Skip to main content.
30/01/2005

Αγροτική κρίση, κινητοποιήσεις αγροτών και Αγροτική Πολιτική. 'Αρθρο του Γιάννη Τόλιου.

Οι κινητοποιήσεις των βαμβακοπαραγωγών, φέρνουν με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τη βαθιά κρίση της ελληνικής γεωργίας και τις δυσοίωνες προοπτικές για υπέρβαση της στο μέλλον. Η χρόνια στασιμότητα της παραγωγής λόγω περιορισμών και ποσοστώσεων, οι αυξανόμενες εισαγωγές (διπλασιασμός εμπορικού ελλείμματος αγροτικών προϊόντων 2001-04), η συνεχής αύξηση του κόστους παραγωγής (7,5% το 2004) και η πτώση τιμών παραγωγού (από 20-50% το 2004), σε συνδυασμό με την αδυναμία διάθεσης των προϊόντων, έχουν οδηγήσει σε μεγάλη συρρίκνωση το αγροτικό εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών. Παράλληλα η χρόνια απουσία προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, οι χαμηλές επενδύσεις υλικοτεχνικής και κοινωνικής υποδομής, ο ανορθολογικός τρόπος κατανομής των επιδοτήσεων, η αυξανόμενη εξάρτηση από τις πολυεθνικές σε σπορογενετικό υλικό, το άνοιγμα της ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή, η κατάσταση διάλυσης των γεωτεχνικών υπηρεσιών του υπουργείου Γεωργίας, αποτελούν όψεις του ίδιου προβλήματος. Κύρια ευθύνη για την κρίση έχουν οι πολιτικές των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που παρά την εναλλαγή τους στην εξουσία, εφαρμόζουν στην πράξη την ίδια πολιτική. Μεγάλες είναι επίσης οι ευθύνες της «κοινής αγροτικής πολιτικής» (ΚΑΠ) της Ε.Ε. (ποσοστώσεις, πρόστιμα συνυπευθυνότητας, μείωση δαπανών στήριξης) και οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις που προωθεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ).

Γιατί έχουν δίκαιο οι βαμβακοπαραγωγοί;

Η κρίση στο βαμβάκι, αποτελεί εκδήλωση της γενικότερης κρίσης της γεωργίας, δεδομένου ότι παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν όλα σχεδόν τα προϊόντα (σιτηρά, ρύζι, λάδι, καπνός, ροδάκινα, σταφύλια, κρασί, πατάτες, καλαμπόκι, κτηνοτροφικά, κά). Στην ουσία η αντίθεση βαμβακοπαραγωγών-κυβέρνησης, συμπυκνώνει την αντίθεση των μικρομεσαίων αγροτών σε μέτρα και ρυθμίσεις που ακυρώνουν τους όρους ύπαρξη τους. Ειδικότερα, ενώ οι βαμβακοπαραγωγοί καλλιέργησαν τις προβλεπόμενες εκτάσεις, όχι μόνο δεν είχαν κανένα όφελος από την καλή σοδειά (γύρω στους 40.000 τόνους παραπάνω), αλλά βλέπουν το εισόδημα τους να μειώνεται. Αν και η παραγωγή αυξήθηκε κατά 17%, το εισόδημα τους μειώνεται κατά 6%. Η κυβέρνηση αρνείται να πληρώσει όλη την ποσότητα και μεταθέτει τις ευθύνες στο ΠΑΣΟΚ που ψήφισε τον κανονισμό της ΕΕ, ενώ από την άλλη δαιμονοποιεί τις κινητοποιήσεις. Οι παραγωγοί δικαίως ζητούν να πληρωθούν για την παραγωγή, από εκτάσεις που καλλιέργησαν νόμιμα. Η κυβέρνηση δεν δέχεται επικαλούμενη τους περιορισμούς της ΕΕ. Ωστόσο στο παρελθόν, τόσο η Ελλάδα όσο και άλλες χώρες, πέτυχαν έγκριση έκτακτων ενισχύσεων, ενέργεια που απέφυγε να κάνει, θέλοντας να κλείσει οριστικά την πόρτα σε διεκδικήσεις άλλων αγροτών στο μέλλον.

Βαμβακοκαλλιέργεια και αγροτική ανάπτυξη

Ωστόσο το θέμα των επιδοτήσεων, ποσοστώσεων, φόρων συνυπευθυνότητας κά, φέρνουν στο επίκεντρο κρίσιμα ζητήματα αγροτικής πολιτικής. Οι κινητοποιήσεις των βαμβακοπαραγωγών, τροφοδότησαν απόψεις αμφισβήτησης επιδοτήσεων, ποιότητας βαμβακιού, αναγκαιότητας βαμβακοκαλλιέργειας, έθεσαν θέμα αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, προϋποθέσεων εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, ρόλου ΠΟΕ, κά. Πρόκειται για σημαντικά ζητήματα στα οποία δεν μπορούμε να περάσουμε αναλυτικά. Θα περιοριστούμε ωστόσο σε ορισμένα. Κατ� αρχήν δεν ισχύει η αντίληψη ότι τα κονδύλια που πάνε στη στήριξη του βαμβακιού θα μπορούσαν να πάνε σε άλλα αγροτικά προϊόντα. Στα πλαίσια της ΚΑΠ ο καταμερισμός των κονδυλίων γίνεται με βάση την «κοινή οργάνωση αγοράς» (ΚΟΑ) των προϊόντων, που ωφελούνται κυρίως οι χώρες του βορρά με την αναπτυγμένη κτηνοτροφία, σε βάρος των προϊόντων φυτικής προέλευσης του μεσογειακού νότου. Επίσης ο τρόπος κατανομής των επιδοτήσεων ευνοεί τους μεγάλους παραγωγούς (20% των εκμεταλλεύσεων απορροφά 80% των επιδοτήσεων), ενώ οι μικρομεσαίοι παίρνουν ψίχουλα. Γιαυτό και προβάλλεται το αίτημα, ανακατανομής κονδυλίων από τις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις στους μικρομεσαίους αγρότες και από τα πλεονασματικά προϊόντα του βορρά στα ελλειμματικά προϊόντα του μεσογειακού νότου.

Επίσης στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων προέρχονται από τρία προϊόντα (λάδι-βαμβάκι-καπνός). Με τις νέες ρυθμίσεις της ΚΑΠ, προβλέπονται περικοπές. Ειδικότερα με τη μείωση της καπνοκαλλιέργειας θα χαθούν σημαντικά κονδύλια, όπως και από τη βαμβακοκαλλιέργεια και ως ένα βαθμό τη ελαιοκαλλιέργεια. Όσον αφορά τη σκοπιμότητα διατήρησης της βαμβακοκαλλιέργειας, η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα (μόνη βαμβακοπαραγωγός χώρα στην ΕΕ με δεύτερη και σε απόσταση την Ισπανία), ενώ με την παραγωγή του εξασφαλίζει πρώτη ύλη για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία. Τα προβλήματα ποιότητας δεν υπήρχαν πάντα, αλλά είναι αποτέλεσμα αύξησης των ποικιλιών (δεκάδες στην Ελλάδα, μικρός αριθμός στις ΗΠΑ) και επέκτασής της σε ακατάλληλα χωράφια. Η κατάργηση του καθεστώτος παρέμβασης μέσω του Οργανισμού Βάμβακος (προωθούσε καλές ποικιλίες, παρείχε τεχνικές συμβουλές για βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων, κατέγραφε την ποιότητα μέσω ταξινόμησης όλων των δεμάτων εκκοκκισμένου βάμβακος, κά), οδήγησε σε εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας διατήρησης και βελτίωσης της ποιότητας. ʼρα το θέμα της ποιότητας με κατάλληλη πολιτική αντιμετωπίζεται.

Όσον αφορά τη σκοπιμότητα στήριξης ενός προϊόντος που η διεθνής τιμή του είναι περίπου 30% της επιδότησης, αξίζει να τονίσουμε ότι οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη βαμβακοπαραγωγός χώρα (22% της παγκόσμιας παραγωγής), εφαρμόζει ισχυρό σύστημα στήριξης των 25.000 βαμβακοπαραγωγών-φάρμερς (οι επιδοτήσεις καλύπτουν το 73% της διεθνούς τιμής). Το ίδιο κάνουν όλες σχεδόν οι χώρες (Κίνα, Βραζιλία, κά) με εξαίρεση ορισμένες χώρες της Αφρικής (Μπουργίνα Φάσο) που παράγουν σε χαμηλό κόστος. Συνολικά η ΕΕ έχει μερίδιο μόλις το 2,5% της παγκόσμιας παραγωγής (από τα οποία 1,5% η Ελλάδα με 85.000 βαμβακοπαραγωγούς) και πρακτικά δεν παίζει κανένα ρόλο στη διεθνή αγορά, ούτε επηρεάζει το εισόδημα βαμβακοπαραγωγών αναπτυσσομένων χωρών. Η διατήρηση της καλλιέργειας για τη χώρα μας έχει σημασία, τόσο από πλευράς απασχόλησης, όσο και οικονομίας. Αν εγκαταλειφθεί η καλλιέργεια οι κοινοτικές επιδοτήσεις δεν θα πάνε σε άλλα προϊόντα, αλλά με το ισχύον σύστημα θα χαθούν, ενώ με το νέο (αποσύνδεση ενισχύσεων από την παραγωγή), θα διατηρηθούν κατά ένα μέρος το πολύ ως το 2012. Όσον αφορά τις αντιρρήσεις για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (ρύπανση από λιπάσματα, υπεράντληση υδάτων, φαινόμενα ερημοποίησης του θεσσαλικού κάμπου), είναι βέβαια υπαρκτά προβλήματα, ωστόσο μπορούν να αντιμετωπιστούν, με επιλογή των περιοχών καλλιέργειας, σωστή διαχείριση υδάτων (στάγδην πότισμα), εναλλαγή καλλιεργειών (αμειψισπορά), κά. Αυτό ωστόσο απαιτεί συγκεκριμένο πρόγραμμα και εξασφάλιση του εισοδήματος των παραγωγών. Τέλος στο μεγάλο θέμα της «αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών» (κάθε χρόνο έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή το βαμβάκι), κανένας δεν αρνείται την ανάγκη, ωστόσο δεν υπάρχει ως σήμερα, πέρα από σκόρπιες ιδέες, συγκροτημένη πρόταση (ποιες καλλιέργειες να αφήσουμε, ποιες να κρατήσουμε, ποιες νέες να υιοθετήσουμε, με ποιες προοπτικές και σε ποιο βάθος χρόνου), εξ� αιτίας της χρόνιας απουσίας συγκροτημένης πολιτικής, που θα απαντάει τα πιο πάνω ερωτήματα, από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη.

Υπάρχει εναλλακτική πολιτική;

Στην επεξεργασία της εναλλακτικής πρότασης, ο ΣΥΝ κατ' αρχήν αμφισβητεί τη συνολική «φιλοσοφία» της νέας ΚΑΠ και την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, προβάλλοντας την ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού και παράλληλα διεκδικεί την λήψη μέτρων στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών και ανάπτυξης της υπαίθρου, με παραγωγή προϊόντων ποιότητας, επιλεκτική αναδιάρθρωση καλλιεργειών, μείωση κόστους παραγωγής, δραστική μείωση της ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή, αναγέννηση συνεταιρισμών, δωρεάν γεωτεχνική στήριξη μικρομεσαίων παραγωγών, αναβάθμιση υλικοτεχνικής και κοινωνικής υποδομής, φροντίδα στο περιβάλλον κά. Τέλος στηρίζει τις δίκαιες διεκδικήσεις των βαμβακοπαραγωγών και συνολικά των αγροτών, που θίγονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ενώ είναι κάθετα αντίθετος σε αντιλήψεις για το «άγονο των κινητοποιήσεων», όχι μόνο γιατί αντανακλούν απόψεις μοιρολατρίας και υποταγής σε κυρίαρχες επιλογές, αλλά γιατί είναι στοιχειώδης προϋπόθεση περιορισμού των αρνητικών συνεπειών και βελτίωσης της θέσης τους και ταυτόχρονα προϋπόθεση γενικότερης αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων για την προώθηση ριζικότερων αλλαγών σε όφελος των μικρομεσαίων παραγωγών και συνολικά της κοινωνίας.