Skip to main content.
07/05/2004

Βιολογική Γεωργία: Δυνατότητες, Προβλήματα, Προοπτικές. Εισήγηση του Γιάννη Τόλιου στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για τη Βιολογική Γεωργία, Θήβα.

1. Εισαγωγή

Η βιολογική παραγωγή αποτελεί μια νέα φιλοσοφία παραγωγής και νέο πρότυπο κατανάλωσης. Πρόκειται για νέο καλλιεργητικό σύστημα που απαιτεί αυξημένη φροντίδα, αυξημένη εργασία, νέα γεωργική τεχνολογία και ταυτόχρονα αυξημένη αβεβαιότητα στην προσδοκώμενη παραγωγή. Το υψηλότερο κόστος παραγωγής εκφράζεται αναπόφευκτα και στις υψηλότερες τιμές, χωρίς ωστόσο να δικαιολογείται το ύψος τους σε όλες τις περιπτώσεις.

Το νομοθετικό πλαίσιο για τη βιολογική γεωργία (λέγεται και «οργανική γεωργία»), καθορίζεται από τον Κανονισμό 2092/91, ενώ για τη βιολογική κτηνοτροφία από τον Κανονισμό 1804/99. Παρά τα βήματα που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, η βιολογική παραγωγή παραμένει δυστυχώς στην τελευταία θέση των χωρών της ΕΕ. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το έτος 2001, το μεγαλύτερο ποσοστό έκτασης με βιοκαλλιέργειες στην ΕΕ, είχαν η Αυστρία 11,3%, Ελβετία 8,7%, η Ιταλία με 7,9%, κλπ, ενώ η Ελλάδα είχε μόλις 0,9%. Ωστόσο λόγω των ευνοϊκών εδαφολογικών και κλιματολογικών συνθηκών, οι βιοκαλλιέργειες αποτελούν σήμερα έναν από τους δυναμικότερα κλάδους της αγροτικής παραγωγής και έχει αντικειμενικά θετικές προοπτικές ανάπτυξης.

2. Τα κυριότερα προβλήματα στην ανάπτυξη της Βιολογικής Γεωργίας

Παρά τις ευνοϊκές προϋποθέσεις ανάπτυξης, η βιολογική γεωργία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που συνδέονται κατ� αρχήν με το υψηλό κόστος παραγωγής, τις δυσκολίες προμήθειας βιολογικών εφοδίων, τη φυτοπροστασία των καλλιεργειών, την εκπαίδευση και συνεχή ενημέρωση των καλλιεργητών, τη χρηματοδοτική στήριξη, τη διακίνηση και εμπορία των προϊόντων, την πιστοποίηση, τους ελέγχους πιστοποίησης, κά.

Ειδικότερα τον τομέα της πιστοποίησης, το νομοθετικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί, παρουσιάζει σοβαρά κενά και αδυναμίες, όπως επίσης και η διαπίστευση των οργανισμών πιστοποίησης στον Εθνικό Συμβούλιο Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ). Δεν υπάρχει επίσης ενιαίο σήμα πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων, ώστε να διευκολύνουν τον καταναλωτή στην επιλογή στην ελληνική και διεθνή αγορά. Ανοιχτό παραμένει επίσης το θέμα της δημιουργίας εθνικών προτύπων πιστοποίησης βιολογικών και μη προϊόντων, που να καλύπτουν και τους τομείς που δεν περιλαμβάνει η κοινοτική νομοθεσία.

Τέλος σημαντικά προβλήματα υπάρχουν και στους τομείς της έρευνας και ιδιαίτερα της εφαρμοσμένης, της εξασφάλισης γενετικού υλικού, της προβολής, τυποποίησης, μεταποίησης, διακίνησης, δικτύων πώλησης, κά.

Ωστόσο το σημαντικότερο πρόβλημα που προέκυψε πρόσφατα, είναι η απειλή «επιμόλυνσης» των βιοκαλλιεργειών (όπως επίσης και των συμβατικών) από τις «γενετικά τροποποιημένες», ή τις λεγόμενες «μεταλλαγμένες» καλλιέργειες.

Η ΕΕ με τη ψήφιση τον Ιούλιο του 2003 των κανονισμών 1829/03, 1830/03, και 1831/03, άνοιξε στην ουσία την πόρτα στη χρήση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ), στην παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών. Η βαθμιαία διολίσθηση της ΕΕ στο δρόμο των «μεταλλαγμένων», κάτω από τις πιέσεις των ΗΠΑ, του ΠΟΕ και μεγάλων πολυεθνικών εταιριών (Mosanto, Bayer, Syngenta, Agrevo, κά), θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες, στην ανθρώπινη υγεία, στην πανίδα και χλωρίδα και γενικότερα στο περιβάλλον.

Η ΕΕ προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις επιλογές της, προβάλλει δύο βασικούς ισχυρισμούς: α) δυνατότητα «συνύπαρξης» συμβατικών και βιολογικών με τις «μεταλλαγμένες» καλλιέργειες και β) εφαρμογή «ιχνηλασιμότητας» και «σήμανσης», ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν μεταξύ «μεταλλαγμένων» και μη προϊόντων.

Ωστόσο η ασφαλής «συνύπαρξη», συμβατικής και βιολογικής γεωργίας με «γενετικά τροποποιημένες», είναι πρακτικά αδύνατη, δεδομένου ότι στους ανοιχτούς αγρούς, υπάρχει πάντα κίνδυνος «επιμόλυνσης» (μεταφορά γύρης από τον αέρα ή τα έντομα), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Στην πραγματικότητα η χρήση Γ.Τ.Ο. στη γεωργία, λειτουργεί ως «βραδυφλεγή βόμβα» στα θεμέλια της συμβατικής και βιολογικής γεωργίας.

Όσον αφορά την «ιχνηλασιμότητα» και «σήμανση», ακόμα και όταν υπό προϋποθέσεις είναι εφικτή (με κατάλληλες υποδομές, υπηρεσίες ελέγχου, αξιοπιστία, ελέγχων κά), στην ουσία δεν παρεμποδίζει τη χρήση τους αφού αποδέχεται την ύπαρξη Γ.Τ.Ο. στα τρόφιμα σε ποσοστό 0,9%, ενώ από την άλλη, δεν καθιερώνει την υποχρεωτική σήμανση σε προϊόντα ζωϊκής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά, γαλακτοκομικά, κλπ). Στην ουσία η ΕΕ μεταθέτει την ευθύνη αγοράς ή μη «μεταλλαγμένων» στους ίδιους τους καταναλωτές.

Οι συνέπειες από τη χρήση Γ.Τ.Ο. στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές θα είναι αρνητικές. Κατ� αρχήν δημιουργούν απρόβλεπτους κινδύνους στον άνθρωπο και στη βιοποικιλότητα του πλανήτη, των οποίων οι συνέπειες θα είναι μη αντιστρέψιμες!

Επίσης διευκολύνουν τον πλήρη έλεγχο της παγκόσμιας γεωργίας, μέσω του γενετικού υλικού (Γ.Τ.Ο.), από λίγες πολυεθνικές, θέτοντας, στην ουσία, υπό ομηρία χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές.

Αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για την Ελλάδα, όπου το γεωφυσικό ανάγλυφο και ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, ευνοούν την επιμόλυνση συμβατικών και βιολογικών καλλιεργειών από την ενδεχόμενη «συνύπαρξή» με μεταλλαγμένες.

Τέλος η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει και το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει στην παραγωγή προϊόντων ποιότητας, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών και της ιδιαίτερης καλλιεργητικής φροντίδας που απαιτεί η παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας.

3. ʼξονες εναλλακτικής πολιτικής του ΣΥΝ για τη Βιολογική Γεωργία

Οι προοπτικές ανάπτυξης των βιοκαλλιεργειών στην Ελλάδα είναι οπωσδήποτε θετικές. Ωστόσο μια σειρά προβλήματα πρέπει να βρουν άμεση λύση.

Κατ� αρχήν χρειάζεται η επεξεργασία ενός συνεκτικού προγράμματος ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, στα πλαίσια ενός γενικότερου προγράμματος βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης και αναζωογόνησης της υπαίθρου. Κεντρικός στόχος του προγράμματος πρέπει να είναι η στήριξη των μικρο-μεσαίων παραγωγών, η προστασία των καταναλωτών και η αυτοδυναμία της χώρας με τα αναγκαία και υγιεινά τρόφιμα.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει από το υπουργείο Γεωργίας, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης της Βιολογικής Γεωργίας, εκτός από αποσπασματικές δράσεις, που με τις γνωστές επικοινωνιακές πρακτικές, εμφανίζεται ως «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Βιολογική Γεωργία».

Επίσης θα πρέπει το «Εθνικό Συμβούλιο Βιολογικής Γεωργίας» να αποκτήσει γνήσια αντιπροσωπευτική σύνθεση, να λειτουργήσει δημοκρατικά και να αποκτήσει ουσιαστικό ρόλο στην επεξεργασία και στην υλοποίηση του προγράμματος ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Επίσης χρειάζεται η αξιοποίηση όλων των σχετικών δράσεων ανάπτυξης των βιοκαλλιεργειών με στόχο το βαθμιαίο μετασχηματισμό όλο και μεγαλύτερου μέρους της αγροτικής παραγωγής σε βιολογική, παράλληλα με την προώθηση παραγωγής της «ολοκληρωμένης διαχείρισης» και στήριξης της παραδοσιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας, για την παραγωγή προϊόντων «ονομασίας προέλευσης», καθώς και «περιοχής προέλευσης» με βάση τη μεσογειακή δίαιτα.

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας μπορεί να παίξει η αύξηση των κονδυλίων στήριξης της βιολογικής γεωργίας, όπως και η ανακατανομή κονδυλίων της ΚΑΠ, από τους μεγάλους παραγωγούς προς τους μικρομεσαίους αγρότες και από τα πλεονασματικά προϊόντα κυρίως των βόρειων χωρών στα ελλειμματικά προϊόντα του ευρωπαϊκού νότου.

Ο χρονικός ορίζοντας επιδότησης των βιοκαλλιεργειών θα πρέπει να επεκταθεί μια 5ετία, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και να δοθούν ειδικά επενδυτικά κίνητρα και ευνοϊκή χρηματοδότηση (επιδότηση επιτοκίου) από την Αγροτική Τράπεζα.

Η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για τις «βιοκαλλιέργειες» θα πρέπει να έχει στόχο την στήριξη του παραγόμενου προϊόντος, τη ζωνοποίηση με χωροταξική κατανομή των επιδοτήσεων, τη μεγαλύτερη στήριξη των μειονεκτικών περιοχών και την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ομαδικών καλλιεργειών ή ομάδων παραγωγών σε σχέση με τους μεμονωμένους παραγωγούς.

Επίσης, να εξασφαλιστεί γεωτεχνική στήριξη και συστηματική πληροφόρηση των βιοκαλλιεργητών, με δημιουργία ειδικών σταθμών κατά νομούς. Να διευρυνθεί το δίκτυο προμήθειας εφοδίων και να εξασφαλιστεί η διαφάνεια των τιμών τους.

Να αυξηθούν οι εκτάσεις παραγωγής βιολογικών ζωοτροφών, να εξασφαλιστεί η παροχή συμβουλών φυτοπροστασίας, η ασφάλιση της βιολογικής παραγωγής έναντι διαφόρων κινδύνων και η κοινωνική ασφάλιση των παραγωγών, με τη δημιουργία ειδικού μητρώου «βιοκαλλιεργητών».

Αύξηση του μεγέθους των βιοκαλλιεργειών με τη δημιουργία «ομάδων παραγωγών» και νέων συνεταιρισμών. Ενθάρρυνση δημιουργίας ολοκληρωμένων εκμεταλλεύσεων (παραγωγή, μεταποίηση, τυποποίηση, εμπορία, εξαγωγές, κά).

Εφαρμογή ταχύρυθμων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενημέρωσης των βιοκαλλιεργητών για τις νεότερες εξελίξεις.

Στήριξη πρωτοβουλιών σύνδεσης των βιοκαλλιεργειών με αγροτουριστικές μονάδες, για τη διάθεση της παραγωγής και την εξασφάλιση πρόσθετου εισοδήματος.

Εξασφάλιση γνησιότητας «πιστοποίησης», σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα ποιότητας και «διαπίστευση» όλων των σχετικών φορέων στο Εθνικό Συμβούλιο Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ).

Αναμόρφωση του συστήματος πιστοποίησης, με στόχο την επίτευξη αξιόπιστων πιστοποιήσεων και συστήματος κυρώσεων και την εφαρμογή από όλους τους ιδιωτικούς οργανισμούς, ενιαίων διαδικασιών ελέγχου και αλληλοαναγνώρισης των μεταξύ τους πιστοποιήσεων.

Δημιουργία κατάλληλης υποδομής για εφαρμογή της «ιχνηλασιμότητας» και της «σήμανσης». Να ενταθούν οι έλεγχοι του ΕΦΕΤ σε όλο το φάσμα παραγωγής βιολογικών προϊόντων (εισροές-παραγωγή-μεταποίηση-εμπορία), με στόχο την προστασία του καταναλωτικού κοινού.

Επέκταση του δικτύου των λαϊκών αγορών για τη διάθεση των βιολογικών προϊόντων, κυρίως από βιοκαλλιεργητές, στην εγχώρια και εξωτερική αγορά και έλεγχος τιμών για υπερβολικό κέρδος σε βάρος των καταναλωτών, κά.

Να θεσμοθετηθεί το δικαίωμα των καταναλωτικών οργανώσεων να ασκούν εποπτεία στην αγορά, στις τιμές και στην ποιότητα των προϊόντων. Προκειμένου τα βιολογικά να συμπεριληφθούν στο «καλάθι της νοικοκυράς», θα πρέπει να γίνουν αναπροσαρμογές στους μισθούς και συντάξεις, ώστε να μην αποτελούν, προνόμιο μόνο των υψηλών εισοδημάτων.

Τέλος στο μεγάλο θέμα των «μεταλλαγμένων», η χώρα μας θα πρέπει:

Να διεκδικήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με άλλες χώρες, τη διατήρηση του «μορατόριουμ» για τα μεταλλαγμένα, σε τρόφιμα και ζωοτροφές.

Να παγώσει τη χορήγηση αδειών παραγωγής «μεταλλαγμένων» προϊόντων και να αποσυρθούν άμεσα όσα κυκλοφορούν.

Να κηρύξει τη χώρα «ελεύθερη ζώνη» από μεταλλαγμένα, με βάση την αρχή της προφύλαξης που παρέχει το «Πρωτόκολλο Βιοασφάλειας της Καρθαγένης»

Να δημιουργηθούν οι αναγκαίοι μηχανισμοί αποτελεσματικού ελέγχου της ύπαρξης Γ.Τ.Ο. στα τρόφιμα (ιχνιλασιμότητα και σήμανση), με την ουσιαστική συμμετοχή εκπροσώπων των καταναλωτικών οργανώσεων.

Να διεκδικήσει με άλλες χώρες, τη ριζική αλλαγή των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, που ανοίγουν την πόρτα στα μεταλλαγμένα και να επιβληθεί μηδενικός συντελεστής επιμόλυνσης των συμβατικών σπόρων από «γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς» (Γ.Τ.Ο.). Κανένα προϊόν να μην παράγεται χωρίς τη διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών.

Να εφαρμοστεί για τους παραγωγούς και εμπόρους μεταλλαγμένων, η αρχή της «οικονομικής ευθύνης» για οποιαδήποτε βλάβη προκληθεί στο καταναλωτικό κοινό, στην κοινωνία και στο περιβάλλον, ενώ το κόστος «ιχνηλασιμότητας» και «σήμανσης» να επιβαρύνει τους ίδιους.

Να διασφαλιστεί το δικαίωμα των παραγωγών να έχουν το δικό τους καθαρό πολλαπλασιαστικό υλικό και να επιβληθεί έλεγχος στην ασυδοσία των πολυεθνικών, στην παραγωγή και εμπορία παντός είδους γενετικού υλικού.

Τέλος, πάνω από όλα, να προωθήσει ένα εναλλακτικό μοντέλο γεωργίας, που θα στηρίζει τους αγρότες, ιδιαίτερα τους μικρομεσαίους, στην παραγωγή προϊόντων ποιότητας (βιολογικών, ονομασίας προέλευσης, τοπικών-παραδοσιακών και ολοκληρωμένης διαχείρισης).

Βεβαίως η πάλη κατά των «μεταλλαγμένων» δεν εξαντλείται εδώ.

Χρειάζεται η προώθηση ενός εναλλακτικού μοντέλου αγροτικής παραγωγής, που θα παράγει προϊόντα ποιότητας, θα στηρίζει την οικογενειακή γεωργία και κτηνοτροφία και θα εξασφαλίζει την εθνική κυριαρχία ή αυτοδυναμία της χώρας στα τρόφιμα.

Με άλλα λόγια το σημερινό μοντέλο αγροτικής παραγωγής που στηρίζεται στο «χαμηλό κόστος» και στην «οικονομική ανταγωνιστικότητα» έχει στόχο τη μεγιστοποίηση κερδών των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων και αγροτοβιομηχανικών συγκροτημάτων, είτε με την εκτεταμένη χρήση αγροχημικών (λιπασμάτων-φυτοφαρμάκων), είτε με τους «γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς», θα πρέπει να αντικατασταθεί, από ένα μοντέλο γεωργίας που θα παράγει υγιεινά προϊόντα (βιολογικά και παραδοσιακά), θα στηρίζεται στην «κοινωνική ανταγωνιστικότητα» και βιώσιμη ανάπτυξη και θα εξασφαλίζει πολύμορφη στήριξη στους μικρο-μεσαίους αγρότες και στις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις.