Skip to main content.
03/11/2003

Food Sovereignty και Αγροτική Πολιτική, άρθρο του Γιάννη Τόλιου, μέλους της Π.Γ. του ΣΥΝ

Παρά τις μεγάλες τεχνολογικές και γεωργικές προόδους της σύγχρονης εποχής, πάνω από 840 εκατ. άνθρωποι στον πλανήτη αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας και περίπου 1,2 δις αγωνίζονται να επιβιώσουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Η αναζήτηση των αιτίων δεν βρίσκεται μόνο στις ιστορικές διαφορές ανάπτυξης, όσο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εντείνουν την ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου, στις ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων και στη δράση των πολυεθνικών που ελέγχουν την παραγωγή αγροτικών εφοδίων (αγροχημικά, γενετικό υλικό, πατέντες, κά), προωθούν την παραγωγή «μεταλλαγμένων» και ελέγχουν μεγάλο μέρος της εμπορίας βασικών ειδών διατροφής. Η αυξανόμενη φτώχεια και η υποβάθμιση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων μικρών αγροτών στις αναπτυσσόμενες αλλά και στις αναπτυγμένες, έφερε στο προσκήνιο την επεξεργασία μιας εναλλακτικής αγροτικής πολιτικής, που θα εξασφαλίζει την επιβίωση και απασχόληση, την εγχώρια παραγωγή τροφίμων, την ισότιμη διεθνή συνεργασία στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, κά.

Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα

Η συγκεκριμένη εναλλακτική πολιτική, σηματοδοτείται από την αντίληψη της «βιώσιμης ανάπτυξης», καθώς και του «Food Sovereighty», δηλ. της «εθνικής κυριαρχίας» ή «αυτοδυναμίας» στα τρόφιμα, που πρωτοεμφανίστηκε ως όρος το 1996 και έγινε αντικείμενο συζήτησης στην Παγκόσμια Σύνοδο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και αντιπροσωπεύει την εναλλακτική απάντηση του διεθνούς αγροτικού κινήματος «Via Campesina», στη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε συνοπτικά το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολιτικής και τη σύνδεση της με την εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς σε όφελος των μικρο-μεσαίων αγροτών σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.

α) Η αρχή της «εθνικής κυριαρχίας» ή «αυτοδυναμίας» στα τρόφιμα (Food Sovereignhty), συνίσταται στο δικαίωμα των λαών, χωρών ή ένωσης χωρών, να ορίσουν την αγροτική τους πολιτική και την πολιτική τροφίμων. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης αρχής, προτεραιότητα αποκτά η παραγωγή σε τοπικό επίπεδο για τις ανάγκες του πληθυσμού, η πρόσβαση των αγροτών και ακτημόνων στη γη, στο νερό, στους σπόρους και στις πιστώσεις, η απόρριψη της παραγωγής «μεταλλαγμένων», το δικαίωμα των καταναλωτών να επιλέγουν τα αγαθά που θα καταναλώσουν, ποιος τα παράγει και πως, το δικαίωμα των χωρών να προστατεύονται από τις πολύ χαμηλές τιμές εισαγομένων αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής (πολιτική «ντάμπινγ»).

β) Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, σε αντίθεση με την αρχή της «εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα», θέτει ως προτεραιότητα όχι την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες των λαών, αλλά το διεθνές εμπόριο τροφίμων. Γιαυτό δεν έχει συμβάλλει καθόλου στην αντιμετώπιση της πείνας διεθνώς. Αντίθετα έχει αυξήσει την εξάρτηση των λαών από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και έχει ενισχύσει τη βιομηχανοποίηση τους, θέτοντας σε κίνδυνο τη γενετική, πολιτιστική και περιβαλλοντική κληρονομιά του πλανήτη, μαζί και την υγεία των ανθρώπων. Έχει εξαναγκάσει χιλιάδες εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές αγροτικές καλλιέργειες, εντείνοντας στην αγροτική έξοδο και τη μετανάστευση. Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), προωθούν με διαφορετικούς τρόπους τη συγκεκριμένη πολιτική, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών. Η πείρα έδειξε ότι ο ΠΟΕ είναι εντελώς ακατάλληλος για να χειριστεί το θέμα των τροφίμων και γενικότερα των αγροτικών ζητημάτων. Γιαυτό και η «Via Campesina», προβάλλει το σύνθημα, «ο ΠΟΕ έξω από τον αγροτικό τομέα».

γ) Κρίσιμο θέμα που συνδέεται με την αρχή της κυριαρχίας στα τρόφιμα είναι η πολιτική «ντάμπινγ». Σε όλο τον κόσμο οι πολύ χαμηλές τιμές στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, καταστρέφουν την τοπική αγροτική οικονομία (εισαγωγές ευρωπαϊκού γάλακτος στην Ινδία, αμερικάνικου χοιρινού κρέατος στην Καραϊβική, ευρωπαϊκού κρέατος και δημητριακών στην Αφρική, ζωοτροφές στην Ευρώπη, κά). Αυτά τα προϊόντα εξάγονται σε πολύ χαμηλές τιμές χάρις στις εξαγωγικές επιδοτήσεις και στις άμεσες ενισχύσεις από το κράτος προς τους μεγάλους κυρίως παραγωγούς. Για την επίτευξη της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα πρέπει να σταματήσει το «ντάμπινγ», με τη δέσμευση των χωρών ή ενώσεων χωρών, να επιβάλλουν φόρους στις υπερβολικά φθηνές εισαγωγές και να ελέγχουν την εγχώρια παραγωγή τους για την αποφυγή διαρθρωτικών πλεονασμάτων.

δ) Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα, δεν είναι αντίθετη στο διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων, αλλά δεν δίνει προτεραιότητα στις εξαγωγές. Εγγυάται την εξασφάλιση των αναγκαίων τροφίμων για τους λαούς, ενώ οι εμπορικές ανταλλαγές σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων, ενισχύει την βιοποικιλότητα του πλανήτη. Ο διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων πρέπει να μπει σε νέες βάσεις κάτω από την εποπτεία του ΟΗΕ και να έχει ως προτεραιότητα την τοπική και περιφερειακή παραγωγή αντί τις εξαγωγές, να επιτρέπει στις χώρες και σε ενώσεις χωρών να προστατεύονται από εισαγόμενα προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές, να παρέχει κρατική στήριξη στους μικρομεσαίους αγρότες, που η παραγωγή τους δεν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με εξαγωγές, να εξασφαλίζει σταθερές τιμές στα αγροτικά προϊόντα σε διεθνές επίπεδο, μέσα από διεθνείς συμφωνίες αποτελεσματικής διαχείρισης της προσφοράς τους, κά. Το κυριότερο πρόβλημα για τους μικρούς αγρότες, είναι οι τιμές που απολαμβάνουν στα προϊόντα τους, οι οποίες λόγω των πρακτικών «ντάμπινγ» διαμορφώνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η πρόσβαση στη διεθνή αγορά δεν αποτελεί λύση για τους μικρούς αγρότες, διότι αυτή αφορά μόνο το 10% της παγκόσμιας παραγωγής που ελέγχεται από τις πολυεθνικές και τις μεγάλες αγροτο-βιομηχανίες. Το παράδειγμα των τροπικών προϊόντων (καφές, μπανάνες, κά), δείχνουν ότι παρ� ότι έχουν σχεδόν ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές των βόρειων χωρών, οι αγρότες του Νότου δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν τη θέση τους.

ε) Για να πετύχουν την «εθνική κυριαρχία στα τρόφιμα», οι χώρες του Νότου αλλά και του Βορρά, πρέπει να είναι σε θέση να στηρίξουν την παραγωγή τους, να εγγυηθούν το δικαίωμα διατροφής των πληθυσμών τους, να προστατέψουν το περιβάλλον τους, να αναπτύξουν τη βιώσιμη γεωργία και να προστατευθούν από το «ντάμπινγ». Θα πρέπει ακόμα να μπορούν να στηρίζουν τον αγροτικό τους τομέα για την εκπλήρωση άλλων στόχων δημοσίου συμφέροντος, τα οποία διαφέρουν από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις. Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες, οι ΗΠΑ και ΕΕ, κάνουν κατάχρηση της κρατικής στήριξης, μειώνοντας τις τιμές των αγροτικών πλεονασμάτων τους που διαθέτουν στις διεθνείς αγορές, καταστρέφοντας τη βάση της οικογενειακής γεωργίας όχι μόνο στο Νότο αλλά και στο Βορρά. Γιαυτό το κίνημα της «Via Campesina» σε όλες τις χώρες, επιδιώκει το συντονισμό δράσης με το ευρύτερο δίκτυο κοινωνικών, περιβαλλοντικών, επιστημονικών, καταναλωτικών οργανώσεων, να βάλει τέρμα στη νεοφιλελεύθερη πολιτική στον αγροτικό τομέα. Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα, αποτελεί κρίκο ενός ολόκληρου μετώπου πάλης κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και συνδέεται με το γενικότερο αίτημα μιας νέας δημοκρατικής διεθνούς οικονομικής τάξης, σε όλο το φάσμα των διεθνών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.

Εθνική κυριαρχία στα τρόφιμα και ΚΑΠ

Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), διαπνέεται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και κινείται στον αντίποδα της αρχής της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Γιαυτό και υπάρχει ανάγκη ριζικής αλλαγής στο χαρακτήρα της ΚΑΠ με κριτήριο τα συμφέροντα κυρίως των μικρομεσαίων αγροτών. Αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, που έχει τον τριπλάσιο συγκριτικά αγροτικό πληθυσμό από το μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικότερα μεγάλη σημασία αποκτά η στήριξη της οικογενειακής γεωργίας, των πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών, με στόχο την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και την ουσιαστική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων. Οι δαπάνες στήριξης να κατευθύνονται κυρίως στους μικρομεσαίους αγρότες και όχι στις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και να στηρίζουν ελλειμματικές παραγωγές προϊόντων και όχι πλεονασματικές. Χρειάζεται ουσιαστική ανακατανομή κονδυλίων της ΚΑΠ από τις μεγάλες προς τις μικρότερες εκμεταλλεύσεις, από τα πλεονασματικά προϊόντα του βορρά στα ελλειμματικά προϊόντα κυρίως του μεσογειακού νότου. Να γίνει μείωση των εξαγωγικών επιδοτήσεων και όλων εκείνων που ενισχύουν τις πρακτικές ντάμπινγ. Χρειάζεται επίσης ανακατανομή ποσοστώσεων παραγωγής στη βάση των αναγκών κάθε χώρας και την εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής προτίμησης στα ελλειμματικά προϊόντα. Απαγόρευση των μεταλλαγμένων με διατήρηση του «μορατόριουμ», καθώς και εφαρμογή της διεθνούς συμφωνίας για τη βιοασφάλεια. Στήριξη της παραγωγής προϊόντων παραδοσιακής γεωργίας, ονομασίας προέλευσης και βιολογικών προϊόντων. Εξασφάλιση ελεύθερης πρόσβασης των μικρομεσαίων αγροτών σε σπόρους, πιστώσεις, αρδευτικά δίκτυα, γεωτεχνική στήριξη, κά και περιορισμός της δράσης των πολυεθνικών στη διακίνηση αγροτικών εφοδίων και εμπορία αγροτικών προϊόντων. Εφαρμογή εθνικού σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης, με συγκεκριμένες δράσεις στην έρευνα, τυποποίηση, εμπορία και κοινωνικές υποδομές στην ύπαιθρο. Με ένα τέτοιο πλαίσιο πολιτικής, η αρχή της εθνικής κυριαρχίας στα τρόφιμα, ενισχύει την προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής γεωργίας, σε όφελος των μικρομεσαίων αγροτών και αμβλύνει την οξύτητα των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων των αναπτυσσόμενων χωρών.