Skip to main content.
09/05/2001

Χαιρετισμός του Ν.Κωνσταντόπουλου στην εκδήλωση για την "Ημέρα της Ευρώπης"

9 Μαίου 2001

Χαιρετισμός του Προέδρου του Συνασπισμού Ν.Κωνσταντόπουλου στην εκδήλωση για την "Ημέρα της Ευρώπης" στο Ζάππειο

Η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί ένα εντελώς πρωτότυπο εγχείρημα καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία επιχειρείται η αυτοθέσμιση μιας υπερεθνικής οντότητας από επιμέρους εθνικά κράτη με ειρηνικά μέσα. Κάθε άλλη ευρύτερη ενοποίηση στο παρελθόν προήλθε ως αποτέλεσμα πολεμικών συγκρούσεων. Έχουν περάσει ήδη 50 περίπου χρόνια από τα πρώτα βήματα προς την ενιαία Ευρώπη με την Ελλάδα να συμμετέχει από το 1981. Τελευταίο σημαντικό γεγονός η Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000, που θεωρήθηκε ότι κοιτάζει προς το παρελθόν και δεν άνοιξε βηματισμό προς το μέλλον.

Η ιστορία όμως της Ε.Ε είναι μια ιστορία σχεδόν διαρκών διευρύνσεων, χωρίς ουσιαστική αναθεώρηση και αναπροσαρμογή των δομών της στα νέα δεδομένα. Έτσι, οι μηχανισμοί και οι πολιτικές που ήταν ίσως επαρκείς για έξι χώρες και μετά για δώδεκα, έχουν οδηγήσει την Ευρώπη των δεκαπέντε σε μια πρωτοφανή και επικίνδυνη στασιμότητα, με συνέπεια η Ευρώπη σήμερα - ενόψει και της περαιτέρω διεύρυνσής της με 12 επιπλέον μέλη - να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις της αύξουσας και εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης και στις προσδοκίες των πολιτών της.

Στη Νίκαια φάνηκαν ανάγλυφα τα μεγάλα πολιτικά, δημοκρατικά και κοινωνικά ελλείμματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με την πρόταξη εθνικών μικροσυμφερόντων και την αδυναμία να δοθεί νέα ώθηση σε ένα κοινό ευρωπαϊκό όραμα. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν έγινε αποφασιστικός, δεν ενισχύθηκε το Συμβούλιο των Περιφερειών, οι κοινωνικές πολιτικές έλαμψαν δια της απουσίας τους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέμεινε ανεξέλεγκτη από την πολιτική της Ε.Ε, η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων παρέμεινε ένα γενικόλογο κείμενο με συμβολική μόνο αξία και δεν σημειώθηκε καμιά πρόοδος στο θέμα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Αμυνας (ΚΕΠΠΑ), για να αναφερθώ επιγραμματικά μόνο στα σημαντικότερα.

Με τέτοιου είδους τεράστια και επικίνδυνα στις σημερινές συνθήκες πολιτικά και κοινωνικά ελλείμματα, με την εμμονή στην οικονομική κυρίως διάσταση της ενοποίησης, με τον φιλελεύθερο μονόδρομο και την προϊούσα αποδόμηση της μεγάλης ευρωπαϊκής κατάκτησης του κοινωνικού κράτους είναι φυσικό οι ευρωπαίοι πολίτες να είναι αδιάφοροι, δύσπιστοι και συχνά εχθρικοί.

Το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος της Ε.Ε και βρίσκεται εντός της ΟΝΕ, αποτελεί αναμφίβολα θετικό βήμα. Δυστυχώς όμως αυτό είναι το ελάχιστο. Η εμμονή των εθνικών πολιτικών στην ονομαστική σύγκλιση, στην μονόπλευρη λιτότητα και στην υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων μοντέλων τείνει να μετατρέψει τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε σε ανισότιμη και οριακή. Παρά τις διαρκείς εισροές διαρθρωτικών πόρων επί μία εικοσαετία, η Ελλάδα έρχεται πρώτη σε αρνητικές επιδόσεις συγκρινόμενη με τους εταίρους της. Γιατί, δυστυχώς, οι κοινοτικοί πόροι κατασπαταλήθηκαν ανορθολογικά και με εντελώς πελατειακή νοοτροπία. Αν όμως δεν προχωρήσουμε εδώ και τώρα στην ορθολογική αξιοποίησή τους για ουσιαστική ανάπτυξη, σύγκλιση και κοινωνική συνοχή, πώς θα επιτευχθεί αυτό και ποια θα είναι η κατάσταση στη χώρα μας, όταν σταματήσουν οι εισροές από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης;

Επιπλέον, απουσιάζει ένας ευρύς και συστηματικός κοινωνικός και πολιτικός διάλογος για θέματα όπως το ευρωπαϊκό σύνταγμα και η προοπτική της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, η μετατροπή της Κομισιόν σε κυβέρνηση της Ένωσης και η παράλληλη λειτουργία δύο Βουλών, του Ευρωκοινοβουλίου και της συνόδου των εθνικών κοινοβουλίων, τη στιγμή που τα θέματα αυτά απασχολούν έντονα τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Ούτε η Ελλάδα λοιπόν είναι τόσο ισχυρή ούτε η Ευρώπη τόσο ενιαία, όπως συχνά προβάλλεται. Και τα δύο παραμένουν ζητούμενα. Πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά ποια Ευρώπη προετοιμάζουμε για τη νέα γενιά, για τους πολίτες του 2050. Γιατί η ευρωπαϊκή ιστορία έχει δύο όψεις. Υπάρχει η Ευρώπη του Γκαίτε, υπάρχει και η Ευρώπη του Αουσβιτς. Υπάρχει η Ευρώπη του κοινωνικού κράτους, αλλά και η Ευρώπη της αποικιοκρατίας. Υπάρχει η Ευρώπη των δικαιωμάτων, αλλά και η Ευρώπη της βαρβαρότητας, από την Ιερά Εξέταση μέχρι τους φασισμούς και τους ολοκληρωτισμούς. Υπάρχει η Ευρώπη των συνταγματικών διακηρύξεων, αλλά και των " ανθρωπιστικών πολέμων", όπως αυτός στα Βαλκάνια που άνοιξε λογαριασμούς και προβλήματα για τον 21ο αιώνα. Υπάρχει η προοπτική της Ευρώπης των λαών και των πολιτών, υπάρχει όμως και η πραγματικότητα των ρατσισμών, των εθνικισμών και των κοινωνικών αποκλεισμών.

Χρειάζεται λοιπόν άμεση αλλαγή πολιτικών προσανατολισμών, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό επίπεδο, με κοινωνικές προτεραιότητες και έμφαση στην πραγματική σύγκλιση και στην προώθηση της πολιτικής ενοποίησης, αν θέλει η Ελλάδα να γίνει πραγματικά ισχυρή και η Ευρώπη πραγματικά ενιαία. Αν, δηλαδή, θέλουμε η Ελλάδα και η Ευρώπη να διαδραματίζουν ανεξάρτητο διεθνή ρόλο, πέρα από κάθε κηδεμονία, αποτελώντας παράγοντες διεθνούς και περιφερειακής σταθερότητας, ασφάλειας και ευημερίας.

Το 1990, μετά τα επαναστατικά γεγονότα, που άρχισαν το 1989 και δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί, ο Εντγκάρ Μορέν διατύπωνε το κρίσιμο ερώτημα :

"- Τι γίνεται, όμως, με την πολιτική Ευρώπη, την Ευρώπη των ενωμένων κρατών, που πάντοτε ονειρευόμαστε και ποτέ δεν πραγματοποιούμε ;
Να, λοιπόν, που παρακινούμαστε να ξανασκεφτούμε την Ευρώπη...".

Η απόσταση που χωρίζει το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τις κυβερνητικές επιλογές της Ε.Ε. πρέπει να καλυφθεί.

Μακάρι να μικραίνει κάθε μέρα.
Αυτό είναι η ιστορική πρόκληση.
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της πολιτικής σε εποχή γενικευμένης απολιτικής αδιαφορίας.
Η πολιτική αντίφαση της σύγχρονης Ελλάδας έχει ένα κεντρικό σημείο.
Την αντιθετική στάση μέσα ή έξω από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Από το ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο στην εξιδανίκευση της Ε.Ε. και της ΟΝΕ, ως γης της επαγγελίας.

Έχουμε ευθύνη όλοι.
Και θα εξακολουθήσουμε να έχουμε την ίδια ευθύνη, εάν για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ακούμε περισσότερο τον κ. Σολάνα και λιγότερο τον Πιερ Μπουρντιέ, εάν εμπνεόμαστε περισσότερο από την νομισματοπιστωτική διαχείριση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και λιγότερο από τον στοχασμό του Εντγκάρ Μορέν.

Η Ευρωπαϊκή εξέλιξη δεν είναι υπόθεση συνδυασμού στοιχείων αγοράς, δημοσιονομικής και νομισματοπιστωτικής διεκπεραίωσης. Είναι υπόθεση δημιουργίας νέων θεσμών δημοκρατικού πλουραλισμού, κοινωνικής προστασίας και συμμετοχής, πολιτικής εγρήγορσης, οικολογικής ποιότητας και πολιτισμικής δημιουργικής συνύπαρξης, με ανεκτικότητα και χωρίς ξενοφοβίες.

Να, λοιπόν, γιατί επιβάλλεται κάθε μέρα να ξανασκεφτόμαστε την Ευρώπη, τόσο ως όραμα όσο και ως πράξη.