Skip to main content.
01/11/2005

Οι βασικοί πυλώνες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. 'Αρθρου του Γιάννη Τόλιου στο περιοδικό «Διάπλους», τεύχος 8, Οκτώβρης-Νοέμβρης 2005

του , οικονομολόγου-ερευνητή

'Αρθρο 

1. Εισαγωγή

Η συζήτηση για την «παγκοσμιοποίηση», φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη διερεύνησης ενός κρίσιμου ερωτήματος. Κατά πόσο ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει περάσει σε νέα βαθμίδα/φάση εξέλιξης του. Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε χρειάζεται να δούμε, ποια είναι τα νέα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και ποια η σχέση τους με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ποιες κοινωνικές δυνάμεις και μηχανισμοί την προωθούν και τέλος ποιο το εναλλακτικό πλαίσιο υπέρβασης; Η διερεύνηση των πιο πάνω ερωτημάτων προϋποθέτει, από μεθοδολογική άποψη την εξέταση, των αλλαγών στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (νέες τεχνολογίες, μορφές οργάνωσης παραγωγής, νέα υλικά, νέες ειδικότητες, κλπ) και συνακόλουθα τις αντίστοιχες αναπροσαρμογές (μορφές κίνησης) των καπιταλιστικών σχέσεων, καθώς και των όρων υπέρβασης τους. Θα προσπαθήσουμε στα όρια του σημειώματος, να καταθέσουμε του προβληματισμούς μας, στα πλαίσια της αναζήτησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, πειστικών απαντήσεων σε κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής του αριστερού κινήματος.

2. Νέα βαθμίδα εξέλιξης του καπιταλισμού, νέο μοντέλο οικονομικής διαχείρισης

Η κυρίαρχη μορφή οικονομικών σχέσεων που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ήταν σε σχέση με τον τύπο οργάνωσης της παραγωγής ο «φορντισμός» και σε σχέση με τον τύπο οικονομικής διαχείρισης ο «κευνσιανισμός». Ωστόσο από τα μέσα της δεκαετίας του '70, το συγκεκριμένο μοντέλο οδηγήθηκε σε βαθιά κρίση, που ήταν ταυτόχρονα κρίση του όλου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων με προεκτάσεις στο περιβάλλον. Οι αιτίες της κρίσης συνδέονταν με τις γενικότερες αλλαγές στους όρους αξιοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου, κάτω από την επίδραση των νέων τεχνολογιών και περάσματος της οικονομίας σε νέα τεχνολογική βάση, την επιτάχυνση των διαδικασιών διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης της οικονομικής ζωής, καθώς και των αδιεξόδων του κρατικο-μονοπωλιακού μοντέλου διαχείρισης της οικονομίας. Με λίγα λόγια βαθύτερη αιτία ήταν η αυξανόμενη αναντιστοιχία του νέου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των διαμορφωμένων σχέσεων παραγωγής, πρώτα απ' όλα των σχέσεων οικονομικής διαχείρισης, γεγονός που οδήγησε σε αναζήτηση νέων καταλληλότερων μορφών κίνησης τους, στηριγμένες στις θεωρητικές προσεγγίσεις του νεοφιλελευθερισμού.

Ειδικότερα η ανάπτυξη και χρήση των νέων τεχνολογιών, επέφερε από τις αρχές δεκαετίας '80, βαθιές αλλαγές στις διαδικασίες παραγωγής, στην οργάνωση της κοινωνικής εργασίας, στο είδος και στην ποιότητα των τελικών προϊόντων, στην οργάνωση και διεύθυνση των επιχειρήσεων, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στις συναλλαγές, στις υπηρεσίες και γενικά σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ειδικότερα στον τομέα της βιομηχανικής οργάνωσης, οι αλλαγές εκδηλώνονται με βαθμιαίο πέρασμα από το άκαμπτο «φορντικό» μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής, σε νέα συστήματα οργάνωσης τα λεγόμενα «νεο-φορντικά» ή «μετα-φορντικά», με κύριο χαρακτηριστικό τη μεγαλύτερη «ευελιξία», χωρίς να σημαίνει και πλήρη εγκατάλειψη της «μαζικής» και «τυποποιημένης» παραγωγής.

Κάτω από την πίεση των παραπάνω εξελίξεων, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, από αρχές δεκαετίας '80 άρχισαν εκτεταμένες διαδικασίες τεχνολογικής ανανέωσης του πάγιου κεφαλαίου και δημιουργίας νέας τεχνολογικής βάσης παραγωγής, στηριγμένης στην ηλεκτρονική και πληροφορική, καθώς και το πέρασμα στην "εντατικού τύπου" αναπαραγωγή (εξοικονόμηση πόρων), με αποτέλεσμα ο ηγετικός ρόλος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, να περάσει από τους παραδοσιακούς κλάδους στους κλάδους μικροηλεκτρονικής και πληροφορικής.

Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και το βαθμιαίο πέρασμα των επιχειρήσεων σε νέα τεχνολογική βάση, προκάλεσε βαθιές αλλαγές στην υπάρχουσα μονοπωλιακή διάρθρωση και στις οργανωτικο-διαρθρωτικές μορφές συσσώρευσης κεφαλαίου. Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν οι εξαγορές και συγχωνεύσεις, με ισχυροποίηση της δύναμης ορισμένων μονοπωλιακών ενώσεων και αποδυνάμωση (μέχρι και απώλεια) της μονοπωλιακής θέσης άλλων, με αντίστοιχες ανακατατάξεις στη κορυφή της βιομηχανικής πυραμίδας. Όσον αφορά την πολυκλαδική δομή των μονοπωλιακών ομίλων (που απορρέει από τη διαφοροποίηση της παραγωγής), δεν περιορίζεται, αλλά κατά κανόνα αναπαράγεται με νέα ένταση και νέες μορφές, ενισχύοντας παράλληλα την πολυεθνική τους διάσταση.

Ωστόσο τα πλεονεκτήματα από την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και τη δημιουργική δύναμη της εργασίας, αξιοποιούνται ως πρόσθετη πηγή συσσώρευσης κεφαλαίων και έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων. Η αντικειμενική πολλές φορές ανάγκη αναπροσαρμογής των εργασιακών σχέσεων, αποτελεί για την εργοδοσία «άλλοθι» για την αφαίρεση κατακτήσεων και την επίθεση σε βασικά δικαιώματα των εργαζόμενων, ενώ η εφαρμογή εύκαμπτων μορφών απασχόλησης, αποτελεί μηχανισμό αύξησης της υπεραξίας και απόσπασης όχι μόνο του «πρόσθετου» αλλά μερικές φορές μέρους του «αναγκαίου» προϊόντος.

3. Το παγκόσμιο δίκτυο των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Τα σύγχρονα άλογα που σέρνουν το άρμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης

Σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της αναδιάρθρωσης των μονοπωλιακών και πολυκλαδικών ομίλων, είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας διεθνοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα η εξαγωγή κεφαλαίου με τη μορφή άμεσων επενδύσεων, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα διεθνοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» της παραγωγής και του κεφαλαίου και της δημιουργίας μονιμότερων δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγκεκριμένες διαδικασίες αναπτύσσονται στα πλαίσια των πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων.

Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ (World Investment Report, 2003), το 2002 υπήρχαν στον κόσμο 64.000 πολυεθνικοί όμιλοι (μεγάλοι και μικροί), με 870.000 θυγατρικές και με συνολικό ενεργητικό 7 τρις δολ. Από το σύνολο των πολυεθνικών ομίλων, οι 34.291 μητρικές είχαν την έδρα τους στην ΕΕ, ενώ στο έδαφος της λειτουργούσαν 65.460 θυγατρικές ξένων πολυεθνικών (στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 155 μητρικές και 697 ξένες θυγατρικές). Από την άλλη 3.235 μητρικές είχαν την έδρα τους στις ΗΠΑ, ενώ λειτουργούσαν στο έδαφος της 15.712 θυγατρικές ξένων πολυεθνικών. Αντίθετα στις αναπτυσσόμενες χώρες, είχαν την έδρα τους 13.936 μητρικές και λειτουργούσαν 517.611 θυγατρικές ξένων πολυεθνικών. Όσον αφορά τις πωλήσεις, στο σύνολο των πολυεθνικών, ανέρχονταν σε 18 τρις δολ., ενώ το συνολικό ύψος των παγκόσμιων εξαγωγών ήταν 8 τρις δολ. Επίσης η απασχόληση ξεπερνούσε τα 53 εκατ.άτομα, σε σχέση με 24 εκατ. το 1994 και 19 εκατ. το 1982.

Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία των θυγατρικών στις ξένες χώρες, ανέρχονταν σε 3,4 τρις δολ, που αντιστοιχεί στο 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τέλος όσον αφορά τις «άμεσες ξένες επενδύσεις» (ΑΞΕ) στο εξωτερικό, ήταν πιο σημαντικές απ� ότι το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών. Παρ� ότι το 2001-02 παρουσίασαν κάμψη, λόγω της διεθνούς ύφεσης, το ύψος τους ανήλθε στο 651 δις δολ., όσο ήταν το 1998. Τα 2/3 ήταν στις αναπτυγμένες χώρες, τόσο από πλευράς ιδιοκτησίας όσο και περιοχών δράσης. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ΑΞΕ στον κόσμο (το ύψος τους το 2002 ξεπερνούσε τα 3,4 τρις δολ. σε σχέση με 1,5 τρις δολ. των ΗΠΑ). Από την άλλη, η εισροή ΑΞΕ στις αναπτυσσόμενες χώρες, ανήλθαν στο 1/3 του ΑΕΠ τους σε σχέση με 18% το 1980, ενώ οι εκροές ανήλθαν 13%, σε σχέση με 3% το 1980. Τέλος το μερίδιο των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ιαπωνίας, στο σύνολο των εισροών-εκροών ΑΞΕ, παραμένει σε ποσοστό, σταθερό τα τελευταία χρόνια. (ΟΗΕ. World Investment Report, 2003). Όλα τα παραπάνω δίνουν μια εικόνα των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης που συντελούνται μέσα από τη δράση των πολυεθνικών εταιριών.

Σημαντικό ρόλο στην διεθνική διαπλοκή των επιχειρηματικών ομίλων, παίζουν επίσης οι εξαγορές και συγχωνεύσεις. Παρ� ότι στο διάστημα 2001-2002, ο αριθμός τους, λόγω ύφεσης, μειώθηκε, παραμένει βασικός παράγοντας ενίσχυσης της διεθνικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Στο διάστημα 1990-95 η αύξηση τους ήταν 24%, ενώ στο διάστημα 1996-2000 ήταν 51,5%. (ΟΗΕ:WIR, 2003) Τέλος σοβαρό ρόλο στην αναδιάρθρωση της εθνικής μονοπωλιακής δομής και ενίσχυσης της δύναμης των πολυεθνικών ομίλων, παίζει η προώθηση της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων (κρατικών επιχειρήσεων και κρατικο-μονοπωλιακών ομίλων), τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η επιτάχυνση των διαδικασιών «παγκοσμιοποίησης», επιφέρει σημαντικές αναδιαρθρώσεις και στη σύνθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη διαδικασία έχει δύο όψεις. Από τη μια η αυξανόμενη «πολυκλαδικότητα» (αλληλοσύνδεση μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε διάφορους τομείς δραστηριότητας) και από την άλλη η αυξανόμενη «πολυεθνικότητα» (παρουσία σε πολλές χώρες και συνύφανσης κεφαλαίων διαφορετικών χωρών), η οποία και σηματοδοτεί τη σημαντικότερη πλευρά της ανασύνθεσης του. Ειδικότερα οι στενές σχέσεις πολυεθνικών τραπεζών και μεγάλων πολυεθνικών εταιριών (για τον έλεγχο αγορών και την εξασφάλιση υψηλών κερδών), δημιουργούν νέα μορφή χρηματιστικού κεφαλαίου, το «διεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο». Στα πλαίσια του τελευταίου, το παραγωγικό και πιστωτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο από διάφορες χώρες, όλο και περισσότερο αποσπάται από τον «εθνικό κορμό» και μετασχηματίζεται σε κοσμοπολίτικους ή «παγκοσμιοποιημένους» οικονομικούς ομίλους.

Οι αλλαγές στη διάρθρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου και η ενίσχυση της δύναμης των πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, επιφέρουν αλλαγές και στη σύνθεση της «οικονομικής ελίτ» και στις σχέσεις της τελευταίας με την πολιτική εξουσία. Όλο και περισσότερο ενισχύουν τη θέση τους εκείνα τα τμήματα της οικονομικής ελίτ που από άποψη οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, συνδέονται στενά με τη δράση των πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων και τα οποία σε πολιτικό επίπεδο, επιδιώκουν τη δημιουργία ή ενίσχυση, θεσμικών ή άτυπων οργάνων, προώθησης των άμεσων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους.

4. Θεσμικοί και «άτυποι» μηχανισμοί προώθησης της νεοφιλελεύθερης

παγκοσμιοποίησης

Μιλώντας για τους «θεσμικούς» και «άτυπους» μηχανισμούς προώθησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μεγάλη σημασία έχει ο προσδιορισμός του ρόλου που παίζει ο καθένας. Στους «θεσμικούς» βασικό ρόλο παίζουν το «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΔΝΤ), η «Παγκόσμια Τράπεζα» (ΠΤ) και ο «Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου» (ΠΟΕ), καθώς και διάφοροι άλλοι οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, ενώ στους «άτυπους», οι επιχειρηματικοί φορείς και οι διάφορες χαλαρές «ενώσεις» εκπροσώπων της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Ειδικότερα στους επιχειρηματικούς φορείς, εκτός από αυτή καθ� αυτή τη δράση των πολυεθνικών εταιριών, σοβαρό ρόλο παίζουν, οι διάφορες ενώσεις (λέσχες, φόρουμ, επιτροπές, κ.ά.), στις οποίες συμμετέχουν ισχυροί διεθνείς οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες. Πρόκειται κατ� αρχήν για το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» (World Economic Forum) του Νταβός Ελβετίας, τις διεθνείς συναντήσεις των μελών της «Λέσχης Μπίντελμπεργκ» (The Bilderberg Club), οι συναντήσεις της «Στρογγυλής Τράπεζας των Ευρωπαίων Βιομηχάνων» (The European Round Table of Industrialists), οι σύνοδοι του «Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου» (The International Chamber of Commerce), κ.ά. Όσον αφορά σε πολιτικό επίπεδο, αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι συναντήσεις των ηγετών των G-8, ενώ σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο οι σύνοδοι του ΝΑΤΟ. Τέλος στις διαδικασίες περιφερειακών ολοκληρώσεων (προωθημένη βαθμίδα παγκοσμιοποίησης σε περιφερειακό επίπεδο), εκτός από την ΕΕ στην Ευρώπη, σοβαρό ρόλο παίζουν η NAFTA στη Β.Αμερική (North America Free Trade Agreement), η FTAA για όλη την Αμερική (Free Trade Agreement of America), η ΑSEAN (τελωνειακή ένωση των χωρών του Ειρηνικού), κ.ά. Εδώ θα περιοριστούμε μόνο σε συνοπτική εξέταση της δράσης του ΔΝΤ, της ΠΤ και του ΠΟΕ, σε σχέση με τις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

5. ΔΝΤ - ΠΤ - ΠΟΕ: Οι τρεις θεσμικοί πυλώνες της παγκοσμιοποίησης

Αρχικά οι τρεις οργανισμοί δημιουργήθηκαν στα πλαίσια του ΟΗΕ, μετά το Β� παγκόσμιο πόλεμο (ο ΠΟΕ είχε αρχικά τη μορφή της GATT), για τη ρύθμιση των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία τους, έπαιζαν και παίζουν οι ΗΠΑ και οι μεγάλες χώρες της Ε.Ε. (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία), όπως και η Ιαπωνία. Στις σημερινές συνθήκες, οι τρεις οργανισμοί χρησιμοποιούνται ως βασικοί πυλώνες προώθησης του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικότερα όσον αφορά το Δ.Ν.Τ., έχει ως κύρια αποστολή, τη ρύθμιση των διεθνών νομισματικών σχέσεων (αποθεματικά ασφαλείας-SDR, νομισματικές ισοτιμίες, κά), τη χορήγηση δανείων για αντιμετώπιση ανισορροπιών του ισοζυγίου πληρωμών, την επεξεργασία μέτρων οικονομικής πολιτικής για «εξυγίανση» οικονομιών, τις υποδείξεις, συμβουλές, εκθέσεις, μελέτες, σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, κά.

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι η αναγκαιότητα ύπαρξης του Δ.Ν.Τ., όσο η κατεύθυνση και τα αποτελέσματα της δράσης του. Για παράδειγμα στο προσχέδιο της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα («Εξπρές», 21 Σεπτέμβρη 2005), οι εκπρόσωποι του αφού επαινούν την κυβέρνηση για την οικονομική της πολιτική και ειδικότερα για τις «μεταρρυθμίσεις» στα εργασιακά που προώθησε πρόσφατα, θεωρούν ότι όλα αυτά δεν φτάνουν και ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να συνεχιστεί επί σειρά ετών για να εκμηδενιστεί το έλλειμμα, να γίνει μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, παραπέρα διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, στο δημόσιο τομέα», κά. Τέλος στο μόνιμο οπλοστάσιο των «συνταγών» του Δ.Ν.Τ., είναι η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών δράσης των πολυεθνικών (άμεσες ξένες επενδύσεις), οι περιοριστικές πολιτικές μισθών, η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων, η πολιτική υποτίμησης του νομίσματος, οι πολιτικές δανεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές, καθώς και ειδικά μέτρα ανάλογα με τις χώρες που αναφέρεται. Στην ουσία το Δ.Ν.Τ. λειτουργεί ως μηχανισμός ληστείας και εκμετάλλευσης ιδιαίτερα των αναπτυσσόμενων χωρών.

Όσον αφορά την Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ), οι δραστηριότητες της συνδέονται με τη χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων, την επεξεργασία αναπτυξιακών προγραμμάτων, τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για ξένες επενδύσεις, τις υποδείξεις για εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών υγείας, κά. Σημαντικό μέρος της δράσης της περνάει μέσα από τους 5 θυγατρικούς οργανισμούς: α) την IRBD-International Bank for Reconstruction and Development (χορηγεί δάνεια και αναπτυξιακή βοήθεια), β) την IDA-International Development Association (χορηγεί ορισμένα δάνεια κυρίως σε φτωχές χώρες), γ) την IFC- International Funding Corporation (χρηματοδοτεί κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις στις αναπτυγμένες χώρες), δ) την MIGA-Multirateral Investment Guarantee Agency (παρέχει εγγυήσεις για δάνεια σε αναπτυσσόμενες χώρες και τέλος ε) το ICSID-International Center for Settlement on Investment Dispute (προβαίνει σε διεθνείς διακανονισμούς). Η Π.Τ. συνδέει τη στήριξη των «αναπτυξιακών προγραμμάτων» με διάφορες δεσμεύσεις (διευκόλυνση ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού από πολυεθνικές, χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων, ιδιωτικοποίηση δημοσίων οργανισμών, μείωση της κρατικής παρέμβασης, κά). Ειδικότερα η εφαρμογή του προγράμματος «διαρθρωτικής προσαρμογής» που προωθεί από αρχές δεκαετίας �90 στις αναπτυσσόμενες χώρες, οδήγησε σε οπισθοδρόμηση την ανάπτυξη τους, ενώ η φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου και η εγκατάλειψη της πολιτικής υποκατάστασης των εισαγωγών, παρεμπόδισε την εκβιομηχάνιση τους. Από την άλλη η παραχώρηση ευνοϊκών καθεστώτων στις πολυεθνικές, αποδυνάμωσε τις προσπάθειες ανάπτυξης κρίσιμων κλάδων των οικονομιών τους.

Όσον αφορά τον «Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου» (ΠΟΕ), ο θεσμικός του ρόλος, συνδέεται κυρίως με τις διαδικασίες απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου (δασμούς, τέλη, ποσοτικούς περιορισμούς κά), την προώθηση της «βιώσιμης ανάπτυξης», την απελευθέρωση των υπηρεσιών, την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, κά. Ωστόσο οι ρυθμίσεις του εξυπηρετούν κυρίως τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, της ΕΕ και Ιαπωνίας. Αυτό εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Κανκούν Μεξικού το 2003, όπου υπήρξε για πρώτη φορά, καθολική αντίδραση των αναπτυσσομένων χωρών, τόσο με την ομάδα των G-20 (Κίνας, Ινδίας, Ν.Αφρικής, Αργεντινής, κλπ), όσο και την ομάδα των λιγότερο αναπτυγμένων G-90 (φτωχών χωρών της Αφρικής και Ασίας).

Ειδικότερα το πεδίο σύγκρουσης στο Κανκούν ήταν στα θέματα του «Γύρου της Ντόχα» και κυρίως στην απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων. Το πακέτο της Ντόχα θα τεθεί και πάλι στο νέο γύρο διαπραγματεύσεων στο Χονγκ-Κονγκ, στις 13-18 Δεκέμβρη 2005, όπως και το συνολικό πακέτο θεμάτων του λεγόμενου πλαισίου της Σιγκαπούρης. Παρά την κατ' αρχήν συμφωνία στο διαπραγματευτικό πλαίσιο της συνάντησης στο Χονγκ-Κονγκ και τις οριακές υποχωρήσεις των ΗΠΑ και ΕΕ, στην ουσία δεν έχει επέλθει καμία συμφωνία στα θέματα που υπήρξε διαφωνία στο Κανκούν.