, κά. Προώθηση της ποιοτικής γεωργίας, με στήριξη των «εγγυημένων παραδοσιακών προϊόντων» (ΕΠΠ), των «προϊόντων ονομασίας προέλευσης» (ΠΟΠ) και «προστασίας γεωγραφικής ένδειξης» (ΠΓΕ), καθώς των «προϊόντων ολοκληρωμένης διαχείρισης» και «βιολογικής γεωργίας», παράλληλα με την απαγόρευση της παραγωγής, εισαγωγής και εμπορίας «μεταλλαγμένων» προϊόντων στη χώρα μας.

Τέλος κρίσιμη προϋπόθεση στην προώθηση μιας εναλλακτικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα, θεωρεί την ανάπτυξη κινήματος αντίστασης των αγροτών, στις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της ΚΑΠ και τις επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτόν ακριβώς το ρόλο, έχουν από καιρό εγκαταλείψει οι ηγεσίες των «κορυφαίων» αγροτικών οργανώσεων (ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και ΣΥΔΑΣΕ). Ο Συνασπισμός τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης ενός ριζοσπαστικού κινήματος βάσης των μικρομεσαίων αγροτών και η προώθηση της κοινής δράσης με αντίστοιχες οργανώσεις μικρομεσαίων αγροτών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση μας, κ. Τόλιο, θα ήθελα να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα. Πρόσφατα η κυβέρνηση ψήφισε νόμο, στα πλαίσια σχετικής οδηγίας της ΕΕ (203/30), για τα βιοκαύσιμα. Πιστεύετε ότι η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών στην Ελλάδα, εκτός από την εξοικονόμηση ενέργειας, θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο στην ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και τη στήριξη του αγροτικού κόσμου;

Η παραγωγή βιοκαυσίμων θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Αυτό που ως τώρα έκανε ασύμφορη την παραγωγή τους, ήταν η βαριά φορολογία που διπλασίαζαν το κόστος παραγωγής τους. Ως πρώτη ύλη (βιομάζα), εκτός από στερεά απόβλητα, δασικά απόβλητα, γεωργικά παραπροϊόντα, κά, μπορούν να αξιοποιηθούν σαγχαρούχα, κυτταρινούχα και αμυλούχα φυτά. Ειδικότερα στην παραγωγή βιοντίζελ (πετρέλαιο), μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως ελαιοκράμβη και ηλίανθος, ενώ στην παραγωγή βιοαιθανόλης (βενζίνη), κυρίως τεύτλα, γλυκό σόργο κά. Στην Ελλάδα παράγουμε ποσότητες ηλίανθου, αλλά καθόλου ελαιοκράμβη (φυτό παρόμοιο με τη βρούβα). Επίσης παράγουμε ζαχαρότευτλα, αλλά περιορισμένες ποσότητες γλυκού σόργου. Κατά συνέπεια θα μπορούσε η ανάπτυξη αυτών των καλλιεργειών, να δώσει μια διέξοδο απασχόλησης και εισοδήματος σε ορισμένες περιοχές. Χρειάζεται ωστόσο συγκεκριμένο πιλοτικό πρόγραμμα (ποιες περιοχές, έκταση, όγκος παραγωγής, τιμές προϊόντων, κά) και όχι να μείνουμε απλώς σε επίπεδο ευχών και διακηρύξεων. Ο αγροτικός τομέας χρειάζεται συγκεκριμένη πολιτική και τη στήριξη του αγροτικού κόσμου, αντί να επικαλούμαστε τις «θαυματουργές ιδιότητες» των δυνάμεων της αγοράς, που στην ουσία δρουν αποδιαρθρωτικά για τον αγροτικό τομέα, σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών.