Skip to main content.
02/09/2007

Η ΠΙΟ ΧΡΗΣΙΜΗ ΨΗΦΟΣ. ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΩΝ. 'Αρθρο του Γ.Δραγασάκη στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ.

Ορισμένοι είπαν ότι οι καταστροφικές πυρκαγιές άλλαξαν την προεκλογική ατζέντα. Στην πραγματικότητα όμως, οι πυρκαγιές απλά μας υπενθύμισαν ποια θα έπρεπε να ήταν εξ αρχής η ατζέντα. Διότι δε νοείται να συζητάμε για οικονομική ανάπτυξη ερήμην του περιβάλλοντος, αλλά και των υποχρεώσεων που θέτει η προστασία του. Και όμως αυτό γινόταν και γίνεται.

Στην πραγματικότητα, μ' έναν τρόπο δραματικό και επώδυνο εξαναγκαζόμαστε από τα γεγονότα να αναγνωρίσουμε το αυτονόητο και χιλιοειπωμένο, ότι, δηλαδή, δε μπορούμε να μιλάμε για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο ερήμην του περιβάλλοντος, όπως και δε μπορούμε να μιλάμε για ατομική ευημερία χωρίς τις συλλογικές προϋποθέσεις της και μεταξύ αυτών τα δημόσια αγαθά, τις υλικές και τις κοινωνικές υποδομές σε πρώτη γραμμή.

Για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά, για τις οικολογικές κινήσεις και οργανώσεις, για όσους και όσες χρόνια τώρα αγωνίζονται για την οικολογική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και την προστασία του περιβάλλοντος, αυτή η αλλαγή της ατζέντας μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί για να έρθουν στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης τα ζητήματα της  οικολογικής θωράκισης της χώρας και της ανασυγκρότησης των πυρόπληκτων περιοχών.

Τα ζητήματα αυτά δε χρωματίζουν μόνο την προεκλογική αντιπαράθεση. Εγκαθίστανται ήδη στο μετεκλογικό τοπίο ως σταθερές συνιστώσες του. Μετά τις εκλογές, οι θεωρίες περί ασύμμετρων απειλών και οργανωμένων σχεδίων θα υποχωρούν υπό την πίεση της πραγματικότητας, η οποία, μακριά από τις προεκλογικές σκοπιμότητες, θα φέρει στο προσκήνιο την ανυπαρξία πολιτικής πρόληψης, τη διάτρητη οργάνωση της πυρόσβεσης, τα ελλείμματα συντονισμού και τις ακόμη πιο δραματικές, απ' όσο έχει ήδη φανεί, διαστάσεις της συντελεσθείσας καταστροφής.

Μόνον η αλλαγή πολιτικής, μόνο η εφαρμογή ενός συνολικού σχεδίου για τη θωράκιση της χώρας από φυσικές καταστροφές και για την ανασυγκρότηση των περιοχών που έχουν πληγεί μπορεί να δώσει ελπίδα ότι ο εναπομείνας φυσικός πλούτος μπορεί να διασωθεί και ότι οι πυρόπληκτες περιοχές δε θα ερημωθούν, αλλά θα αναζωογονηθούν οικονομικά, οικολογικά και δημογραφικά.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ

Σήμερα, θέσεις σαν την παραπάνω θεωρούνται αυτονόητες. Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ άλλωστε ανταγωνίζονται σε έναν πλειστηριασμό υποσχέσεων και σχεδίων ανάπτυξης. Δεν υπάρχει, όμως, καμία εγγύηση ότι όλα αυτά δε θα εκφυλιστούν μετά τις εκλογές σε κάποια αποσπασματικά μέτρα χωρίς συνέχεια και συνοχή. Η καθολικά αναγνωριζόμενη σήμερα ως πρώτη εθνική προτεραιότητα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αύριο, μετά τις εκλογές, δε θα συνθλιφτεί στις μυλόπετρες των δημοσιονομικών πιέσεων και άλλων δεσμεύσεων που έχουν ήδη αναληφθεί.

Αναφέρομαι στη δέσμευση που έχει αναλάβει ήδη η απερχόμενη κυβέρνηση έναντι της Ε.Ε. για μηδενισμό του ελλείμματος και ισοσκέλιση των προϋπολογισμών μέχρι το 2010. Η δέσμευση αυτή ήταν ήδη σε σύγκρουση με την υπόσχεση του Πρωθυπουργού, που επανέλαβε πρόσφατα ως προεκλογική δέσμευση, ότι ο προϋπολογισμός θα καλύπτει τα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης.

Οι μετεκλογικές δημοσιονομικές συνθήκες έχουν επίσης επιβαρυνθεί από την απόκλιση που παρουσιάζει ο τρέχων  προϋπολογισμός από τους στόχους του και στο σκέλος των δαπανών -υπερβάσεις- και σε εκείνο των εσόδων -υστερήσεις.

Δημοσιεύματα του Τύπου ανέφεραν ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους είχε ήδη έτοιμο πρόγραμμα περικοπών δημόσιων δαπανών ύψους 750 εκ. ευρώ για μετά τις εκλογές, πέρα από δαπάνες ύψους 450 εκ. ευρώ που είχαν ήδη περικοπεί από τον Απρίλιο. Και επειδή οι περικοπές αυτές δεν ήταν αρκετές, πολλοί προεξοφλούσαν την αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ ως μέσο για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών.

Ωστόσο, η υστέρηση των φορολογικών εσόδων έχει καταστεί ένα δομικό πρόβλημα. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη και τα μερίσματα, σε συνδυασμό με τη φοροδιαφυγή, αφήνει ένα μεγάλο έλλειμμα, το οποίο δε μπορεί να καλυφθεί ούτε με μια μικρή αύξηση του ΦΠΑ.

Είναι προφανές ότι οι δημοσιονομικές συνθήκες έχουν τώρα επιβαρυνθεί πολλαπλά. Δεν είναι παράτολμο να προβλέψει κανείς, ότι, αν όχι μια ανοιχτή μετεκλογική δημοσιονομική κρίση, σίγουρα μια σύνθετη, δύσκολη και οξεία σύγκρουση προτεραιοτήτων και επιλογών θα εκδηλωθεί.

Το βέβαιο είναι ότι οι οικολογικές προτεραιότητες που με τόσο δραματικό και έντονο τρόπο ήρθαν στο προσκήνιο, αλλά και οι προϋπάρχουσες κοινωνικές προτεραιότητες σε σχέση με το εισόδημα, την απασχόληση, την κοινωνική ασφάλιση, τη δημόσια υγεία και παιδεία θα έρθουν σε σύγκρουση με στενές δημοσιονομικές λογικές και δεσμεύσεις. Θα πρέπει, συνεπώς, αυτές  οι αντιθέσεις του μετεκλογικού τοπίου να κατανοηθούν και να προσμετρηθούν ως κριτήρια ψήφου και ως λόγοι ενίσχυσης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, λόγοι βασισμένοι όχι μόνο στο θετικό απολογισμό αλλά στις μεγάλες υποχρεώσεις των μετεκλογικών εξελίξεων.

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ Ή ΑΥΤΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ;

Από τη σκοπιά αυτή, των μετεκλογικών εξελίξεων δηλαδή, θα πρέπει να διαβάσουμε και τη στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στις πυρκαγιές και τα αίτιά τους.

Ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για παράδειγμα τονίζει τις ευθύνες του μοντέλου της άναρχης οικιστικής -και όχι μόνο- ανάπτυξης, την ανυπαρξία μιας στρατηγικής πρόληψης και την ανεπάρκεια των συστημάτων πυρόσβεσης, όχι μόνο για να εξηγήσει τα αίτια των πυρκαγιών, αλλά και για να προσδιορίσει τι πρέπει να αλλάξει μετά τις εκλογές.

Κατά την ίδια έννοια, η αμήχανη στάση του ΠΑΣΟΚ, η αναγωγή των καταστροφών στη ανικανότητα της Ν.Δ. και μόνο, καθιστά προφανή την πρόθεση του κόμματος αυτού να μην αναλάβει καμία ευθύνη για την εικοσάχρονη διακυβέρνηση της χώρας από αυτό, αλλά καθιστά επίσης προφανή την πρόθεσή του να μη θιγούν μετεκλογικά πολιτικές και πρακτικές που έχουν καταστήσει τη χώρα αθωράκιστη έναντι φυσικών καταστροφών.

Το ότι ένα 20%-25% των πυρκαγιών, που συμβαίνουν στη χώρα μας, οφείλεται σε σκόπιμες ενέργειες και εμπρησμούς, αποτελεί ένα γεγονός διαπιστωμένο και καταγεγραμμένο στις επίσημες στατιστικές. Σημασία όμως έχει ποιες πολιτικές παροτρύνουν και ενθαρρύνουν τη δράση των εμπρηστών .

Το γεγονός, λοιπόν, ότι το Κ.Κ.Ε., με μια παράξενα φιλοκυβερνητική προδιάθεση υιοθετεί τόσο εύκολα τα σενάρια περί οργανωμένου σχεδίου των ιμπεριαλιστών, των καταπατητών ή των κερδοσκόπων, μας προδιαθέτει για έναν τελικά ανώδυνο βερμπαλιστικό αντικαπιταλισμό χωρίς κοινωνικούς ή πολιτικούς στόχους ως κεντρική κατεύθυνση της δράσης του και μετά τις εκλογές.

Ωστόσο, σε σχέση με σενάρια περί οργανωμένου σχεδίου, ο κ. Καραμανλής και η Ν.Δ. δεν πρωτοτύπησαν. Τη μέθοδο αυτή την εφήρμοσε πρώτος ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου το 1985. Αντιμέτωπος τότε με ένα κύμα πυρκαγιών στη Θάσο, την Καβάλα και αλλού, δήλωνε στις 17/8/85 στην Καβάλα: "Από τον τρόπο με τον οποίον άρχισαν και εξαπλώθηκαν οι πυρκαγιές, αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι όχι μόνο υπήρξαν εμπρησμοί, αλλά ότι αυτοί οι εμπρησμοί εντάσσονται σε σχέδιο, το οποίο σχέδιο έχει ως στόχο την αποσταθεροποίηση; Έχει κάποιο άλλο στόχο...";

Για την ιστορία αναφέρω (βλέπε τοπικές εφημερίδες Καβάλας "Εβδόμη" και "Ταχυδρόμο" της εποχής) ότι ο τότε αρχηγός της Ν.Δ. κ. Μητσοτάκης  κατηγόρησε τον Α. Παπανδρέου ότι κρύβεται πίσω από φαντάσματα. Φαντάσματα που ωστόσο επικαλείται ο σημερινός αρχηγός της Ν.Δ. και η κόρη του κ. Μητσοτάκη. Δεν είμαι βέβαιος ωστόσο ότι μοναδική στόχευση τώρα είναι μόνον η συγκάλυψη των ευθυνών. Το βέβαιο είναι ότι, όταν η κ. Μπακογιάννη συνέδεε τους πυρόπληκτους της Ηλείας με τους μαγαζάτορες των Αθηνών που τα καταστήματά τους επλήγησαν από κουκουλοφόρους, όταν υποστηρίζει ότι ο "εχθρός είναι κοινός", δεν επιχειρεί μόνο μία ερμηνεία για τις πυρκαγιές αποπροσανατολιστική και βολική για την κυβέρνηση. Ενοχοποιεί ταυτόχρονα και στοχοποιεί κοινωνικοπολιτικούς χώρους και αντιλήψεις που, όπως η ίδια υποστηρίζει, καίνε ανεύθυνα και με ευκολία, αποδομούν το κράτος και διαταράσσουν την κοινή ειρήνη. Δείχνει δηλαδή η κυρία Μπακογιάννη με τι πρέπει μετεκλογικά να ασχοληθούμε και αυτά δεν είναι η οικολογική θωράκιση της χώρας, αλλά η αυταρχική πολιτική.

Η ΠΙΟ ΧΡΗΣΙΜΗ ΨΗΦΟΣ

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αυτές οι ασυνήθιστες, από πολλές απόψεις, εκλογές αποκτούν ένα νέο ενδιαφέρον. Οι προοπτικές, παρόλο που δε συζητούνται επαρκώς, τα διλήμματα, οι αντιθέσεις και οι εντάσεις της μετεκλογικής περιόδου, αν και δεν είναι πάντα ευκρινείς, γίνονται ένα βασικό κριτήριο ψήφου.

Ακριβώς γι' αυτό, όσοι δεν επιθυμούν την αποδυνάμωση του δικομματισμού, επισείουν το φάντασμα της ακυβερνησίας, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό την επανασυσπείρωση και την ενίσχυση της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Δεν ασχολούνται λοιπόν με το τι προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει, αλλά με το αν υπάρξει ή όχι κυβέρνηση.  

Η ανυποληψία, όμως, των "ισχυρών και μονοκομματικών κυβερνήσεων" είναι μεγάλη, διότι η ανυποληψία αυτή αντανακλά την αδυναμία της ίδιας της ασκούμενης πολιτικής να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας. Γι' αυτό και δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η τάση αμφισβήτησης μπορεί να ανακοπεί.

Η τελευταία προσπάθεια ορισμένων κέντρων και μέσων ενημέρωσης είναι να στρέψουν αυτή την αμφισβήτηση προς την αποχή, το άκυρο ή το λευκό. Η στάση αυτή είναι ασφαλώς δικαίωμα των πολιτών. Το πρόβλημα όμως, το οποίο δεν πρέπει να αποσιωπάται, είναι ότι το πραγματικό νόημα της στάσης αυτής δε μπορεί να αποτυπωθεί. Έτσι, το λευκό ή το άκυρο της διαμαρτυρίας, της αμφισβήτησης ή της οργής, δε μπορεί να ξεχωρίσει μέσα στην κάλπη από το λευκό ή το άκυρο ή την αποχή της αδιαφορίας ή του απολίτικου "χαβαλέ". Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι, η στάση αυτή, να ενισχύει πολλές φορές το σύστημα, τις δυνάμεις και τις πολιτικές; που θέλει να αμφισβητήσει.

Το πρώτο και σημαντικότερο διακύβευμα της μετεκλογικής περιόδου είναι αν τα πολλά και σύνθετα προβλήματα θα γίνουν υπόθεση της κοινωνίας ή αν θα επιχειρηθεί να αντιμετωπισθούν ερήμην της, αν δηλαδή πρωταγωνιστής των εξελίξεων θα είναι η ίδια η κοινωνία και τα κινήματά της ή τα μεγάλα συμφέροντα και οι εκφραστές τους.

Διαμορφώνονται, συνεπώς, όροι, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, που και επιβάλλουν, αλλά και επιτρέπουν έναν αυξημένο ρόλο της Αριστεράς.

Μιας Αριστεράς, ωστόσο, παρεμβατικής και ενωτικής, που θέλει να αξιοποιεί τη δύναμή της ως θετικός παράγοντας των εξελίξεων, από τη σκοπιά των συμφερόντων και των αναγκών των πολιτών, των εργαζομένων, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας συνολικά.

Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, τα χρόνια που πέρασαν, όχι μόνο αξιοποίησε τη δύναμη που του έδωσαν οι πολίτες, αλλά κατά κοινή ομολογία την υπεραξιοποίησε. Στην πραγματικότητα έκανε κάτι σημαντικότερο: Ακύρωσε τη θεωρία της χαμένης ψήφου. Απέδειξε ότι και από τις θέσεις της αντιπολίτευσης μια πολιτική δύναμη μπορεί μαζί με τα κινήματα να επηρεάζει τα πράγματα, να πετυχαίνει μικρές νίκες και να προετοιμάζει, με όλα αυτά και πολλά άλλα, τους όρους και τις προϋποθέσεις για μια πραγματικά εναλλακτική διακυβέρνηση.

Δικαιούμαστε, λοιπόν, να πούμε πως ναι, η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο χρήσιμη ψήφος.