Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
27/01/2005

Παρέμβαση του Νίκου Βούτση, μέλους της Πολιτικής Γραμματείας, υπεύθυνου Γραφείου Τύπου του ΣΥΝ στη συζήτηση για το δημοσιογραφικό λειτούργημα την οποία συγκάλεσε ο Υπουργός Επικρατείας, Θ.Ρουσσόπουλος

Προκαταρκτικά να διευκρινίσουμε ότι σωστά διεξάγεται δημόσιος διάλογος για ένα υπαρκτό ζήτημα, γιατί ούτε ανύπαρκτό είναι το ζήτημα, όπως κάποιοι θεωρούν, ούτε μπορεί να εντοπιστεί μόνο περιοριστικά στο δημόσιο τομέα, όπως το εισηγείται ο κ. Ρουσσόπουλος.

Να διευκρινίσουμε ότι δεν συμφωνούμε με ψήφιση Νόμου περί Τύπου, αντίθετα θα πρέπει να υπάρξει εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου (Διάταγμα Ρέππα) για να προχωρήσει η διαδικασία αυτορύθμισης, ενημέρωσης και διευκρίνισης περί τα ασυμβίβαστα.

Επίσης ζητούμε δεσμευτική δήλωση για τα περίφημα μυστικά κονδύλια, δηλαδή ότι στο σύγχρονο κόσμο και τις ανοιχτές κοινωνίες είναι αδιανόητη η αναφορά σε δημοσιογραφική δουλειά οι προβλέψεις περί «εθνικών σκοπιμοτήτων».

Επί του συνόλου του θέματος λοιπόν τα εξής σημεία:

1. Η διαπλοκή έχει ως στόχο τον έλεγχο και τη χειραγώγηση της ενημέρωσης, θέτει στεγανά και διαμορφώνει παραμορφωτικούς φακούς στην ποιότητα της ενημέρωσης. Η διαπλοκή λοιπόν καταργεί την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία, υπονομεύει την ενημέρωση.

Είναι βέβαιο ότι περιορισμένη αποτελεσματικότητα μπορεί να έχουν οι περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις για επιμέρους ζητήματα στα οποία εντοπίζονται εστίες οικονομικής αδιαφάνειας και πολιτικοοικονομικής διαπλοκής. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι καταστάσεις αυτές αποτελούν συμπτώματα μιας ευρύτερης κρίσης στην κοινωνία μας και πως χρειάζεται μια βαθύτερη συνειδητοποίηση για την ουσιαστική και ολόπλευρη αντιμετώπισή τους, μια συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια ουσιαστική δημοκρατική στροφή, μια αντίστοιχη θεσμική θωράκιση και έναν ευνοϊκό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που θα την εγγυάται.

Ιδιαίτερα δε στον χώρο του Τύπου και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ η κατάσταση είναι κατά κοινή ομολογία δύσκολη. Είναι δύσκολη ακόμα και για τον μέγιστο αριθμό των λειτουργών που θέλουν αλλά είναι δυσχερές να διαφυλάξουν την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της γνώμης τους και την εγκυρότητα της ενημέρωσης απέναντι σε αυτό που επιβάλλουν με την «γραμμή» τους τα μεγάλα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα της ιδιοκτησίας των Μέσων.

2. Συμφωνούμε με τις προτάσεις που καταθέτει η ΕΣΗΕΑ και τις πιο αναλυτικές προτάσεις που κατέθεσε η ευρύτερη αριστερή παράταξη στην οποία συμμετέχουν και δυνάμεις της επιρροής του ΣΥΝ. Βεβαίως και εμείς επισημαίνουμε ότι το ζήτημα της πολυθεσίας, ιδιαίτερα για τους δημοσιογράφους, δεν μπορεί να συζητηθεί, ούτε να αντιμετωπισθεί ανεξάρτητα από το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων, του ύψους των αποδοχών και της τήρησης των συλλογικών συμβάσεων.

Διαχρονικά η ευθύνη της ΕΣΗΕΑ υπήρξε μεγάλη για την μη συγκρότηση και διατήρηση επαγγελματικού μητρώου των μελών της. Η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από την απροθυμία των κυβερνήσεων να δώσουν τις σχετικές λίστες απασχόλησης των δημοσιογράφων.

Είναι σαφές ότι αποτελεί αποκλειστικό ζήτημα αυτορύθμισης μέσω των επαγγελματικών ενώσεων και των συνδικαλιστικών τους οργάνων το θέμα της απασχόλησης των δημοσιογράφων. Πρέπει πράγματι να δοθούν, ενημερωμένες μέχρι και σήμερα, οι σχετικές λίστες στις δημοσιογραφικές ενώσεις και εφ΄όσον οι ίδιες, όπως φαίνεται, το επιθυμούν, να τις δώσουν στη δημοσιότητα. Το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι απολύτως σαφές και απλώς πρέπει να εφαρμοστεί. Είμαστε βεβαίως αντίθετοι στη διαχείριση λιστών με τις προσωπικές επαγγελματικές απασχολήσεις ως πεδίο πολιτικού αποπροσανατολισμού ή ως αντικείμενο αυθαίρετων γενικεύσεων, που τελικό σκοπό έχει τη συσκότιση του θέματος, αντί της διαφανούς, αντικειμενικής και κατά περίπτωση εξέτασης με βάση τα κριτήρια των κωδίκων.

Πρέπει επίσης να γίνουν προσθήκες στα ασυμβίβαστα, στους ισχύοντες κώδικες. Επικουρικά, μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και τις διαδικασίες ακρόασης με τις ενώσεις των δημοσιογράφων, μπορούν και πρέπει να τίθενται και να επανέρχονται προβλήματα εφαρμογής ή τα νέα πεδία ασυμβιβάστων.

3. Σε ότι αφορά τα κόμματα και τη δικιά μας παρέμβαση, θεωρούμε ότι η μέγιστη δημοσιότητα και η διαρκής και διαφανής συζήτηση γύρω από ζητήματα που ανακύπτουν αποτελεί τη μεγαλύτερη δικλείδα για την ενημέρωση και για το λειτούργημα του δημοσιογράφου. Η δημοσιότητα επίσης διαμορφώνει ένα πλαίσιο ενθάρρυνσης και νομιμοποίησης στην ίδια τη διαδικασία αυτορύθμισης.

Εξάλλου, επισημαίνουμε ότι «τα συστήματα ενημέρωσης» των κομμάτων του δικομματισμού που εναλλάσσονται στην εξουσία αποτελούν οργανικό στοιχείο που δημιουργεί και συντηρεί κλίμα αδιαφάνειας και διαπλοκής. Μάλιστα, αυτά τα «συστήματα ενημέρωσης» αναβαθμίζονται όλο και πιο πολύ στις προτεραιότητες των ηγετικών επιτελείων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ στο βαθμό που επικρατεί η, κατά τη γνώμη μας λαθεμένη, άποψη ότι η επικοινωνιακή διαχείριση μπορεί να επικαλύψει, να επιδιορθώσει ή και να αντικαταστήσει την ουσία της πολιτικής. Επαναφέρουμε την πρότασή μας για την ουσιαστική κατάργηση του Υπουργείου Τύπου και των υπηρεσιών του.

4. Με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δηλώνουμε ότι θεωρούμε ακέραιη και μη επιδεχόμενη συμψηφισμού την ευθύνη των πολιτικών για τη διαπλοκή. Η αντιμετώπιση φαινομένων αδιαφάνειας και διαπλοκής, που αφορά σε προμηθευτές του δημοσίου, σε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, σε δημοσιογράφους, σε μεσάζοντες, σε δικαστικούς δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα πεδίο που αμβλύνει τις ευθύνες των όποιων πολιτικών επιλέγουν την οργανική τους σχέση μ΄αυτά τα φαινόμενα.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι η εσκεμμένη και λαϊκίστικη γενίκευση που επιχειρείται με αφορμή μεμονωμένα φαινόμενα διαφθοράς οδηγεί σε αναζήτηση «σωτήρων» και στη συλλήβδην ενοχοποίηση της πολιτικής και των πολιτικών.

Η εμπειρία μας αυτή δεν πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά στο να θίγονται και να τίθενται ζητήματα. Γιατί η επιβεβλημένη απάντηση στην αναγκαία αποφυγή ενός ενδεχόμενου «κυνηγιού μαγισσών», που γυρνάει πολύ πίσω τη δημοκρατία μας, δεν μπορεί βεβαίως να είναι «το κλείσιμο του ματιού» στην ιδέα ότι «όλοι είναι ίδιοι», ότι «όλοι τα παίρνουν». Γιατί αυτή η αντίληψη απαξιώνει επίσης και την πολιτική και τη δημοκρατία.

5.Τα προβλήματα που έχουν εντοπιστεί από χρόνια στο δημόσιο τομέα, την κυβερνητική λειτουργία ή και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε σχέση με αργομισθίες, ρεπορτάζ συναφών αντικειμένων, καθεστώς πολυθεσιτών, χειραγώγησης πληροφόρησης κ.λπ. δεν πρέπει να συγκεντρώσουν, αυτά μόνο, την προσοχή μας στη σχετική συζήτηση. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα τελευταία χρόνια, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς αναπτύσσεται ένας παράπλευρος επιχειρηματικός ιδιωτικός τομέας για θέματα επικοινωνίας, διαφήμισης, παραγωγών εκπομπών, διαμόρφωσης λόμπι για την προβολή προϊόντων ή υπηρεσιών με πολυσχιδείς δραστηριότητες στις οποίες εντάσσονται δημοσιογράφοι κατ΄ επάγγελμα για την εξυπηρέτηση αυτών των συμφερόντων.

Θα ήταν μέγιστη υποκρισία, λοιπόν, αυτό το τεράστιο πεδίο, στο οποίο ενδεχομένως αναπτύσσονται ακόμη περισσότερες εστίες διαπλοκής, να μείνει έξω από την συζήτηση, έξω από τη διαμόρφωση ασυμβιβάστων και έξω από τους κανόνες της διαφανούς επαγγελματικής απασχόλησης

6. Όσοι θέλουν να σταματήσουν εν τη γενέσει της αυτή τη συζήτηση που συνήθως φουντώνει και το ίδιο γρήγορα σβήνει επειδή είναι πολλοί αυτοί που δεν θέλουν πραγματικά να συνεχιστεί σε βάθος, ας έχουν υπ� όψιν τους ότι είναι μια συζήτηση που αφορά όχι σε στενές συντεχνιακές επιδιώξεις ούτε σε ενδεχόμενες κυβερνητικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ευαισθησία της δημοκρατικής κοινής γνώμης έχει τρωθεί επανειλημμένα από τη λειτουργία δημοσιογράφων που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προκλητικά εμφανίζονται ως ηχεία ή παπαγαλάκια ή βαποράκια συγκεκριμένων συμφερόντων ή εφαρμοζόμενων πολιτικών ή και επικοινωνιακής χειραγώγησης σε επιχειρηματικές και προσωπικές προτεραιότητες. Μπορεί να είναι λίγοι, μια μικρή μειοψηφία κάθε φορά, αυτοί οι δημοσιογράφοι, αλλά, δυστυχώς, θέτουν τη σφραγίδα τους στην παραπληροφόρηση και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Υπενθυμίζουμε το Χρηματιστηριακό σκάνδαλο, την «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία, την προσπάθεια συγκάλυψης του ντόπινγκ, την προκλητική προεκλογική προβολή πολιτικών ή και ομάδων πολιτικών διακομματικής σύνθεσης, την επιβολή εμπάργκο στις απόψεις που ήταν κριτικές στην ανάληψη και τον προϋπολογισμό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Δυστυχώς ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος. Γι αυτό δεν θα πρέπει κανείς να διεκδικεί μία ιδιότυπη ασυλία και να βρίσκεται στο απυρόβλητο λόγω της δύναμης και της εξουσίας την οποία έχει το δημοσιογραφικό επάγγελμα.