Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
11/12/2004

Ομιλία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη στο 4ο Συνέδριο του ΣΥΝ

Μετά από τόσα χρόνια παρουσίας του στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική πολιτική ζωή ο ΣΥΝ έχει αποκτήσει και ιστορικότητα και διακριτότητα και παρά τα όσα ακούμε, ακόμα και μέσα σε αυτό το Συνέδριο, και αυτονομία.

Η ιστορικότητα του δεν οφείλεται μόνο στα χρόνια που πέρασαν αλλά και στο γεγονός ότι είναι κληρονόμος μιας μακρότατης παράδοσης τόσο των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς, από την πρώτη στιγμή που υπήρξε αριστερά με σύγχρονους όρους, όσο και των κατά καιρούς αντιπαραθέσεων τους, που και σήμερα εξακολουθούν να εκφράζονται.

Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε επάνω τους και να τις χωνέψουμε σε μια σύνθεση. Αυτό είναι και ένα βασικό χαρακτηριστικό της διακριτότητας μας, αλλά όχι το μόνο. Προσπαθούμε να εντάξουμε σε αυτήν τη σύνθεση νέα ρεύματα ιδεών και αναζητήσεις που επιβάλλουν οι σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας, οι πολίτες όλου του κόσμου: την οικολογία, την υπέρβαση των εθνικών κρατών, τη διαμόρφωση νέων πολιτικών υποκειμένων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Και το κάναμε από την αρχή της ύπαρξης μας, και το κάνουμε και σήμερα σε απόλυτη αυτονομία σκέψης και δράσης, με αποτελέσματα που ασφαλώς και δεν μας ικανοποιούν πλήρως, που ασφαλώς ξενίζουν ή και ενοχλούν. Αυτά πάντως είναι εκείνα που διαμορφώνουν και τη φυσιογνωμία μας και το στίγμα μας, αυτά μας κράτησαν, μας κρατούν και θα μας κρατούν μαζί. Φυσικά και δεν αρκούν, γιατί αυτές οι γενικές κατευθύνσεις δοκιμάζονται από τη συγκυρία, από τις συγκεκριμένες κάθε φορά εξελίξεις, από τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτή η δοκιμασία θα έπρεπε να είναι το κύριο αντικείμενο του Συνεδρίου μας.

Και να τώρα το παράδοξο : να βλέπουμε και να ακούμε στη συζήτηση τη σχεδόν συνεχή αυτοαμφισβήτηση και της ιστορικότητας και της διακριτότητας και της αυτονομίας μας, το μηδενισμό της φυσιογνωμίας μας και την εξαφάνιση του στίγματος μας, με επιχειρήματα τις κριτικές των αντιπάλων, των ανταγωνιστών μας, εκείνων που δεν μας ψηφίζουν, άλλων που παίζουν το ρόλο θεατή και άλλων που το εγχείρημα δεν ικανοποιεί ή ενοχλεί ή βλάπτει. Ακόμα σοβαρότερο, αυτή κατεδαφιστική κριτική γίνεται στο όνομα μιας επιθυμητής «αριστερής στροφής» η οποία προτείνεται για να αποκτήσουμε επιτέλους την προφανώς ανύπαρκτη φυσιογνωμία μας, το προφανώς ουδέποτε ορισμένο στίγμα μας, την εξαφανισμένη «λαϊκότητα» μας, τον χαμένο μέσα στην ομίχλη ορίζοντα μας, το σοσιαλισμό!

Και έτσι, αντί να οικοδομήσουμε πάνω στα, με δυσκολίες και σε αντίξοες συνθήκες, κεκτημένα, επιστρέφουμε σε συζητήσεις από μηδενικής βάσεως. Αν είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε για άλλη μια φορά, αλλά σοβαρά και υπεύθυνα, όχι με υπαινιγμούς και επίκληση αυτονόητων αληθειών, όχι με κλεισίματα ματιών και με ανέξοδες συναισθηματικές εξάρσεις και λαϊκίστικες υπεραπλουστεύσεις.

Μπήκε, λέει, επιτέλους ο σοσιαλισμός ως κύριος στόχος μας και μάλιστα με τη σαφήνεια της αναφοράς ενός από τα κείμενα μας στην κοινωνικοποίηση της μέσων παραγωγής, σε διάφορες εκδοχές ανάλογα με τον ομιλητή. Φυσικά θα συνοδεύεται αυτός ο σοσιαλισμός από δημοκρατία και ελευθερία, όλων των πολτών φαντάζομαι. Αφήνω την ανεπάρκεια των διατυπώσεων, ίσως αναπόφευκτη σε ένα σύντομο συνεδριακό κείμενο. Αλλά απορώ με την σχεδόν απόλυτη έλλειψη ουσιαστικού προβληματισμού σχετικά με τις εμπειρίες του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού σε όλες τις εκδοχές του και τα συμπεράσματα που καλούμαστε πολιτικά να εξαγάγουμε. Η οικονομική καθυστέρηση και τελική κατάρρευση της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων, η πνευματική και ηθική εξαθλίωση, οι κολοσσιαίες κοινωνικές ανισότητες, η βιβλική οικολογική καταστροφή στην πρώην ΕΣΣΔ και τις λοιπές χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, μόνο στην έλλειψη δημοκρατίας και ελευθερίας οφείλονται ή μήπως η εξαφάνιση της δημοκρατίας και η καταπίεση της ελευθερίας προέκυψαν από την επιβολή ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού μοντέλου τους ήταν εχθρικό έστω κι αν τις επικαλούνταν ή τις υποσχόταν;

Ας προσθέσω ότι ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής θα πρέπει να χαμογελά με κάποια συγκατάβαση όταν ακούει παράλληλα κάποιους από τους ομιλητές μας να θέλουν να διασώσουν, και σωστά, το κοινωνικό πρότυπο της Ευρώπης από τη λαίλαπα της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτό το πρότυπο όμως το επέβαλε μεταπολεμικά μια άλλη αντίληψη για το σοσιαλισμό, την οποία κάποιοι ομιλητές μας, αντί να θέλουν να διασώσουν και αναπτύξουν μας λένε ότι πρέπει να στείλουμε στη γη του πυρός !

Και πως να τη διασώσουμε και αναπτύξουμε ; Μα με την επιβεβαίωση της ανάγκης να διατηρήσουμε και να αναζωογονήσουμε τις ιδέες και τις πρακτικές του δημοκρατικού σοσιαλισμού, την ενίσχυση των συστατικών του στοιχείων που είναι ο ισχυρός συνδικαλισμός, η επιδίωξη με κάθε κόστος της πλήρους απασχόλησης και το κοινωνικό κράτος. Με τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων και των μέσων που θα κάνουν τους στόχους αυτούς οικονομικά βιώσιμους στις σύγχρονες συνθήκες. Με την σύγκλισή του με την οικολογία που όλη η αριστερή σκέψη είχε παραμελήσει ή υποτιμήσει. Με τη σύνδεσή του με άλλα και νέα κινήματα όπως ο φεμινισμός, οι πολλαπλές διεκδικήσεις ποιότητας ζωής και πραγμάτωσης μεταϋλιστικών αξιών. Με την ανάδειξη των νέων συντεταγμένων για την οποιαδήποτε σοβαρή και αποτελεσματική ανάλυση και δράση που επιβάλλεται από μια παγκοσμιοποίηση που σήμερα δεν ελέγχεται πολιτικά και κοινωνικά, συντεταγμένες που σήμερα είναι αναγκαίο και χρήσιμο για μας, για την κοινωνική και πολιτική αριστερά, να ταυτιστούν με την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, κάτι που με κάνει σχηματικά να ισχυρίζομαι ότι αυτή η πολιτική ενοποίηση, ως στόχος και ως επίτευγμα, είναι σήμερα η πιο αριστερή πολιτική πρόταση που υπάρχει πάνω στο τραπέζι έστω κι αν προωθηθεί, μέσα από τις δικές τους αντιφάσεις και για τους δικούς τους στόχους, από δεξιές Κυβερνήσεις ! Και επειδή πολλά δήθεν αυτονόητα λέγονται για το Ευρωσύνταγμα, ας συμφωνήσουν όσοι κόπτονται κιόλας για την αναζωογόνηση της εσωκομματικής πολιτικής ζωής να πάμε για ένα εσωκομματικό δημοψήφισμα επί του θέματος, για να έχουνε την ευκαιρία σοβαρότερης ανάλυσης και απόφασης του κόμματος.

Και βέβαια όλα αυτά δεν απαντούν σε όλα τα ζητήματα και τις επιμέρους λεπτομέρειες της συγκυρίας και των αναγκών της κοινωνίας μας. Δίνουν όμως το στίγμα της πορείας που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να ανοίξουμε ρεαλιστικές προοπτικές για τις κοινωνίες μας. Υπό τον όρο ότι θέλουμε να το κάνουμε, ότι συνειδητοποιούμε τις πολιτικές προϋποθέσεις που πρέπει ικανοποιήσουμε, να δημιουργήσουμε, εμείς οι δυνάμεις της αριστεράς, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Δεν αρκεί να επικαλούμαστε όπως οι βροχοποιοί μάγοι των ινδιάνικων φυλών τα κινήματα. Είναι το άλας του κόσμου, οι κραυγές, οι στεναγμοί και οι επικλήσεις, το «γαμώτο» καμιά φορά, των κοινωνιών μας. Δεν προσχεδιάζονται, αντιδρούν. Δεν προγραμματίζονται, ξεσπούν. Δεν είναι αντικείμενο της αριστεράς, είναι το περιβάλλον της , ο βιότοπος της. Δεν είναι το υποκείμενο της. Η αριστερά καλείται να μετάσχει, να μάθει, να αξιολογήσει, να κεφαλαιοποιήσει, να διαμορφώσει σε αυτή τη βάση ιστορικό και πολιτικό σχέδιο, και βέβαια κρίνεται κάθε φορά, παίρνει ρίσκο αλλά και ανοίγει προοπτικές υλοποίησης του, πολιτικά. Δεν περιορίζεται στην «υποπολιτική» δράση. Καλείται να οργανώσει συνεκτικά και αποτελεσματικά, με συνέπεια αλλά και με συνέχεια, την πολιτική δράση. Και θα είναι τέτοια αν μπορεί η αριστερά να συμβάλει να δημιουργηθούν οι ευρύτερες και ισχυρότερες δυνατές κοινωνικές και πολιτικές συσπειρώσεις που να μπορούν να κερδίζουν, να μεταρρυθμίζουν , να αλλάζουν δομές και λειτουργίες της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό.

Δεν θα συμπαρασταθούμε στους αδύνατους ούτε θα βελτιώσουμε τη θέση τους αν, πέρα από την έκφραση αλληλεγγύης και συμπαράσταση στους αγώνες τους, δεν μπορούμε να συσπειρώσουμε πολιτικά και ηθικά στις διεκδικήσεις και απαιτήσεις τους στρώματα και δυνάμεις της παραγωγής και της δημιουργίας , της επιστήμης και της έρευνας, της διανόησης και της αναζήτησης. Και κάτι τέτοιο δεν γίνεται για λόγους φιλανθρωπίας ή συναισθηματικούς. Αλλά με την πεποίθηση ότι η αλληλεγγύη και η κοινή πορεία μαζί τους, με όλο το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που προϋποθέτει και που δεν πρέπει να αποκρύπτουμε όπως συχνά κάνουμε, συνεπιφέρει μιαν άλλη και ανώτερη ποιότητα κοινωνικής συμβίωσης και πολιτικής λειτουργίας.

Δεν αντιπαρατιθέμεθα στην αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση με μόνες τις δίκαιες καταγγελίες για τις νέες ανισότητες και κρίσεις, αλλά και υποστηρίζοντας πολιτικούς θεσμούς και παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα που ρυθμίζουν , προλαμβάνουν , ανακατανέμουν, την ισχύ και τον πλούτο, κι αυτό με κόστος κυρίως για μας που βρισκόμαστε (ακόμη;) από την προνομιούχα πλευρά της μπάρας που χωρίζει σήμερα τον κόσμο. Και αυτοί οι στόχοι απαιτούν συσπειρώσεις ισχυρότατες και αποτελεσματικές, συμβιβασμούς και συμφωνίες, επίπονες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα διεθνές και εθνικό.

Δεν θα κάνουμε τίποτε για την καταπολέμηση της ανεργίας και την πλήρη απασχόληση χωρίς, πλάι από τα κινήματα εργαζομένων αλλά ανέργων και αποκλεισμένων, την επιδίωξη και επίτευξη ισχυρών διαρθρωτικών αλλαγών στο χρόνο και τις συνθήκες εργασίας, χωρίς ισχυρές οικονομικές παρεμβάσεις που είναι αναξιόπιστες αν δεν συμπεριλαμβάνουν και νέα έσοδα για ο κοινωνικό κράτος από μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση που δεν περιλαμβάνει μόνο την «πλουτοκρατία» αλλά και τα μεσαία στρώματα των οποίων τη στήριξη και ανοχή καλούμαστε να εξασφαλίσουμε με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, αντί να χαϊδεύομε με κάθε ευκαιρία τα αυτιά τους προσφέροντας καμιά φορά και αριστερό ή αντιιμπεριαλιστικό άλλοθι στην ασυλία τους. Και ακριβώς τα ίδια ισχύουν αν μιλήσουμε για το ασφαλιστικό, που είναι ως φαίνεται και επίκαιρο, ή για τα αυθαίρετα που είναι το σύγχρονο καρκίνωμα της αστικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Δεν θα αναδείξουμε την οικολογική συνιστώσα της ταυτότητας και φυσιογνωμίας μας με απλές όσα ηχηρές κι αν είναι διακηρύξεις. Αλλά με το να ενσωματώσουμε ως οργανική συνιστώσα την οικολογική σκέψη και πρακτική σε όλες τις πολιτικές μας αναλύσεις και προτάσεις. Από εκείνες που αφορούν το... σοσιαλισμό μέχρι τις συνδικαλιστικές μας διεκδικήσεις και πρακτικές (υπήρξε και συνδικαλιστική υποστήριξη στη διατήρηση των μονοπύθμενων δεξαμενοπλοίων...), τις αναλύσεις και προτάσεις για τη γεωργία (δεν είναι εμφανής η αντίθεση μας στην υπερεντατκή και καταστροφική καλλιέργεια που αναπτύσσεται σε τόσες περιοχές της χώρας μας) για τον τουρισμό, τις μεταφορές και τις συγκοινωνίες, την αστική ανάπτυξη, την ενέργεια (αλήθεια, είμαστε υπέρ του φθηνού πετρελαίου ;...), τη βιομηχανία, τους ΧΥΤΑ (αυτήν την προσωρινή και πλήρως αναχρονιστική «λύση»...) κλπ κλπ. Και όχι μόνο να εντάξουμε αλλά και να υπηρετήσουμε αυτήν μας την αντίληψη, όπως τελικά δεν το κάναμε ικανοποιητικά με την περίπτωση των Ολυμπιακών Αγώνων, χάρη στην ας πω ολιγωρία και πολλών οπαδών της σημερινής αριστερής στροφής και του ξεκαθαρίσματος του στίγματος του κόμματος μας...

Δεν θα υπηρετήσουμε το σύγχρονο διεθνισμό μας και τον υποτιθέμενο, καμιά φορά, αριστερό ευρωπαϊσμό μας αν δεν καταπολεμήσουμε συγκεκριμένα και με το όποιο πολιτικό κόστος, μέσα στις γραμμές μας και έξω από αυτές, τον παλαιό και νέο εθνικισμό που αναιδέστατα εμφανίζεται και ως νέος πατριωτισμός, τον απομονωτισμό ως φάρμακο για τα δεινά της κοινωνίας, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τον εκκλησιαστικό ανορθολογισμό, τον αυτοταπεινωτικό επαρχιωτισμό στα πολιτιστικά μας, τον αναδυόμενο περιφερειακό ιμπεριαλισμό στα Βαλκάνια αλλού στη γειτονιά μας. Δεν υπάρχει μακεδονικό ζήτημα, λύθηκε στις αρχές του αιώνα, με τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Υπάρχει ζήτημα επιβίωσης της γειτονικής μας χώρας χωρίς όνομα, κάτι που δεν μπορεί σοβαρά να αντιμετωπίζεται ως «σκοπιανό»! Το Κυπριακό δεν λύθηκε με την είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ (που πολύ επιτυχώς εμείς εισηγούμασταν από την αρχή...), γιατί αφήνει απέξω το μισό νησί και μια από τις κοινότητες του, κάτι που γεννά αστάθεια και αβεβαιότητα, παρά την κοντόθωρη αυτοϊκανοποίηση των οπαδών των καθαρών λύσεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Η παρεμπόδιση της έναρξης διαπραγματεύσεων με την Τουρκία δεν υπηρετεί ούτε τα συμφέροντα της Ελλάδας, ούτε εκείνα της Ευρώπης ή του τουρκικού λαού. Οι πειρασμοί να επανέλθουμε σε τέτοιες αναδιπλώσεις πρέπει να παραμεριστούν αποφασιστικά από το ΣΥΝ.

Από όλα αυτά που επιλεκτικά ήλθαν στο νου μου όσο προσπαθούσα να καταλάβω τι σημαίνει η αναζήτηση ορισμένων για αναπροσδιορισμό της φυσιογνωμίας μας του στίγματος μας και της αυτονομίας μας με πείθουν ότι το ζήτημα που τίθεται από κάποιες πλευρές δεν είναι ο αναπροσδιορισμός τους αλλά η σκέτη αλλαγή τους. Πράγμα που είναι θεμιτό να επιδιώκεται αλλά με σαφήνεια, καθαρότητα και με πλήρη επίγνωση των πολιτικών συνεπειών. Αναδεικνύεται όσο ποτέ άλλοτε ένα δίλημμα που θεωρούσα ότι το έχουμε ξεπεράσει Εκείνο που μας καλεί να διαλέξουμε ανάμεσα στον περιορισμό και την περιχαράκωση για να την πω στην κατασκήνωση μέσα στα οικόπεδα που κληρονομήσαμε, χωρίς μάλιστα να κάνουμε και πλήρη απογραφή της κληρονομιάς πριν την αποδεχθούμε με τα οφέλη και τα χρέη της, από τη μια μεριά, και από την άλλη μεριά τη συνέχιση της προσπάθειας και τη βελτίωση της να ασκήσουμε συνολικό και συνεκτικό ρόλο στην όλη πολιτική ζωή, κεντρική και τοπική, με στόχο να επιβάλλουμε εδώ και τώρα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, προόδους και κατακτήσεις που να πείθουν τους πολίτες ότι αξίζει να ασχολούνται με την πολιτική (που σήμερα απαξιώνεται κυρίως γιατί δεν μπορεί να επιτύχει τα όσα επαγγέλλεται...) σε όλα τα επίπεδα, και το κινηματικό και το θεσμικό και το διεθνές και το ευρωπαϊκό...). Προφανώς και σε ένα τέτοιο δρόμο δεν θα ισχυριστούμε ότι εμείς μόνοι μας θα επιτύχουμε. Αυτό πολλοί θεωρούν ότι καταργεί την αυτονομίας μας . Όμως η αυτονομία δεν εξαγγέλλεται, αναδεικνύεται από αυτά που λες και κάνεις στο χώρο και στον χρόνο. Εξάλλου αυτόνομα μπορείς να αυτοκτονήσεις, αυτόνομα να μονάσεις , αυτόνομα και να διαλεχθείς και να συμβάλεις σε κοινές προσπάθειες όταν αυτόνομα θεωρείς ότι αξίζει τον κόπο και υπάρχουν συνθήκες και όροι ισοτιμίας και αξιοπρέπειας, δικής σου αλλά κυρίως εκείνων που σε στηρίζουν και προσμένουν από σένα και αποτελέσματα.

Με αυτήν την έννοια δεν καταλαβαίνω αυτό το σύνδρομο του σκατζόχοιρου που καταλαμβάνει κάποιους συντρόφους στην προοπτική του οποιουδήποτε διαλόγου στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά ακόμα και στην ευρύτερη αριστερά : γιατί και στην αποτυχημένη απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ εκείνο που έλειψε κυρίως ήταν ο ουσιαστικός διάλογος που σημαίνει ότι όλοι ακούνε όλους και ενδεχομένως αλλάζουν για να συνθέσουν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εγώ προτείνω να επιδιώξουμε εμείς τον διάλογο με τους όρους που εμείς θεωρούμε ικανοποιητικούς (ανάμεσα σε αμοιβαία αναγνωρισμένα πολιτικά υποκείμενα, ανοιχτός δηλαδή χωρίς προκαθορισμένο αποτέλεσμα, με ημερήσια διάταξη κοινά συμφωνημένη και εξελίξιμη,...) σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ας διαμορφώσουμε εμείς το Φόρουμ διαλόγου που προτάθηκε προχτές : γιατί όχι και με συμμετοχή δυνάμεων του ή όλου του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων; Δεν πρόκειται για χιούμορ αλλά για ακραίο παράδειγμα (ρεαλιστικό μολαταύτα...) του τι εννοώ όταν υποστηρίζω την ανάγκη μιας πραγματικά εναλλακτικής πρότασης εξουσίας που περνάει από διάλογο και ανάγκη συσπείρωσης ευρύτατων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων αν θέλουμε κάτι να αλλάξουμε σε αυτόν τον τόπο και σε αυτήν τη γενιά. Μια τέτοια προσπάθεια πράγματι θέλει ένα κόμμα που δεν συζητεί την αυτονομία του, έχει αυτοπεποίθηση και επιτρέψτε να προσθέσω τσαμπουκά, δεν διεκδικεί να είναι απλώς δύναμη μαρτυρίας, αποκάλυψης και καταγγελίας, αλλά θέλει να βάλει το χέρι στη ζύμη όπου πλάθεται το αύριο. Φυσικά με τόλμη και ρίσκο. Αλλά θα θυμίσω στους ενδεχόμενους σιγουρατζήδες ότι κρατάει τα χέρια του καθαρά όποιος δεν κάνει τίποτε...

To Γραφείο Τύπου