Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου
11/11/1997

Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Κορυφής του Λουξεμβούργου για την ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

To “βήμα” αναθεώρησης των συνθηκών της ΄Ενωσης που έγινε στο ΄Αμστερνταμ “είναι βήμα μετέωρο” και δεν αποτελεί εγγύηση για την προώθηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Τα κράτη-μέλη, μπλεγμένα μέσα στο ασφυκτικό μονεταριστικό δίκτυο, παρά τις διακηρυκτικού χαρακτήρα βελτιώσεις της Συνθήκης για τα ζητήματα της απασχόλησης, θα αναγκάζονται να “ρυθμίζουν” συνεχώς τα προβλήματα της απασχόλησης, των εισοδημάτων, των εργασιακών σχέσεων, των ασφαλιστικών και των φορολογικών συστημάτων, σύμφωνα με τις ανάγκες της κυριάρχης νομισματικής πολιτικής, στις επιταγές της οποίας θα υποτάσσονται όλες οι άλλες πολιτικές της ΄Ενωσης υπό το άγρυπνο βλέμμα και τον έλεγχο της πανίσχυρης Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας.

Η ετεροβαρής προώθηση της Οικονομικής και Νομισματικής ΄Ενωσης μόνο με όρους δημοσιονομικής αυστηρότητας, σταθεροποίησης, χωρίς συγκεκριμένη αναπτυξιακή πρόταση με στόχο την απασχόληση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη διασφάλιση του κοινωνικού προσώπου της Ε.Ε.και επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης ώστε να αναδειχτούν προτεραιότητες στην απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.

Ταυτόχρονα η έλλειψη συντονισμού των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών λειτουργεί προς όφελος των νεοφιλελεύθερων επιλογών και ρυθμίσεων και οδηγεί στην κοινωνική, φορολογική και οικολογική υποβάθμιση. Προκάλεσαν γι αυτό σοβαρότατες κοινωνικές συνέπειες. Mεταξύ 1975 και 1997, ο αριθμός ανέργων στην Ε.Ε. ανήλθε από 5 σε 18 εκατομμύρια και το ποσοστό ανεργίας από 3% σε 11%. Ακολούθησε το φαινόμενο της νέας φτώχειας που χτύπησε την Ευρώπη. 50 εκατομμύρια είναι σήμερα οι φτωχοί στην Ε.Ε.

Επιπλέον η ίδια η Ευρωπαϊκή ιδέα απειλείται σοβαρά, γιατί όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες σκέπτονται πως αυτή η Ευρώπη δεν είναι η δική τους και αναρωτιούνται εάν οι θυσίες που τους επιβλήθηκαν στο όνομα της υλοποίησης της ΟΝΕ αποφέρουν έστω κάτι θετικό.

Αντίθετα, απέναντι στις πολιτικές των συμφώνων σταθερότητας, της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της εισοδηματικής λιτότητας τα κέρδη συνεχώς αυξάνονται, οι χρηματιστικές δραστηριότητες αναπτύσσονται ανεξέλεγκτες σε συνθήκες εκτεταμένης φοροδιαφυγής και ασύδοτης κερδοσκοπίας.

Στη Διάσκεψη Κορυφής του Λουξεμβούργου οι αρχηγοί των κυβερνήσεων δεν δείχνουν διάθεση και δεν διαθέτουν βούληση για την καταπολέμηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, που αποτελούν μείζονα προβλήματα για την πορεία της Ευρωπαϊκής Οικοδόμησης, εξ ίσου σημαντικά με την επιτυχία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης.

Η Σύνοδος Κορυφής θα επαναβεβαιώσει, όπως δείχνουν τα πράγματα τις διακηρυγμένες μακροοικονομικές αναφορές της Ε.Ε. για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας και την απαχόληση.

Ο διαγραφόμενος “στόχος ντροπής” για την μείωση της ανεργίας στο 7% το 2002 δεν ικανοποιεί την Αριστερά.

Ούτε η αύξηση της απασχόλησης καλύπτεται με την καθιέρωση της “ευελιξίας της αγοράς εργασίας”, τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους και της κοινωνικής ασφάλισης. Μόνο η ριζοσπαστική και αποτελεσματική επιλογή της μείωσης των ωρών της εργάσιμης εβδομάδας θα μπορούσε να ανοίξει δρόμο ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας άμεσα.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ο ΣΥΝ επισημαίνει ότι:

Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε τελικά να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των Ελλήνων πολιτών και δεν έλαβε υπ΄όψη της τις απαιτήσεις που διατύπωσε το κοινωνικό και συνδικαλιστικό κίνημα στο μέγα θέμα της ανεργίας. Δεν τόλμησε να συμπορευτεί με τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας που ξεκίνησαν διαδικασίες μείωσης του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας σε 35 ώρες. Αντίθετα, στην επιστολή του Πρωθυπουργού κ. Σημίτη προς τον Λουξεμβουργιανό Πρόεδρο υπάρχει πλήρης ευθυγράμμιση της Ελλάδας στην αρχή της “Ευελιξίας” στην αγορά εργασίας, ως βασικού μέτρου για την απασχόληση, άποψη που υποστηρίζουν οι ποιο συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης.

Η ΄Εκτακτη Σύνοδος Κορυφής οφείλει να αποφασίσει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο θα ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός συντονισμός των οικονομικών και όχι μόνο των νομισματικών πολιτικών, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μακροοικονομικό περιβάλλον φιλικό προς την απασχόληση.

Η Σύνοδος οφείλει να υιοθετήσει ένα “Σύμφωνο Οικονομικού Συντονισμού” το οποίο θα συμπληρώνει το γνωστό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και θα διασφαλίζει πως μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ το νομισματικό βάθρο θα εξισορροπηθεί από ένα οικονομικό που θα αποδείξει ότι η ΟΝΕ δεν στοχεύει απλά στη διατήρηση της σταθερότητας, αλλά στην αξιοποίηση αυτής της βάσης προκειμένου να αυξηθεί η απασχόληση και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο.

1. Η Σύνοδος Κορυφής πρέπει ακόμα να υιοθετήσει την πρόταση των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας για μια άμεση και δραστική αντιμετώπιση της ανεργίας αλλά και της δημιουργίας εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.

Η μείωση του πραγματικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας κατά 10% οδηγεί άμεσα στην εβδομάδα των 35 εργασίμων ωρών χωρίς μείωση των εισοδημάτων, που δεν θα επηρέσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Με άξονα το 35ωρο μπορεί να διαμορφωθούν και επιμέρους πολιτικές, κίνητρα, φορολογικές διευκολύνσεις, με παράλληλη αξιοποίηση και νέων πόρων, αλλά και εκείνων που θα προκύψουν από ποσά που σήμερα δαπανώνται σε παθητικές πολιτικές για την ανεργία.

2. Ο ρόλος της Ε.Ε. στον αγώνα κατά της ανεργίας πρέπει να ενισχυθεί άμεσα με τον διπλασιασμό του συνολικού Προϋπολογισμού της Ε.Ε. που συνεχίζει να διατηρείται στο απαράδεκτα χαμηλό ύψος του 1,27% του Κοινοτικού ΑΕΠ, όταν η ΄Ενωση αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη κρίση απασχόλησης από την σύστασή της. Μεσοπρόθεσμα επιβάλλεται και νέα αύξηση, ώστε ο προϋπολογισμός της Ένωσης να ανέλθει στο 5% του ΑΕΠ.

3. Βιώσιμη ανάπτυξη με τους σημερινούς αναπτυξιακούς ρυθμούς κάτω του 3% και ετήσιες μεταβολές της τάξης του 4% στις επενδύσεις και του ½% της απασχόλησης δεν προδιαγράφουν ευνοϊκές έξελίξεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Επιβάλλεται μια ριζικά διαφορετική πρόταση που θα καθιστούσε δυνατή μαζί με ορισμένες διαρθρωτικές πολιτικές ένα ποσοστό βιώσιμης ανάπτυξης του 3,5% το χρόνο, μια αύξηση της απασχόλησης της τάξεως του 1,5% ετησίως και την μείωση της ανεργίας κατά 1% το χρόνο, ώστε να μειωθεί κατά 50% στο ξεκίνημα της τελικής φάσης της ΟΝΕ.

Η πρόταση αυτή προϋποθέτει μια αύξηση των επενδύσεων της τάξης του 5-6% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ίδια η Ε.Ε. πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου, στηρίζοντας και προωθώντας την κινητοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών πόρων για τις επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων επιβάλλεται να δραστηριοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση προκειμένου να αυξηθούν οι συνολικές επενδύσεις στην Ευρώπη κατά 1% ετησίως του ΑΕΠ στα επόμενα πέντε χρόνια.

4. Η Σύνοδος Κορυφής πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια συγκεκριμένους στόχους για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και την αντιμετώπιση της ανεργίας. Να διατυπωθεί ο στόχος της προσπάθειας για τη δημιουργία 15 εκατ. νέων θέσεων εργασίας μέχρι το 2000, με ταυτόχρονη επιδίωξη-στόχο για μείωση της ανεργίας στο μισό ποσοστό του σημερινού για το ίδιο χρονικό διάστημα. Αν αυτοί οι στόχοι δεν είναι ίσης βαρύτητας και δεν συνεκτιμηθούν μαζί με τα άλλα κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης, τότε θα αποτελούν στόχους-ευχές και θα εγκαταληφθούν με τις πρώτες δυσκολίες. Εκτός από τους γενικούς αυτούς στόχους πρέπει να υπάρχουν και επιμέρους στόχοι για την ανεργία των νέων, των γυναικών και των ηλικιωμένων εργαζομένων, ώστε να εξασφαλισθούν επιμέρους δράσεις και προγράμματα.

5. Πλάϊ στις αναζητήσεις για την ανάπτυξη, την απασχόληση και το ωράριο υπάρχουν τα μεγάλα προβλήματα των συστημάτων της φορολογίας, της κοινωνικής προστασίας και της μισθοδοσίας. Η προώθηση της ενιαίας αγοράς, της ονομαστικής σύγκλισης και του ενιαίου νομίσματος διαμορφώνει τον ενιαίο οικονομικό χώρο της Ευρώπης, ερήμην της πραγματικής οικονομίας, των φορολογικών συστημάτων, των συστημάτων μισθών και κοινωνικής προστασίας.

Η τάση για μετατόπιση των φορολογικών βαρών από το κεφάλαιο και τις αποταμιεύσεις προς την μισθωτή εργασία και την απασχόληση, που συνόδευε μέχρι τώρα την πρόοδο της ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς και της ΟΝΕ πρέπει να αναστραφεί.

Η Ε.Ε. οφείλει να πάρει μέτρα που θα οδηγήσουν στην υιοθέτηση δεσμευτικών κανόνων στη φορολογία των επιχειρήσεων, στην αποτροπή του αρνητικού φορολογικού ανταγωνισμού, στα εισοδήματα από αποταμιεύσεις, στην ενδεχόμενη μείωση ή κατάργηση του ΦΠΑ, στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών εντάσεων εργασίας, στην προώθηση φορολογικών μέτρων στις χρηματιστικές δραστηριότητες και τη σπατάλη φυσικών πόρων, στις επιχειρήσεις εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας.

Απαραίτητη προϋπόθεση για μια κοινωνικά αποδεκτή πρόταση του Συμβουλίου Κορυφής του Λουξεμβούργου είναι η δέσμευση των Αρχών κρατών και κυβερνήσεων ότι τα κράτη-μέλη και η Ε.Ε. θα διασφαλίσουν την αγοραστική δύναμη και, ευρύτερα, τα εισοδήματα των Ευρωπαίων πολιτών, την ποιότητα ζωής στην Ε.Ε., την προστασία του περιβάλλοντος.

6. Η ουσιαστική προώθηση της απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση πολιτικών που προωθούν προγράμματα της κοινωνικής και πράσινης εργασίας. Επίσης με την αποτελεσματικότερη σύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης με την απασχόληση. Με κίνητρα για την παραμονή των νέων στην υποχρεωτική εκπαίδευση, της οποίας η διάρκεια πρέπει να διευρυνθεί. Με την καθιέρωση σε ολόκληρη την Ε.Ε. της διά βίου εκπαίδευσης. Επίσης, πρέπει να προωθηθούν τοπικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που να ενεργοποιούν τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, καθώς και συνεταιριστικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες.

7. Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η εξεύρεση πόρων για τη χρηματοδότηση κοινωνικών παροχών και της κοινωνικής ασφάλισης. Η δανειοληπτική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι όσον αφορά στον εσωτερικό (στο επίπεδο της Ε.Ε.) δανεισμό, όσο και στον εξωτερικό, δεν έχει καν αξιοποιηθεί. Νομίζουμε λοιπόν ότι η ιδέα των ευρωομολόγων ως δυνατότητα άντλησης πόρων από την ευρωπαϊκή αποταμίευση είναι ενδιαφέρουσα και πρέπει να εξεταστεί. Επιπλέον είναι ανάγκη να αυξηθούν οι πόροι για την απασχόληση και την κατάρτιση σε εθνικό επίπεδο. Προτείνουμε να υιοθετηθεί η ιδέα που υπήρχε στο σχέδιο ψηφίσματος-όχι όμως στο τελικό- του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου προτείνεται η αύξηση από 0,5 στο 1% του εθνικού ΑΕΠ για ζητήματα κατάρτισης και αυτό να αφαιρεθεί από τους υπολογισμούς για την εκτίμηση του δημοσίου ελλείμματος. Με αυτή τη λογική μπορούμε να αυξήσουμε σημαντικά τους δημόσιους πόρους για απασχόληση και κοινωνικές δαπάνες χωρίς αυτοί οι π΄ροσθετοι πόροι να υπολογιστούν στο δημόσιο έλλειμμα, όσον αφορά στο στόχο του 3%. Ακόμα, τα διαφορετικά επίπεδα αμοιβών στα κράτη-μέλη της ΄Ενωσης, λόγω των ουσιαστικών διαφορών στο συνολικό κόστος εργασίας, μισθολογικό και μη, γεννούν ένα νέο πρόβλημα για το μέχρι πότε μπορεί να διαφέρει η κλίμακα χρηματοδότησης του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους μεταξύ των κρατών μελών μέσα σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο σήμερα και ένα ενιαίο νόμισμα αύριο χωρίς αυτό να επηρεάζει τους υποκειμενικούς όρους του ανταγωνισμού.

Επιβάλλεται στο Λουξεμβούργο να δρομολογηθεί η προοπτική δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Κοινωνικής προστασίας ικανού να καλύπτει τις κοινωνικές ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών, να διασφαλίζει και να αναπτύσσει το “κοινωνικό πρόσωπο της Ευρώπης”, που ως γνωστόν αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το Ευρωπαϊκό όραμα.

Τμήμα Εργατικής Πολιτικής