Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
16/04/2008

Ομιλία Φώτη Κουβέλη στο ν/σ "Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις"

ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχει απαράδεκτη καθυστέρηση –και όχι μόνο- στα διοικητικά δικαστήρια. Πρόκειται για μια καθυστέρηση, η οποία πάρα πολλές φορές συγκροτεί την έννοια της αρνησιδικίας. Δεν είναι λίγες, επίσης, οι φορές που η χώρα μας, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, έχει ελεγχθεί από ευρωπαϊκά δικαστήρια γιʼ αυτήν την καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων, δηλαδή για την καθυστέρηση παροχής έννομης προστασίας του πολίτη. Γιατί αυτό είναι το μείζον αγαθό που καλείται να προστατεύει η δικαστική εξουσία.

Η καθυστέρηση, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται –και αναφέρομαι πλέον εξειδικευμένα στα διοικητικά δικαστήρια- σε τρεις λόγους:

Ο ένας λόγος είναι η κακοδιοίκηση. Είναι η ανεπάρκεια, η δυσλειτουργία, η εχθρική στάση της δημόσιας διοίκησης απέναντι στον πολίτη. Πρόκειται για ένα φαινόμενο εξαιρετικά σημαντικό, σε ό,τι έχει σχέση με το αρνητικό του περιεχόμενο και ένα φαινόμενο, δυστυχώς, διαχρονικό.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες των εκκρεμών υποθέσεων έχουν παραχθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια και, δυστυχώς, με μεγαλύτερη ένταση αυτή η καθυστέρηση έρχεται να σωρεύσει περαιτέρω αρνητικά στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.

Το δεύτερο στοιχείο είναι οι κενές οργανικές θέσεις των δικαστών. Εάν δεν αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών, ας είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την αντιμετώπιση αυτού του εξαιρετικά αρνητικού φαινομένου των καθυστερήσεων.

Το τρίτο –εξαιρετικά κρίσιμο και αυτό ζήτημα- είναι η ανεπάρκεια της γραμματείας των δικαστηρίων, μια ανεπάρκεια η οποία οφείλεται στην έλλειψη προσωπικού, μια ανεπάρκεια η οποία οφείλεται στην έλλειψη της κατάλληλης, σύγχρονης υποδομής, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου που μας απασχολεί.

Στο βαθμό, λοιπόν, που και τα τρία αυτά ζητήματα, τα οποία προσδιορίζουν αρνητικά την καθυστέρηση, δεν αντιμετωπίζονται , ας μην ελπίζουμε ότι θα έχουμε αντιμετώπιση του φαινομένου της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, με άλλα λόγια της αρνησιδικίας.

Τις επιμέρους παρατηρήσεις μας για το σχέδιο νόμου τις είπαμε διεξοδικά στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Σήμερα, όμως, θέλω να αναφερθώ στη συγκεκριμένη διαδικασία συζήτησης του νομοσχεδίου, σε μια απαράδεκτη λογική η οποία διατρέχει το σχέδιο νόμου και την προωθούμενη ρύθμιση: Είναι η αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης σε βάρος του πολίτη.

Έχουμε αυξημένα παράβολα. Έχουμε τη δυνατότητα του Υπουργού να επανακαθορίζει το χρηματικό ποσό για την εξαγορά των ποινών. Έχουμε τη διαμόρφωση υποχρέωσης πολιτών που ομοδικούν, δηλαδή που διεκδικούν -για τους μη ειδικούς- σε ενιαίο δικόγραφο την ικανοποίησή του δικαιώματός τους για χωριστά παράβολα. Και πιστεύει η Κυβέρνηση και ο αρμόδιος Υπουργός ότι θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης με την αύξηση του κόστους απονομής της δικαιοσύνης, μια αύξηση που επωμίζονται εκ των πραγμάτων οι ίδιοι οι πολίτες.

Και πότε; Την ώρα που είναι καθολικό και δημοκρατικό το αίτημα η παροχή της έννομης προστασίας και η δυνατότητα προσφυγής του πολίτη στη δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι ευχερής και να μην εμποδίζεται.

Όμως, αν κανείς διατρέξει προσεκτικά το σχέδιο νόμου, θα αντιληφθεί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι με διοικητικού χαρακτήρα διαδικασίες, με τεχνικού χαρακτήρα διαδικασίες, επιχειρείται η επιτάχυνση της δίκης και, βεβαίως, με αναμενόμενο –εγώ θα έλεγα με βεβαιότητα- το αρνητικό αποτέλεσμα, τη ζημία της ουσίας, που είναι η απονομή της δικαιοσύνης.

Θέλετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα; Αναβολή δίκης. Μία –λέει- αναβολή δίκης στα διοικητικά δικαστήρια. Μάλιστα, θα υπάρχει και η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει και χρηματική ποινή γιʼ αυτήν την αναβολή από 100 έως 500 ευρώ. Πέραν της τύχης -που είμαι βέβαιος ποια θα είναι- στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, όταν θα έχει απορριφθεί αίτημα αναβολής για σπουδαίο λόγο, πρέπει να σας πω αυτό το οποίο είναι κοινώς γνωστό.

Στα διοικητικά δικαστήρια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν εμφανίζεται ποτέ κανένας διάδικος –ή ελάχιστες φορές εμφανίζεται- να ζητήσει αναβολή. Την αναβολή τη ζητάει συστηματικά ο αντίδικος του πολίτη, που, δυστυχώς, είναι το ελληνικό δημόσιο: Πότε δεν στέλνει το διοικητικό φάκελο, πότε εμφανίζεται και ζητάει ο εκπρόσωπος του δημοσίου αναβολή. Ο πολίτης ποιο λόγο έχει να ζητήσει αναβολή στα διοικητικά δικαστήρια;

Θα σας έλεγα μετά λόγου γνώσεως ότι ενδεχομένως να έχουμε μεθόδευση λόγου αναβολής στα ποινικά δικαστήρια, εκεί δηλαδή που ο πολίτης θέλει να αποφύγει την κρίση του δικαστηρίου και θέλει να μεταθέσει το χρόνο της δικαστικής κρίσης. Στα διοικητικά δικαστήρια δεν έχουμε τέτοιο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, προς τι η νομοθετική πρόβλεψη αναφορικά με τη μία αναβολή και με τη δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει και τη χρηματική ποινή σε εκείνον που ζητεί την αναβολή.

Κύριε Υπουργέ, σας το είπα και στη Διαρκή Επιτροπή: Το πρόβλημα δεν είναι στις αναβολές στα διοικητικά δικαστήρια. Το πρόβλημα στα διοικητικά δικαστήρια είναι ο προσδιορισμός της δικασίμου, της πρώτης δικασίμου. Μάλιστα, έχουμε απροσδιόριστες διοικητικές υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια –είναι ντροπή!- από το 2004, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Τριακόσιες και πλέον χιλιάδες είναι οι εκκρεμείς υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας. Και αν θελήσετε να αξιολογήσετε το βαθμό και το ρυθμό απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης στην επαρχία, τα πράγματα είναι προσβλητικά και των δικαιωμάτων του πολίτη αναφορικά με την παροχή εννόμου προστασίας, αλλά -θα έλεγα- ακόμη και του πολιτισμού.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, περαιτέρω και πάντοτε με τη δέσμευση της πολιτικής λογικής της Κυβέρνησης να ξεμπερδεύει γρήγορα κάποιες υποθέσεις, η καθιέρωση του θεσμού της πρότυπης δίκης. Απλούστερα τι σημαίνει αυτό; Ότι θα κρίνεται μια υπόθεση, η οποία αναφέρεται σε ευρύτερο αριθμό πολιτών με παρόμοιες υποθέσεις –και παρακαλώ την προσοχή σας στις λέξεις «παρόμοιες υποθέσεις», όχι «ταυτόσημες»- και από εκεί και πέρα χωρίς διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, συλλήβδην θα απορρίπτεται.

Όμως, κάθε υπόθεση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν θα θέλει αυτός που θα κάνει την πρότυπη δίκη να τα διακρίνει και να τα αξιολογεί, ακριβώς και αυτός δέσμιος της αντίληψης ότι πρέπει να βγάλουμε το φορτίο των πολλών υποθέσεων από τις πλάτες των διοικητικών δικαστηρίων. Και εδώ υπάρχει ένας πάρα πολύ μεγάλος κίνδυνος για την ουσία της απονεμόμενης δικαιοσύνης και για τα δικαιώματα των πολιτών σε σχέση με την αξίωσή τους να εξασφαλίζουν έννομη προστασία.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιμένει ο Υπουργός και θέλει να συρρικνώσει τη λειτουργία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και θέλει να την περιορίζει την Ολομέλεια αυτή στον αριθμό των είκοσι εννέα μελών. Πέρα από την αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης -και είναι αντισυνταγματική κατά την άποψή μου η ρύθμιση- υπάρχει ένα ουσιαστικά ζήτημα. Η Ολομέλεια πρέπει να είναι στην πλήρη σύνθεσή της. Και πρέπει να είναι στην πλήρη σύνθεσή της και να συγκροτείται πολυπρόσωπα γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να αντιμετωπίσει μείζονα ζητήματα. Και τα μείζονα ζητήματα θέλουν τη συμβολή του συνόλου των μελών της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και όχι τη γνώμη των είκοσι εννέα, που δικαιούται ο οιοσδήποτε να έχει εγερμένη όχι μόνο την υποψία, αλλά και την βεβαιότητα ότι γιʼ αυτά τα κρίσιμα θέματα που θα καλείται η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να κρίνει, θα επιλέγονται με διάφορες μεθοδεύσεις, που είναι δυνατόν να υπάρξουν με τον τρόπο που δομείται η συγκεκριμένη διάταξη, με ιδιοτελή και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. Κι αυτό είναι απαράδεκτο.

Όταν νομοθετεί η Βουλή και όταν έχει νομοθετική πρωτοβουλία η Κυβέρνηση πρέπει να την έχει και το Σώμα της Βουλής αλλά και η Κυβέρνηση επειδή κάποιες ανάγκες έχουν προκύψει και πρέπει να ανακαθοριστούν διαδικασίες.

Και ερωτώ: Ποια είναι η ανάγκη που οδηγεί στον ανακαθορισμό της λειτουργίας της σύνθεσης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου; Καμία ανάγκη. Καμία ανάγκη με αντικειμενικά, με αξιοκρατικά κριτήρια, με κριτήρια που αφορούν την υποχρέωση όλων μας να προστατεύουμε το περιεχόμενο της απονομής της δικαιοσύνης. Η μόνη ανάγκη είναι για να δικαιολογούνται επιλογές σαν κι αυτές που προανέφερα και οι οποίες επιλογές κατά παράβαση του νόμου, σημειώθηκαν όταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου λίγο καιρό πριν, λειτούργησε με περιφορά τηλεφωνική για να λάβει γνώση των απόψεων των δικαστών ο προεδρεύων της Ολομελείας. Και μάλιστα για κρίσιμο ζήτημα που αφορούσε στους συμβασιούχους, στη μετατροπή των συμβάσεών τους σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πάλι η Κυβέρνηση, δέσμια μιας συγκεκριμένης αντίληψης καθιερώνει ρυθμίσεις με το άρθρο 64 και το άρθρο 72 για την πρόσληψη προσωπικού και όπως ειδικότερα εξειδικεύεται αυτό το προσωπικό στις συγκεκριμένες διατάξεις, έξω από το ΑΣΕΠ.

Άκουσα τον αντίλογο στην αρμόδια επιτροπή, ότι το ΑΣΕΠ καθυστερεί και πρέπει να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις που σημειώνονται από το ΑΣΕΠ για να μπορέσουμε να έχουμε έγκαιρη στελέχωση των δικαστηρίων με το κατάλληλο προσωπικό. Ο αντίλογος αυτός έχει έναν άλλο αντίλογο και νομίζω εξαιρετικά πειστικό γιʼ αυτόν που θέλει να ακούει, ότι μπορεί ο νομοθέτης, μπορεί η Κυβέρνηση να καθιερώσει ειδικές διαδικασίες στο πλαίσιο πάντοτε του ΑΣΕΠ με συγκεκριμένη χρονική δέσμευση έτσι ώστε αυτές οι προσλήψεις με αντικειμενικά κριτήρια μέσω του ΑΣΕΠ, να γίνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα και να μη σημειώνονται οι καθυστερήσεις που πράγματι είναι υπαρκτές και προσδιορίζουν αρνητικά το αποτέλεσμα της λειτουργίας του ΑΣΕΠ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυξάνεται το όριο του εκκλητού. Απλούστερα, από ένα ποσό και πάνω πολύ μεγαλύτερο απʼ αυτό που ισχύει σήμερα, θα μπορούν οι πολίτες να καταθέτουν έφεση και να εκκαλούν συγκεκριμένες αποφάσεις. Κι αυτό αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος της έννομης προστασίας και δεν θα πρέπει ο κύριος Υπουργός να επιμείνει σε μια τέτοια ρύθμιση.

Η επανάληψη είναι χρήσιμη. Δέσμια η Κυβέρνηση και πάλι αυτής της μηχανιστικής αντίληψης θέλει να προωθήσει ρύθμιση σύμφωνα με την οποία «εάν μήνυση δεν συνοδεύεται από την κατάθεση συγκεκριμένου παραβόλου, θα απορρίπτεται»–για να εκλαϊκεύσω το λόγο μου- θα κρίνεται απαράδεκτη και θα τίθεται στο αρχείο. Και ερώτησα τον κύριο Υπουργό στη διαρκή επιτροπή: Κι αν η μήνυση ανακοινώνει στον αρμόδιο εισαγγελέα παράνομη εγκληματική πράξη και μάλιστα αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και δεν συνοδεύεται από το παράβολο, ο κύριος εισαγγελέας, ο αρμόδιος για την ποινική δίωξη, δεν θα λαμβάνει υπόψη του την ανακινούμενη εγκληματική πράξη επειδή δεν θα υπάρχει το παράβολο του ελληνικού δημοσίου; Και πότε; Όταν σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας και του ποινικού μας δικαίου γενικότερα, έχει υποχρέωση ο πολίτης να ανακοινώνει στην αρμόδια δικαστική αρχή την όποια εγκληματική πράξη διαπιστώνει, αντιλαμβάνεται, πληροφορείται. Αυτό, όμως, δεν το ξέρει η Κυβέρνηση, δεν θέλει να το ξέρει ο κύριος Υπουργός, διότι έτσι του είπαν και ξέρουμε ποιοι το λένε αυτό, κάποιοι δικαστικοί κύκλοι: αν θέλεις να ξεφορτωθείς, αν θέλουμε να ξεφορτωθούμε μερικές υποθέσεις, αρκετές υποθέσεις, που έχουν σχέση με μηνύσεις, θα πρέπει να βάλεις αυτή τη ρύθμιση.

Κοιτάξτε, η λογική του διεκπεραιωτισμού πού μπορεί να οδηγήσει. Οδηγεί και σε αντιφάσεις σε σχέση με άλλες διατάξεις του ποινικού μας συστήματος και οδηγεί ακόμη και σε τραγέλαφο όταν ο πολίτης θα εξαρτά την υποχρέωσή του αλλά και η πολιτεία το δικαίωμά της να αξιώνει από τον πολίτη την ανακοίνωση εγκληματικής πράξης ως στοιχείο προστατευτικό της ασφάλειας και της έννομης πράξης. Εκεί φθάνει η αντίληψη για τη μηχανιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με παρακολουθεί η κλεψύδρα, αλλά δεν είναι τυχαία και η αντίληψη η οποία προωθείται ως νομοθετική ρύθμιση με το άρθρο 55 σε σχέση με το Ελεγκτικό Συνέδριο και τις ρυθμίσεις που έχει η συγκεκριμένη διάταξη, αλλά ακόμη και με την απομάκρυνση από το Ελεγκτικό Συνέδριο εκείνων οι οποίοι ελέγχονται για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους. Ταυτόσημη ρύθμιση υπήρχε και σε ένα πρόσφατο νομοθέτημα για τους άλλους δικαστές, όχι τους δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τι σημαίνει; Ότι έχουμε έναν ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός στο Ελεγκτικό Συνέδριο, έχει πλημμελή προσφορά υπηρεσιών και εκτέλεση των καθηκόντων και με μία συνοπτική διαδικασία θέλει να τον αποβάλλει. Ενώ θα μπορούσε περίφημα να αξιοποιήσει τις κείμενες διατάξεις του Πειθαρχικού Δικαίου, να διαπιστωθεί εάν όντως προσφέρει πλημμελώς τις υπηρεσίες του και ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά του ο συγκεκριμένος λειτουργός και τότε περίφημα, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθετική ρύθμιση να αποβάλλεται του Σώματος, διότι δεν είναι χρήσιμος.

Αλλά όχι έτσι, κύριε Υπουργέ, με συνοπτικές διαδικασίες οι οποίες, πέρα από προσωπικές σας προθέσεις, είναι δυνατόν να αξιοποιούνται και για άλλους λόγους και για λόγους που έχουν σχέση με την επιλογή απομάκρυνσης κάποιων ενοχλητικών λειτουργών από το χώρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην προκείμενη περίπτωση, από το χώρο της άλλης δικαιοσύνης στις άλλες περιπτώσεις.

Αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι παρεμπίπτοντα ζητήματα, είναι κεφαλαιώδη θέματα που αφορούν την απονομή της δικαιοσύνης, που αφορούν στην τρίτη συντεταγμένη ανεξάρτητη εξουσία, τη δικαστική, όπως τουλάχιστον πρέπει να την διεκδικούμε ως ανεξάρτητη και όχι ως υποκείμενη σε εντολές της εκτελεστικής εξουσίας, ή να τη διεκδικούμε να είναι όρθια, να απονέμει τη δικαιοσύνη προς όφελος του ελληνικού λαού και να μην τρέμει μπροστά στις επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι προφανές ότι καταψηφίζω το σχέδιο νόμου επί της αρχής και επιτρέψτε μου την επισήμανση: η αντίληψη για τη μηχανιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της δικαιοσύνης οδηγεί σε κατήφορο και αυτός ο κατήφορος είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, διότι τα ζητήματα της δικαιοσύνης αφορούν στον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας αυτής της κοινωνίας.

Σας ευχαριστώ.