Skip to main content.
28/04/2004

ΚΑΠ και Μεσογειακά και Προϊόντα. 'Aρθρο του Γιάννη Τόλιου στο περιοδικό «Οικονομικά Χρονικά» του Ο.Ε.Ε. (Μαρ.-Απριλ.2004)

1. Εισαγωγή

Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) επί ελληνικής προεδρίας (26η Ιουνίου 2003 στο Λουξεμβούργο), επέφερε σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο. Παρ' ότι η συγκεκριμένη αναθεώρηση επηρεάζει αρνητικά όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, οι αποφάσεις της έκτακτης συνόδου του Συμβουλίου υπουργών Γεωργίας στο Λουξεμβούργο, στις 21-22 Απρίλη 2004 για τα λεγόμενα «μεσογειακά» (λάδι-βαμβάκι-καπνός) ήταν σε δυσμενέστερη κατεύθυνση. Ειδικότερα οι άξονες αναθεώρησης των Κοινών Οργανώσεων Αγοράς (ΚΟΑ) των τριών προϊόντων και στο εγγύς μέλλον των ΚΟΑ τεύτλων-ζάχαρης, οπωροκηπευτικών, κρασιού, κά, επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες, ότι η νέα ΚΑΠ θα επιφέρει ισχυρό πλήγμα στην ελληνική γεωργία, στο αγροτικό εισόδημα, στην απασχόληση και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία.

2. Βασικοί άξονες αναθεώρησης της ΚΑΠ και της ΚΟΑ των

Μεσογειακών Προϊόντων

Για να κατανοηθεί καλύτερα ο χαρακτήρας της αναθεώρησης των «Κοινών Οργανώσεων Αγοράς» (ΚΟΑ) στο λάδι-βαμβάκι-καπνό, χρειάζεται να αναφερθούμε σύντομα, στις γενικότερες κατευθύνσεις αναθεώρησης της ΚΑΠ και τι αυτές συνεπάγονται για τον αγροτικό τομέα και κυρίως για τον κόσμο της υπαίθρου.

Ειδικότερα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου υπουργών Γεωργίας το 2003:

α) Μειώνονται τα συνολικά κονδύλια στήριξης του αγροτικού τομέα (με τα ίδια κονδύλια θα «καλύπτονται» και οι 10 νέες χώρες που εντάσσονται στην ΕΕ την 1η Μάη 2004). Παράλληλα θα λειτουργεί μηχανισμός δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να αποτραπούν υπερβάσεις των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού στον αγροτικό τομέα, ως το 2013.

β) Αποσυνδέονται βαθμιαία οι επιδοτήσεις από την παραγωγή (με ορισμένες μικρές εξαιρέσεις-αποκλίσεις) και αντικαθίστανται μερικώς από μια ετήσια «εισοδηματική ενίσχυση» ανά αγροτική εκμετάλλευση, με ταυτόχρονη εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων «πολλαπλής συμμόρφωσης» (προστασία περιβάλλοντος, υγιεινή εκτροφή ζώων, παραγωγικά πρότυπα, κά).

γ) Το ετήσιο ύψος των «εισοδηματικών ενισχύσεων», θα υπολογίζεται ανά εκμετάλλευση, με βάση ιστορικά στοιχεία (μέσος όρος επιδοτήσεων 2000-2002). Για επιδοτήσεις έως 5.000 ευρώ (που αναφέρεται κυρίως στους μικρούς παραγωγούς), θα χορηγείται αντίστοιχου ύψους «εισοδηματικής ενίσχυσης», ανεξάρτητα από την ύπαρξη παραγωγής, ενώ για όσες ενισχύσεις ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ, θα εφαρμόζεται σύστημα περικοπών, η λεγόμενη «δυναμική διαφοροποίηση». Οι περικοπές θα είναι 3% το 2005, 4% το 2006 και 5% το 2007 και μετά, ως το 2013. Έχοντας ως βάση το 100, η συνολική μείωση της ενίσχυσης θα ξεπεράσει το 40% και θα λειτουργεί ισοπεδωτικά για τους μεσαίους και μεγάλους παραγωγούς. Μικρό μέρος από τις περικοπές θα πηγαίνει στον τομέα αγροτική ανάπτυξη (πυλώνας ΙΙ), ενώ το μεγαλύτερο στα κράτη μέλη. Ωφελημένες από τις επιστροφές, θα είναι κυρίως οι χώρες με μεγαλύτερη συμμετοχή στον κοινοτικό προϋπολογισμό, σε σχέση με τις αναλήψεις (Γερμανία, Αγγλία, Ολλανδία, κά).

δ) Τέλος όσον αφορά τα μεσογειακά προϊόντα (λάδι, καπνός, βαμβάκι), υπήρξε δέσμευση, οι αλλαγές στην «Κοινή Οργάνωση Αγορών», να κινηθούν στο ίδιο πλαίσιο όπως των άλλων αγροτικών προϊόντων (σιτηρά, βόειο κρέας, γαλακτοκομικά, ρύζι, κά). Ωστόσο η συγκεκριμένη δέσμευση δεν τηρήθηκε. Πρόκειται για μια συνηθισμένη τακτική, όπου η Επιτροπή προτείνει «τα χειρότερα», το Συμβούλιο κάνει κάποιες βελτιώσεις για να «απορροφήσει» αντιδράσεις, οι επιλογές πέφτουν σχετικά στα μαλακά�.και σε επόμενο γύρο προωθούνται στο σύνολο τους.

Αξιολογώντας συνολικά την «αναθεώρηση» της ΚΑΠ, συνάγεται ότι επιδίωξη των ισχυρών κύκλων της ΕΕ, είναι η δημιουργία μιας μικρής αλλά ανταγωνιστικής γεωργίας, στηριγμένης σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις (κυρίως των οικονομιών του βορρά με αναπτυγμένη κτηνοτροφία), η οποία θα λειτουργεί με ειδικές μορφές στήριξης, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και σε αντιστοιχία με τις ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ειδικότερα η «αποσύνδεση» των επιδοτήσεων από την παραγωγή και η χορήγηση ενός «κατ� αποκοπή» ετήσιου βοηθήματος, θα οδηγήσει σε μείωση συνολικά του εισοδήματος, κυρίως των μικρομεσαίων αγροτών και θα μετατρέψει τη μεγάλη πλειοψηφία τους, από παραγωγικές μονάδες-νοικοκυριά, σε αγρότες-αποδέκτες κοινοτικών επιδομάτων. Για τους έλληνες αγρότες, οι αλλαγές στην ΚΑΠ, θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγής βασικών προϊόντων και αντίστοιχα σε μείωση εισοδήματος χιλιάδων νοικοκυριών. Μόνο οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις (στην ουσία οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις), που έχουν περιθώρια προσαρμογής στους νόμους της αγοράς και «οικονομίες κλίμακας» θα μπορέσουν να επιβιώσουν.

3. Αναθεώρηση της ΚΑΠ και Μεσογειακά Προϊόντα

Ο όρος «μεσογειακά προϊόντα», περιορίζεται καταχρηστικά στο λάδι-βαμβάκι-καπνό, παρ� ότι και άλλα προϊόντα, κυρίως φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, κρασιά, βιομηχανική τομάτα, τεύτλα-ζάχαρη, κά), παίζουν σημαντικό ρόλο στην αγροτική παραγωγή των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, ιδιαίτερα της Ελλάδας, με το μικρό ποσοστό κτηνοτροφίας (1/3) στο σύνολο της παραγωγής. Ωστόσο τα τρία προϊόντα θεωρούνται βασικά, λόγω της ύπαρξης «Κοινών Οργανώσεων Αγοράς» και ύψους κονδυλίων στήριξης (επιδοτήσεις, ενισχύσεις, κλπ), που ανέρχονται για την Ελλάδα, στα 2/3 των κονδυλίων όλων των αγροτικών ενισχύσεων (δηλ. 1.650 εκατ.ευρώ ή 562 δις δρχ, σε σύνολο 2.500 εκατ.ευρώ, ή 852 δις δρχ). Με τις αποφάσεις του Συμβουλίου υπουργών Γεωργίας για αναθεώρηση της αγοράς των τριών προϊόντων, προβλέπονται σημαντικές αλλαγές προς το δυσμενέστερο, σε σχέση με τις αποφάσεις της συνόδου του Λουξεμβούργου (Ιούνιος 2003) για τα άλλα προϊόντα, παρά τη ρητή δέσμευση ότι «η μεταρρύθμιση των «μεσογειακών» θα βασιστεί στους στόχους και στη φιλοσοφία αναθεώρησης της ΚΑΠ». Συγκεκριμένα οι αποφάσεις για τα τρία προϊόντα έχουν συνοπτικά ως εξής:

α) Λάδι

Στην ΕΕ υπάρχουν σήμερα γύρω στα 54 εκατ.στρέμματα ελαιώνες, από τα οποία 44,5% βρίσκονται στην Ισπανία, 26,3% στην Ιταλία, 18,8% στην Ελλάδα, 9,7% στην Πορτογαλία και 0,7% στη Γαλλία. Συνολικά στην ελαιοκαλλιέργεια απασχολούνται περίπου 2,5 εκατ. ελαιοπαραγωγοί, από τους οποίους 500.000 στην Ελλάδα, οι οποίοι λαμβάνουν 587 εκατ.ευρώ επιδότηση το χρόνο. Από το σύνολο των ελλήνων ελαιοπαραγωγών, το 17% (115.000 άτομα) είναι πολύ μικροί (παράγουν λιγότερο από 100 κιλά λάδι το χρόνο και παίρνουν επιδότηση μέχρι 50 ευρώ). Το μεγαλύτερο μέρος (70% ή 350.000 άτομα), είναι μικροί παραγωγοί (έχουν ως τρία στρέμματα και παίρνουν επιδότηση μέχρι 5.000 ευρώ ή 1,7 εκατ.δρχ. το χρόνο). Τέλος υπάρχουν γύρω στους 35.000 παραγωγούς (13% του συνόλου), που ανήκουν στην κατηγορία των μεσαίων και μεγάλων και οι οποίοι έχουν επιδότηση άνω των 5.000 ευρώ το χρόνο, ανάλογα με την παραγωγή.

Οι αποφάσεις των υπουργών Γεωργίας για το λάδι αφορούν: α) κατάργηση κάθε στήριξης στους πολύ μικρούς παραγωγούς με επιδότηση ως 50 ευρώ, β) πλήρης αποσύνδεση, από το 2006, των επιδοτήσεων από την παραγωγή για τους παραγωγούς μέχρι 3 στρέμματα ελαιώνες και τη χορήγηση στη θέση τους, μιας «εισοδηματικής ενίσχυσης», το ύψος της οποίας θα ανέρχεται στο μέσο όρο επιδοτήσεων των ετών 2000-2003. Η συγκεκριμένη ενίσχυση θα χορηγείται ανεξάρτητα από το αν συνεχίζουν ή όχι την παραγωγή τους με βάση τα «δικαιώματα παραγωγής». γ) Για τους μεσαίους και μεγάλους παραγωγούς, που έχουν πάνω από 3 στρέμματα, προβλέπεται «αποσύνδεση» της στήριξης από την παραγωγή, τουλάχιστον κατά 60% και αντικατάστασή τους από την «εισοδηματική ενίσχυση». Το υπόλοιπο 40%, θα διατίθεται από τις εθνικές αρχές για επιδότηση στους παραγωγούς με βάση επιλέξιμες κατηγορίες ελαιώνων (πχ. ελαιώνες σε παραδοσιακές ελαιοκομικές περιοχές, ελαιώνες σε προστατευόμενες φυσικές περιοχές, ελαιώνες με έντονα επικλινή εδάφη, ελαιώνες ιδιαίτερης σημασίας από πλευράς ποικιλίας και ηλικίας δένδρων, παρουσίας αναβαθμίδων ή άλλων χαρακτηριστικών, κλπ).

Κάθε χώρα έχει δικαίωμα στήριξης μέχρι πέντε κατηγορίες επιλέξιμων ελαιώνων, προκειμένου να οριστεί διαφορετική επιδότηση ανά εκτάριο (ή στρέμμα). Δεν θα δίδεται το ίδιο ποσό σε κάθε ελαιοπαραγωγό (ακόμα κι αν διαθέτει τα ίδια στρέμματα), αλλά θα λαμβάνονται υπ� όψιν και τα λεγόμενα κριτήρια «πολλαπλής συμμόρφωσης» (φροντίδα ελαιοδένδρων, συντήρηση εδάφους, προστασία περιβάλλοντος, κά), ενώ σε περίπτωση μη εφαρμογής των μέτρων θα υπάρχουν περικοπές. Το νέο σύστημα της ενιαίας εισοδηματικής ενίσχυσης προκειμένου να λειτουργήσει από την 1η Γενάρη 2006, θα έχει ως αφετηρία την καλλιεργητική περίοδο από 1η Νοέμβρη 2005. Τέλος προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη θα μπορούν να παρακρατούν το 10%, των πιο πάνω επιδοτήσεων, για μέτρα που αφορούν την ποιότητα (πρόκειται στην ουσία για ενισχύσεις σε βιομηχανίες μεταποίησης ελαιολάδου, πχ. «Ελαιουργική», κά).

Οι συνέπειες από τις αλλαγές στην «Κοινή Οργάνωση Αγοράς» λαδιού, θα είναι σοβαρές τόσο στους παραγωγούς όσο και στην αγροτική οικονομία. Κατ� αρχήν οι πολύ μικροί παραγωγοί, δεν θα έχουν καμιά στήριξη, ενώ οι μικροί παραγωγοί (πολλοί από τους οποίους είναι ετεροαπασχολούμενοι), θα έχουν μια εισοδηματική ενίσχυση (είτε παράγουν είτε όχι), υπό μορφή «κοινωνικού βοηθήματος», που στην πράξη ενθαρρύνει την εγκατάλειψη των ελαιώνων. Το ίδιο σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για τους μεσαίους και μεγάλους παραγωγούς. Η μείωση του εισοδήματος θα είναι ιδιαίτερα αισθητή στις περιοχές εντατικής καλλιέργειας. Το υπόλοιπο θα χορηγείται με τρόπο που στην πράξη θα δημιουργήσει προβλήματα μεταξύ ελαιοπαραγωγών. Τέλος στα αρνητικά πρέπει να προστεθεί το γεγονός, ότι η Ελλάδα δεν πήρε καμία νέα άδεια φύτευσης ελαιόδεντρων, σε σχέση με Γαλλία και Πορτογαλία που πήραν, ενώ το όλο σύστημα σε κάθε περίπτωση, έχει ημερομηνία λήξης το έτος 2013.

β) Βαμβάκι

Η παραγωγή βαμβακιού στην ΕΕ, ανέρχεται μόλις στο 2,5% της παγκόσμιας παραγωγής, με πρώτες την Κίνα (22,1%) και τις ΗΠΑ (20,1%). Ωστόσο η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη βαμβακοπαραγωγός χώρα της ΕΕ και δεύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Ρωσία. Έχει το 79,4% της παραγωγής, 71.600 εκμεταλλεύσεις και 100.000 περίπου βαμβακοπαραγωγούς. Το σύνολο της κοινοτικής ενίσχυσης στην Ελλάδα, ανέρχεται σε 543 εκατ.ευρώ το χρόνο. Η αναθεώρηση της ΚΟΑ προβλέπει 65% αποσύνδεση της στήριξης από την παραγωγή και 35% ενίσχυση ανά εκτάριο (ή στρέμμα). Η ενίσχυση ανά εκτάριο θα χορηγείται για μέγιστη καλλιεργήσιμη έκταση 370.000 εκτάρια (ή 3.700.000 στρέμματα). Ειδικά για την Ελλάδα, η προβλεπόμενη έκταση χωρίστηκε σε δύο μέρη. Για τα πρώτα 3.000.000 στρέμματα, η στήριξη θα ανέρχεται σε 59,41 ευρώ το στρέμμα, ενώ για τα υπόλοιπα 700.000 μειώνεται σε 34,28 ευρώ το στρέμμα. Η συγκεκριμένη ενίσχυση θα συνοδεύεται από την τήρηση της «πολλαπλής συμμόρφωσης», «διαφοροποίησης», «δημοσιονομικής πειθαρχίας».

Ειδικότερα η «διαφοροποίηση» συνεπάγεται, ότι οι μικροί παραγωγοί που έπαιρναν επιδότηση μέχρι 5.000 ευρώ, θα παίρνουν πλέον μια «εισοδηματική ενίσχυση», το ύψος της οποίας θα είναι στο μέσο όρο επιδότησης της τελευταίας τριετίας (2000-2002), ανεξάρτητα αν παράγουν ή όχι βαμβάκι. Οι μεσαίοι και μεγάλοι παραγωγοί (με επιδοτήσεις άνω των 5.000 ευρώ), θα παίρνουν 65% της στήριξης με μορφή «εισοδηματικής ενίσχυσης» και το υπόλοιπο 35% θα δίδεται ως «ειδική στρεμματική ενίσχυση». Σε περίπτωση που καλλιεργηθούν περισσότερα στρέμματα, η επιδότηση θα περικόπτεται αναλογικά. Όσον αφορά τα κονδύλια που θα εξοικονομηθούν, θα πάνε στα κράτη μέλη, για προγράμματα αναδιάρθρωσης της βαμβακοκαλλιέργειας (πυλώνας ΙΙ). Ωστόσο η σύνδεση της στήριξης με την έκταση (στρέμμα), θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματος στις καλλιέργειες με υψηλή απόδοση (πάνω από 400 κιλά/στρέμμα). Τέλος στις 31.12.2009 προβλέπεται υποβολή ειδικής έκθεσης εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία θα αξιολογηθούν τα αποτελέσματα στήριξης του βαμβακιού, σε σχέση με την παραγωγή βάμβακος στη Ν.Αφρική. Αυτό πρακτικά σημαίνει αναθεώρηση του συστήματος στήριξης το 2009, προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης αποσύνδεσης.

Οι αλλαγές στην ΚΟΑ βαμβακιού, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης τόσο στη γεωργία, όσο και στα εκκοκκιστήρια και σε συγγενείς κλάδους. Η αναπόφευκτη μείωση της παραγωγής και του αγροτικού εισοδήματος μπορεί να φανεί καθαρά, με το εξής παράδειγμα. Υποθέτουμε με βάση ρεαλιστικά δεδομένα, ότι ένας μικρο-μεσαίος βαμβακοπαραγωγός, με 100 στρέμματα ή «δικαιώματα παραγωγής», παίρνει ως «ενιαία εισοδηματική ενίσχυση» 10.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης παίρνει ως «ειδική στρεμματική ενίσχυση» γύρω στα 5.000 ευρώ και άλλα 10.500 ευρώ από την εμπορική αξία του προϊόντος. Έχει δηλαδή συνολικά ακαθάριστα έσοδα 25.500 ευρώ. Αν λάβουμε υπ� όψιν, ότι το κόστος παραγωγής ανέρχεται τουλάχιστον σε 200 ευρώ το στρέμμα, οι συνολικές δαπάνες φθάνουν 20.000 ευρώ το χρόνο. ʼρα θα έχει καθαρά έσοδα (για τα 100 στρέμματα βαμβάκι) γύρω στα 5.500 ευρώ το χρόνο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, για ποιο λόγο να καλλιεργήσει βαμβάκι, όταν από την «ενιαία εισοδηματική ενίσχυση», χωρίς καμιά παραγωγή, θα έχει ετήσια έσοδα 10.000 ευρώ.!!! Εδώ ακριβώς συμπυκνώνεται και η πεμπτουσία της διαδικασίας εγκατάλειψης (με «επιδότηση»), μεγάλου μέρους της βαμβακοκαλλιέργειας. Παρ� ότι η συγκεκριμένη πολιτική (αποσύνδεσης) εμφανίζεται να «εξασφαλίζει» το εισόδημα των μικρομεσαίων παραγωγών, ιδιαίτερα της μεγάλης ηλικίας, δεν παρέχει κανένα «μέλλον» για τη μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών, ιδιαίτερα των νεότερων.

γ) Καπνός

Αν οι προοπτικές στο λάδι και στο βαμβάκι, εμφανίζονται δυσοίωνες, για τον καπνό είναι εντελώς σκοτεινές. Στην ΕΕ καπνοπαραγωγή έχουν κυρίως Ιταλία και Ελλάδα και ακολουθούν Ισπανία και Γαλλία. Οι δαπάνες στήριξης στην Ιταλία ανέρχονται σε 339 εκατ.ευρώ, στην Ελλάδα 376, στην Ισπανία 115 και στη Γαλλία 77 εκατ.ευρώ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου αποβλέπουν στο δραστικό περιορισμό, αν όχι στην ολοκληρωτική κατάργηση της καπνοκαλλιέργειας μετά το 2010. Ειδικότερα το Συμβούλιο αποφάσισε την «αποσύνδεση», τουλάχιστον 40% των επιδοτήσεων από την παραγωγή από το 2006 και αντικατάστασή της από μια «εισοδηματική ενίσχυση» ανεξάρτητα από την παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο θα παραμείνει συνδεδεμένο ως το 2010. Η συνδεδεμένη ενίσχυση δύναται να χορηγηθεί αποκλειστικά σε παραγωγούς που παράγουν ορισμένες ποιοτικές ποικιλίες (Μπασμά, Κατερίνης, Καμπά-Κουλάκ και Βιρτζίνια). Ωστόσο μετά το 2010, θα επέλθει πλήρης αποσύνδεση και το 50% των κονδυλίων θα δίδεται ως εισοδηματική ενίσχυση, ενώ το υπόλοιπο 50% θα πηγαίνει στον «πυλώνα ΙΙ» για προγράμματα αναδιάρθρωσης (δηλ. περιορισμού) της καπνοκαλλιέργειας,. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, δεν προβλέπει απολύτως καμιά εξαίρεση για τους μικρούς παραγωγούς, κάτω των 3,5 τόνων το χρόνο, οι οποίοι αποτελούν (για τις τρεις ανατολικές ποικιλίες) το 93% όλων των παραγωγών και παράγουν το 80% της παραγωγής.!

Συνοψίζοντας, οι προτάσεις της Επιτροπής, οδηγούν σε άμεση εγκατάλειψη του κύριου όγκου της παραγωγής καπνού, δεδομένου ότι σταματάει, μετά το 2010 η στήριξή του. Ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για περισσότερες εισαγωγές, κυρίως από τις ΗΠΑ και από άλλες χώρες (πχ. Τουρκία), με σοβαρές συνέπειες στο ισοζύγιο πληρωμών, στο εμπόριο καπνικών προϊόντων, στην εγχώρια μεταποίηση καπνού, καθώς στους 10.000 εργαζόμενους στην καπνοβιομηχανία. Η εφαρμογή της συγκεκριμένη πολιτικής θα έχει ως συνέπεια, ολόκληρες περιοχές της υπαίθρου και μεγάλες πόλεις που η οικονομία τους συνδέεται άμεσα με την καπνοπαραγωγή (Κομοτηνή, Ξάνθη, Σέρρες, Κιλκίς, Κατερίνη, Γρεβενά, Ελασσόνα, Αγρίνιο, κά), να υποστούν σοβαρά πλήγματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών, ιδιαίτερα της ηλικίας άνω των 50 ετών, βλέποντας ότι η καπνοπαραγωγή δεν έχει μέλλον, διάκεινται ευνοϊκά στην ιδέα της «αποσύνδεσης» σε ποσοστό άνω του 40%, δεδομένου ότι τους παρέχει ένα εισόδημα ως το 2010, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ασχολούνται με την καλλιέργεια. Με άλλα λόγια η «αποσύνδεση» λειτουργεί στην πράξη ως μηχανισμός πρόωρης συνταξιοδότησης.!!! Αυτό μπορεί να φανεί καθαρά με το εξής παράδειγμα: Υποθέτουμε, ότι ένας παραγωγός, παράγει το έτος 1.000 κιλά καπνά τύπου «Μπασμά». Με 100% αποσύνδεση θα έχει έσοδα 4.000 ευρώ χωρίς καμιά παραγωγή, ενώ με 40% αποσύνδεση, θα έχει πριμ 1.600 ευρώ, επιδότηση από τη σύνδεση 4.680 ευρώ, μείον κόστος 3.600 ευρώ και καθαρά έσοδα 2.680 ευρώ.! Δηλαδή λιγότερα απ� ότι με 100% αποσύνδεση!!! Τα ίδια ισχύουν με οποιαδήποτε αναλογία «σύνδεσης-αποσύνδεσης». Κατά συνέπεια μόνο με πλήρη σύνδεση της στήριξης με την παραγωγή, μπορεί να κρατηθεί η καλλιέργεια, να διατηρηθεί η απασχόληση, όπως και ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός σε πολλές περιφέρειες. Μετά το 2010, με την πλήρη αποσύνδεση κατά 100% των επιδοτήσεων και ταυτόχρονα με την περικοπή κατά 50% της ενιαίας εισοδηματικής ενίσχυσης, σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν περιθώρια συνέχισης της καπνοπαραγωγής. Κατά συνέπεια για τους νέους σε ηλικία παραγωγούς και γενικότερα για την αγροτική οικονομία, η προωθούμενη πολιτική αποτελεί άκρως αρνητική εξέλιξη. Μπορεί οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις και ειδικότερα η περίοδος 2006-2009, να διευκολύνει ως ένα βαθμό τις επιχειρήσεις μεταποίησης να λειτουργήσουν (χωρίς έλλειψη πρώτης ύλης μέχρι να αναπροσαρμόσουν τις δραστηριότητες τους), όμως ολόκληρος ο κλάδος, παραγωγής, μεταποίησης, εμπορίας και εξαγωγών καπνού, θα υποστεί σοβαρή συρρίκνωση, αν δεν εξαφανιστεί εντελώς μετά το 2010.

4. Οι επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης και τα αποτελέσματα

Η κυβέρνηση της ΝΔ, με την ανάληψη της εξουσίας, βρέθηκε μπροστά σε δρομολογημένες επιλογές (εκ μέρους της προηγούμενης κυβέρνησης) και σύμφωνα με ισχυρισμούς κυβερνητικών παραγόντων, είχε περιορισμένα διαπραγματευτικά περιθώρια. Οπωσδήποτε οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έχούν τεράστιες ευθύνες, εξ� αιτίας της πολιτικής «παθητικής προσαρμογής» που ακολούθησαν στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και εξωραϊσμού των συνεπειών τους. Ωστόσο μεγάλες ευθύνες έχει και η ΝΔ, που ουσιαστικά όλα αυτά τα χρόνια δεν αμφισβήτησε τις κατευθύνσεις της ΚΑΠ. Ο νέος υπουργός Γεωργίας κ.Σάββας Τσιτουρίδης, με την ανάληψη των καθηκόντων του, βρέθηκε να κρατάει στα χέρια του μια�.«καυτή πατάτα».! Προσπάθησε μετά από επαφές σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, να χαράξει ένα νέο διαπραγματευτικό πλαίσιο για την σύνοδο του Συμβουλίου υπουργών στις 21-22 Απρίλη �04, στο Λουξεμβούργο. Ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, ενώ αποκαλύφθηκαν πολλές αδυναμίες διαπραγμάτευσης σε τεχνοκρατικό επίπεδο.

Ειδικότερα αυτό που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση για το βαμβάκι, ήταν η διατήρηση της σημερινής καλλιεργούμενης έκτασης στα 3.700.000 στρέμματα και η αύξηση των κονδυλίων που πάνε στη συνδεδεμένη παραγωγή κατά 81 εκατ.ευρώ, αντί για τον «πυλώνα ΙΙ». Ωστόσο δεν εξασφάλισε ενιαίο πριμ παραγωγής για όλη την ποσότητα, ούτε απέτρεψε την επανεξέταση της ΚΟΑ βαμβακιού το 2009. Όσον αφορά τον καπνό τα πράγματα πήγαν χειρότερα. Παρ� ότι δόθηκε παράταση πριν την εφαρμογή της πλήρους αποσύνδεσης (από 2005 σε 2009), ωστόσο από το 2010 θα πάει μόνο το 50% των κονδυλίων σε ενιαίες εισοδηματικές ενισχύσεις και το άλλο 50% θα πάει για προγράμματα αναδιάρθρωσης της καπνοκαλλιέργειας. Δυστυχώς η ελληνική αντιπροσωπεία, δε φάνηκε να κατάλαβε την ουσία της γαλλικής πρότασης και όταν το κατάλαβε ήταν πλέον αργά!

Τέλος, όσον αφορά το λάδι, τα πράγματα κύλησαν σχεδόν σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής και δεν υπήρξε καμιά βελτίωση για τους παραγωγούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ισπανία δεν ψήφισε την απόφαση των «15» και απείλησε με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για τις ρυθμίσεις στο λάδι και στο βαμβάκι. Τελικά λίγες μέρες αργότερα, στο περιθώριο των συναντήσεων των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών στο Λουξεμβούργο, εγκρίθηκε πρόσθετο κονδύλι 20 εκατ. ευρώ στην Ισπανία. Αντίθετα ο υπουργός Γεωργίας κ.Τσιτουρίδης, αποδεχόμενος τη φιλοσοφία της πολιτικής της «αποσύνδεσης», υπέγραψε τις ρυθμίσεις με όρους που είναι πίσω και από προτάσεις της ειδικής έκθεσης προς το Ευρωκοινοβούλιο που προετοίμασε ομάδα ευρωβουλευτών. Κατά συνέπεια οι θριαμβολογίες της ΝΔ, για «επιτυχία των διαπραγματεύσεων», θυμίζουν τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, «περί εξασφάλισης των μεσογειακών προϊόντων» κατά την περσινή αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2003.

5. Η αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής

Η αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής, θα πρέπει να συνδυάζει τις γενικότερες επιλογές με τις επιμέρους προτάσεις, ώστε να περιοριστούν οι συνέπειες και να δημιουργηθούν συνθήκες ελπιδοφόρας προοπτικής. Κρίσιμο στοιχείο της εναλλακτικής πρότασης, είναι η κινηματική διάσταση, δηλαδή η παρέμβαση των κοινωνικών οργανώσεων (αγροτικών, συνδικαλιστικών, επιστημονικών κά), όχι μόνο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα όσον αφορά το θέμα της γενικότερης στρατηγικής, χρειάζεται να δούμε ορισμένους βασικούς άξονες που σηματοδοτούν μια διαφορετική αγροτική πολιτική. Τέτοιοι άξονες κατά τη γνώμη μας είναι:

Πρώτον, απόρριψη της πολιτικής «αποσύνδεσης» των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Η πολιτική «αποσύνδεσης», εκτός από τη μείωση κονδυλίων, ατονεί το ενδιαφέρον των παραγωγών για την ποσότητα και ποιότητα των προϊόντων, την φροντίδα στη γη και στο περιβάλλον, επιταχύνει την αποδιάρθρωση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, ενώ παράλληλα αναπαράγει την ανισότιμη κατανομή κονδυλίων υπέρ των μεγάλων και σε βάρος των μικρο-μεσαίων παραγωγών. Στα πλαίσια αυτά, προβάλλουμε παράλληλα την αναγκαιότητα αύξησης των πόρων του κοινοτικού Προϋπολογισμού, ώστε να μη μειωθούν τα διαθέσιμα κονδύλια για τη γεωργία, με την ένταξη των νέων χωρών.

Δεύτερον, η αγροτική μας πολιτική, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία, την επιδίωξη της «αυτοδυναμίας» της χώρας στα βασικά τρόφιμα, λαμβάνοντας υπ� όψη τις κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες και ανάγκες ζωής και απασχόλησης των κατοίκων της υπαίθρου.

Τρίτον, εφαρμογή της αρχής της «κοινοτικής προτίμησης» για τα ελλειμματικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα «μεσογειακά», καθώς και ανακατανομή των δαπανών στήριξης, από τους μεγάλους παραγωγούς προς τους μικρο-μεσαίους και από τις χώρες του βορρά προς τις χώρες του μεσογειακού νότου.

Τέταρτον, εφαρμογή συνολικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, με συγκεκριμένα μέτρα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, κατά κλάδο και περιοχή, μέτρα τυποποίησης και ελέγχου της ποιότητας, προώθησης εξαγωγών, μείωσης της «ψαλίδας τιμών» μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, κά.

Πέμπτον, προώθηση της ποιοτικής γεωργίας, με στήριξη των «παραδοσιακών προϊόντων», «προϊόντων ολοκληρωμένης διαχείρισης», «ονομασίας προέλευσης», «γεωγραφικής περιοχής προέλευσης», «βιολογικής γεωργίας» και «βιολογικής κτηνοτροφίας», κά, καθώς και την αποτροπή, της παραγωγής, εισαγωγής και εμπορίας των «μεταλλαγμένων προϊόντων» στη χώρα.

Έκτον, δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών ανταπόκρισης των υπηρεσιών στις δομές της νέας ΚΑΠ. Ειδικότερα η αναθεωρημένη ΚΑΠ, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, εισάγει πέρα από την «αποσύνδεση», καινούργια στοιχεία οριζόντιων πολιτικών, όπως η πολλαπλή συμμόρφωση, η διαχείριση περιβάλλοντος, οι εθνικοί φάκελοι, κά, ενώ στις νέες ΚΟΑ, για λάδι-βαμβάκι-καπνό, περιλαμβάνονται πολλές αλλαγές στην ως τώρα διαχείρισή τους, μπαίνουν όροι και προϋποθέσεις για την καταβολή ενισχύσεων, κά. Προκειμένου λοιπόν να αξιοποιηθούν, οι όποιες δυνατότητες παρέχει η νέα ΚΑΠ και να ασκηθεί μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική στον αγροτικό τομέα, είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη, η αναδιάρθρωση, αναβάθμιση και ενίσχυση, σε έμψυχο υλικό και οικονομικούς πόρους, όλων των υπηρεσιών που παρέχουν τεχνική στήριξη στον αγροτικό τομέα.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να δούμε ορισμένες ειδικότερες προτάσεις και μέτρα πολιτικής κατά προϊόν. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε, ότι οι προεκτάσεις των νέων ρυθμίσεων δεν έχουν ακόμα διαφανεί στο σύνολο τους και απαιτείται παραπέρα μελέτη και διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς και παραγωγούς, πολύ περισσότερο που υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Κατά συνέπεια, οι προτάσεις στο σκέλος αυτό έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα και καταγράφουν απλά προβληματισμούς. Ειδικότερα κατά προϊόν θα μπορούσαν να γίνουν τα εξής:

Λάδι. Κατ� αρχήν πρέπει να αποσαφηνιστεί, ποια θα είναι τελικά η αναλογία αποσύνδεσης-σύνδεσης, διότι ορισμένοι θέλουν 60%-40%, ενώ άλλοι ζητούν 80%-20% (πχ. ΠΑΣΕΓΕΣ). Για τον υπολογισμό του τελικού ποσοστού, πρέπει να υπολογιστούν τόσο τα συμφέροντα των μικρών παραγωγών που έχουν συμπληρωματικό εισόδημα από την ελαιοπαραγωγή, όσο και εκείνων των που ζουν σχεδόν αποκλειστικά από το λάδι. Επίσης οι ενισχύσεις στην παραγωγή, θα πρέπει να υπολογίζονται με περιβαλλοντικά και κοινωνικοοικονομικά (ενίσχυση ελαιώνων με ιστορική πολιτισμική σπουδαιότητα, απαγόρευση εκρίζωσης ελαιώνων για άλλη παραγωγή, κλπ), όπως και θέματα διασφάλισης της ποιότητας (συγκομιδή με το χέρι, βιολογική καλλιέργεια, κά). Υπάρχει επίσης ανάγκη, εξυγίανσης του συστήματος καταγραφής ποσοτήτων (με αυστηρό έλεγχο στα πυρηνελαιουργεία, κά), όπως και νέοι υπολογισμοί για το ύψος της ενίσχυσης στους ελαιοπαραγωγούς, με βάση τα πραγματικά στοιχεία παραγωγής, απαλλαγμένα από τα γνωστά «πανωγραψίματα».! Τέλος ανοιχτό παραμένει το ζήτημα της επεξεργασίας ενός αξιόπιστου Ελαιοκομικού Μητρώου, προκειμένου να διευκολυνθεί η στήριξη μέτρων πολιτικής και να αρθούν οι τριβές, τόσο μεταξύ παραγωγών όσο και με τις υπηρεσίες ελέγχου.

Βαμβάκι. Παρόμοια κατάσταση έχουμε και με το βαμβάκι. Κατ� αρχήν πρέπει να γίνει επιμερισμός των εκτάσεων μεταξύ παραγωγών που θα απολαμβάνουν αυξημένη και μειωμένη επιδότηση. Επίσης παρ�ότι εξασφαλίστηκε η σημερινή έκταση της βαμβακοκαλλιέργειας (3.700.000 στρέμματα), το υψηλό ποσοστό αποσύνδεσης (65%), θα τροφοδοτήσει τάσεις εγκατάλειψης της καλλιέργειας και απώλειας πόρων από την ΕΕ. Κατά συνέπεια το υπόλοιπο των ενισχύσεων (35%) στην παραγωγή, θα πρέπει να κατανεμηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρηθεί το μέγιστο δυνατό της σημερινής καλλιεργήσιμης έκτασης. Επίσης η κατανομή των συγκεκριμένων ενισχύσεων, να προωθεί μέτρα βελτίωσης της ποιότητας, προστασίας του περιβάλλοντος και στήριξης του εισοδήματος των μικρο-μεσαίων παραγωγών. Τέλος, να διεκδικήσουμε σε επίπεδο ΕΕ, την εφαρμογή της κοινοτικής προτίμησης καθώς και την απαγόρευση παραγωγής «μεταλλαγμένου» βαμβακιού, στις χώρες-μέλη της ΕΕ.

Καπνός. ʼμεσος στόχος πρέπει να είναι η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής παραγωγής, η διάσωση της απασχόλησης και η διατήρηση των εξαγωγών στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, πρέπει να αυξηθούν οι τιμές παραγωγού, εφόσον υπάρχουν περιθώρια σε σχέση με τη διεθνή αγορά. Επίσης θα πρέπει άμεσα να προωθηθεί η στήριξη των ποικιλιών Μπασμά, Κατερίνης, Καμπά-Κουλάκ και Βιρτζίνιας, που έχουν ζήτηση στη διεθνή αγορά, δημιουργούν υψηλή προστιθεμένη αξία, εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας και συνάλλαγμα. Τέλος χρειάζεται συστηματική προσπάθεια αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, με παραγωγή καπνών καλύτερης ποιότητας, μικρότερου κόστους και κατοχύρωσης ενδείξεων «ονομασίας προέλευσης» ή «γεωγραφικής περιοχής προέλευσης», κά.

Στις ειδικότερες προτάσεις, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν επίσης και διεκδικήσεις προς την ΕΕ, όπως του δικαιώματος κάθε κράτος-μέλος να ρυθμίζει μόνο του τον τρόπο στήριξης των προϊόντων με βάση τα διαθέσιμα κονδύλια που λαμβάνει από την ΚΑΠ, όπως επίσης και τη δυνατότητα αναπροσαρμογής του ορίου στήριξης των μικρών παραγωγών (από 5.000 σε 10.000 ευρώ), καθώς και τη δυνατότητα συμπληρωματικής εθνικής ενίσχυσης σε ειδικές περιπτώσεις (π.χ. καπνός, κά).

Όσον αφορά την κινηματική δράση, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, εξ' αιτίας της αδράνειας των λεγόμενων «κεντρικών αγροτικών οργανώσεων» (ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ, ΠΑΣΕΓΕΣ). Αντί της ουσιαστικής ενημέρωσης των παραγωγών και της αγωνιστικής παρέμβασης για την άσκηση πίεσης σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο, οι πιο πάνω φορείς στην καλύτερη περίπτωση, εξάντλησαν το ενδιαφέρον τους σε κάποιες προτάσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, με βάση τα ποσοστά «σύνδεσης» και «αποσύνδεσης». Στην ουσία αποδέχονται τη λογική μετατροπής των ενισχύσεων σε προγράμματα «πρόωρης συνταξιοδότησης» των παραγωγών!!! Ωστόσο υπάρχουν δυνατότητες, ανάπτυξης ενός κινήματος αντίστασης στις προωθούμενες επιλογές, με ενεργοποίηση πρωτοβάθμιων αγροτικών οργανώσεων, ευαισθητοποίησης φορέων τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, επιστημονικών, συνδικαλιστικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων, για τις πολύπλευρες συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ στα «μεσογειακά προϊόντα», στην ελληνική ύπαιθρο και στην ελληνική οικονομία, καθώς και η ανάδειξη της αναγκαιότητας προώθησης μιας εναλλακτικής στρατηγικής στον αγροτικό τομέα, σε όφελος των μικρομεσαίων αγροτών, της αγροτικής οικονομίας και συνολικά της ελληνικής κοινωνίας.